Αρκετά χρόνια πίσω, το όνομα του Edgar Allan Poe αποτελούσε σίγουρη λύση για ταινίες τρόμου με φιγούρες-σήματα κατατεθέν του είδους όπως ο Boris Karloff και ο Vincent Price. Κάποιες τέτοιες αφίσες έβλεπε και ξαναέβλεπε ένας πιτσιρικάς ονόματι Eric Woolfson στη Γλασκόβη των 1950s. Στη δε δεκαετία του 1960 θα μάθαινε από καθηγητή του στo μάρκετινγκ ότι καμία από αυτές τις ταινίες δεν έχασε ποτέ χρήματα. Κανένας λοιπόν ενδοιασμός για το πώς και γιατί φυτεύτηκε ο σπόρος της ιδέας, που το 1976, όταν πια ο Woolfson θα βρισκόταν στους Alan Parsons Project (δίπλα στον Alan Parsons) έδωσε το πρώτο τους άλμπουμ Tales Οf Mystery Αnd Imagination. Το οποίο και δήλωνε ήδη από τον υπότιτλό του ότι αντλούσε τις ιστορίες του από τον Poe.
{youtube}kyM9Ec3c0zk{/youtube}
«For my own part, I have never had a thought which I could not set down in words, with even more distinctness than that which I conceived it» (“A Dream Within A Dream”).
Έτσι ανοίγει το Tales Οf Mystery Αnd Imagination, με μια φωνή που, σχεδόν αυτόματα, σχετίζεις με τον Poe. Ανήκει ωστόσο στον Orson Welles κι αποτέλεσε κίνηση-ματ για τον δίσκο: μια επιβλητική εισαγωγή, έστω και αν ακούστηκε για πρώτη φορά στην επανέκδοση του άλμπουμ το 1987.
Ακολούθως, ένα κοράκι κάθεται στο περβάζι των Abbey Road Studios για να φωνάξει ξανά και ξανά «nevermore», όσο ο ίδιος ο Alan Parsons αναλαμβάνει μέρος της αφήγησης του “The Raven” μέσω vocoder. Κι αν σήμερα κάτι τέτοιο θεωρείται ξεπερασμένη αισθητική επιλογή, το 1976 ήταν το πρώτο κιθαριστικό κομμάτι που χρησιμοποίησε vocoder. Ακούς αυτή την πρωτοπορία, πώς αντιπαρατίθεται στο λυρικό τραγούδι του Leonard Whiting και ύστερα πώς –χωρίς να φορτώνει παράταιρα το κομμάτι– διανύει την prog διαδρομή διά μίας πλαγίας οδού· η οποία, παρά τους κινδύνους, οδηγεί τελικά αποτελεσματικότερα στον προορισμό.
{youtube}dVLUeXkzUjM{/youtube}
Το ζοφερό και ασφυκτικό κλίμα που αναμένεται σε οποιοδήποτε έργο αναφέρεται στον Poe, δεν είναι πάντα παρόν εδώ. Και αυτό σχολιάστηκε αρνητικά πίσω στο 1976, από μέρος της δυσκοίλιας κριτικής. Στην πραγματικότητα, όμως, επρόκειτο απλά για την επιλογή της ενσωμάτωσης μιας θεματικής που να εξυπηρετεί τις μουσικές ιδέες του δίσκου. Οι ιστορίες του Poe δίνονται δηλαδή μέσα από τη στιχουργική, αλλά και μέσω των έξυπνων λεπτομερειών. Όπως λ.χ. όταν το μπλουζ λάκτισμα του “The Tell Tale Heart” παραδίδεται με την τσιρίδα του Arthur Brown, μεταφέροντας έτσι –μέσα σε μια στιγμή– την αγωνία των τύψεων που κατακλύζουν τον ανώνυμο αφηγητή στο διήγημα του Poe για έναν φόνο, ο οποίος στο χαρτί χρειάζεται μερικές σελίδες για να κλιμακωθεί.
Δεν εντυπωσιάζουν όμως μόνο οι λεπτομέρειες σε επίπεδο διαλόγου. Όσο το μαλάκωμα του ήχου με τα πλήκτρα και τις αρμονίες στο “The Cask Οf Amontillado” ζυμώνει την εμφατική χρήση των βιολιών, τόσο σκέφτεσαι ότι το κομμάτι θα έκανε ιδανικό mash-up με το “She’s Leaving Home” των Beatles. Κι εκεί έρχεται το “(The System Οf) Doctor Tarr Αnd Professor Fether” για να επανεπεξεργαστεί όσα ακούσαμε στο “The Raven”, με μια πιο περιορισμένη χρήση του vocoder.
Λίγο πριν το κλείσιμο της πρώτης πλευράς, ακούμε παλαμάκια. Διόλου τυχαία: η «πρώτη πράξη» ολοκληρώθηκε και η δεύτερη δεν θα πατήσει σε ασφαλή μονοπάτια. Στη συνέχεια, δηλαδή, οι Alan Parsons Project παρουσιάζουν μια 16άλεπτη σουίτα που δεν δηλώνει τις αφηγηματικές της αναφορές μέσα από στιχουργικά δάνεια αλλά, πλήρως κλασικότροπα, προβαίνει σε μια ορχηστρική δραματοποίηση της Πτώσης του Οίκου των Άσερ (1839) –για αρκετούς, το αριστούργημα του Πόε. Θα ήταν πολύ εύκολο να πει κανείς πόσο θα ταίριαζαν τα 5 μέρη του “The Fall Οf Τhe House Οf Usher” σε μια βουβή κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας· αλλά, ακούγοντας προσεκτικότερα, μπορείς να «διαβάσεις» όλο το διήγημα, γεννώντας ο ίδιος τις εικόνες.
Το χτύπημα της πόρτας του Οίκου των Άσερ στο “Arrival”, μα και η αγωνία, η οποία εντείνεται μαζί με το ξέσπασμα των synths. Το όργανο που ζουζουνίζει σαν μύγα στο “Intermezzo”, φανερώνοντας ότι πρέπει να είναι πραγματικά στενάχωρο για τον ανώνυμο επισκέπτη να βλέπει τον παλιό φίλο Roderick Usher με μια νευρολογική πάθηση υπερδιέγερσης των αισθήσεων. Ο Usher όμως δεν αφήνει το μαντολίνο του, το «χρησιμοποιεί» σχεδόν χατζιδακικά στο “Pavene”, πριν τα τελευταία λεπτά της πτώσης (“Fall”). Θα τα ζήλευε κι ο Bernard Hermann ακόμα, όταν έγραψε τη μουσική του Ψυχώ (1960).
Η φοβερή ειρωνεία είναι ότι, σαν μάννα εξ' ουρανού σε κάποια σκοτεινή ιστορία του Poe, η βροχή που ακούμε στο κομμάτι ηχογραφήθηκε κατακαλόκαιρο στα Abbey Road Studios. Εν μέσω ξαφνικής μπόρας, η οποία έλυσε τα χέρια της μπάντας, καθώς έψαχνε εναγωνίως πού να πάει τέτοια εποχή ώστε να μπορέσει να ηχογραφήσει κάτι τέτοιο.
Το κλείσιμο του δίσκου κοιτάει δεξιά κι αριστέρα σε παρόν και μέλλον. Αν και είχε δει το όνομά του χαραγμένο στα credits του Abbey Road των Beatles (1969), ο Alan Parsons δεν θα έβγαζε ποτέ τελικά από πάνω του τη «ρετσινιά» των Pink Floyd, των οποίων ανέλαβε ηχολήπτης για το Dark Side Οf Τhe Moon (1973). Το ακούμε στο “The One In Paradise” –είναι αδύνατον να μη διακρίνεις ότι είναι τέκνο του “Us Αnd Them”. To δε αδερφάκι του, "Time", θα έρθει 4 χρόνια αργότερα στο The Turn Οf Α Friendly Card, πιθανότατα την πιο αξιόλογη δουλειά του γκρουπ μετά το παρόν ντεμπούτο.
Το 1976, πάντως, οι Alan Parsons Project έφτιαξαν έναν progressive δίσκο που τρέχει με χίλια, χωρίς να έχει ζαλωθεί όλα εκείνα τα υπερφίαλα σύνεργα τα οποία είχε ενίοτε χρησιμοποιήσει το είδος. Ο Orson Welles δεν τα λέει καθόλου άσχημα στο πρελούδιο της σουίτας: «[..]poetry has indefinite sensations, to which end music is an essential, since the comprehension of sweet sound is our most indefinite conception». Σε ένα παράλληλο λοιπόν σύμπαν, αυτή η αόριστη ηχητική αντίληψη θα ήταν ένα καλό πείραμα για να κάνει το Κοράκι μετά το nevermore να μάθει μία ακόμη λέξη: evermore.
{youtube}Y4K6j0m2mxE{/youtube}