Όντας κοντά, αλλά και τόσο μακριά την ίδια στιγμή από τους ανθρώπους του Νότου, βρίσκει και τις σωστές νότες, αλλά και τα σωστά λόγια για να αποδώσει την ιλαροτραγικότητα της βαθιάς Αμερικής των 1970s...
φωτογραφίες: Barry Schultz
Ο ένας Πρόεδρος κι ο άλλος «Βασιλιάς». Είναι σχεδόν αδύνατο να μην κοντοσταθείς μπροστά σε μία από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες του Elvis Presley, στην οποία δεν κουνάει τους γοφούς, αλλά δίνει τα χέρια με τον Richard Nixon –Πρόεδρο των Η.Π.Α. εν έτει 1970, όταν και τραβήχτηκε. Μια εικόνα γεμάτη πυκνά και αντίρροπα νοήματα: ένας Πρόεδρος, η πολιτική του οποίου δεν υπήρξε ακριβώς ευνοϊκή για τον αμερικανικό Νότο, κι ένα παιδί από τα βάθη του τελευταίου, που έγινε Βασιλιάς του ροκ εν ρολ για να επιβεβαιώσει (ή απλά να ενισχύσει την αυταπάτη) πως εδώ, δυνητικά, “Every Μan A King”· οπότε ένα απόγευμα μπορεί απλά να επισκέπτεται τον Λευκό Οίκο.
Ίσως αυτή η φωτογραφία να αποτυπώνει όσο λίγες την παράνοια και το παράδοξο της Αμερικής. Αν όμως ο Elvis μεταμορφώθηκε σε αποστειρωμένο σύμβολο κενό βαθύτερων εκφάνσεων διανύοντας την απόσταση από τον Νότο στα ...άστρα, υπήρξε και ένας άλλος Νότιος, ο οποίος μίλησε για όλα αυτά τα Good Old Boys από τα μέρη του· όχι όντας ένα από εκείνα, αλλά ούτε και σαν επηρμένος κριτής τους. Ο Randy Newman. Που μπόρεσε με ένα πιάνο και ράθυμα αποδοσμένες στροφές να προβεί στην αισθητική αποτύπωση μιας περιγραφής τόσο γλαφυρής, ώστε αυτόματα να μετατρέπεται σε σχόλιο.
{youtube}o80BB0qZoVM{/youtube}
Μην παρασύρεστε από το σε στιγμές ragtime παιχνίδισμα των πλήκτρων ή από την ανομολόγητα ζαβολιάρικη αίσθηση που δίνουν τα κομμάτια αυτού του δίσκου από το 1974. Εδώ τα πάντα είναι σκληρά και νατουραλιστικά εκφρασμένα. «We are rednecks», λέει ο Newman στην έναρξη κιόλας (και κάνει και ένα εσωτερικό δάνειο στο πιάνο από το θέμα του “You Can Leave Your Hat On”, που είχε γράψει το 1972) καλωσορίζοντάς σε ένα ψηφιδωτό από ήρωες-σημεία. Τους οποίους σε κάθε κομμάτι γεμίζει τραγικότητα, για να τους «αδειάσει» με ειρωνεία. Και με τι λέξεις ε; «We talk real funny down here / We drink too much and we laugh too loud / We're too dumb to make it in no Northern town / And we're keepin' the niggers down» λέει ο αφηγητής (και) με αυτοσαρκασμό, που ακόμη και σήμερα πιθανότατα να καιγόταν στην πυρά της πολιτικής ορθότητας.
Κάνει και κάτι άλλο όμως εδώ ο Newman: διατρέχει την ιστορία. Αν κανείς αφουγκραστεί προσεκτικά τους στίχους, βλέπει δηλαδή μια αδρή καταγραφή. Η οποία πιάνει το νήμα του χρόνου από την πλημμύρα του Μισισιπή το 1927 (“Louisiana 1927”), για να φτάσει να ζητήσει έλεος –ως αντιπρόσωπος της εργατικής τάξης– από τον σύγχρονό του Πρόεδρο στο “Mr. President (Have Pity Οn Τhe Working Man)”. Αλλά κέντρο βάρους δεν είναι τα ίδια τα γεγονότα, όσο ο αντίκτυπός τους στον απλό, καθημερινό άνθρωπο του Νότου. Γι’ αυτό και είναι άμεσες και ανθρωποκεντρικές οι αφηγήσεις. Για κάθε δε ευθύ και σχεδόν απλοϊκό στίχο, υπάρχουν και τα ποιητικά σύμβολα. Όπως στο προαναφερθέν “Louisiana 1927”, όπου τα σύννεφα έρχονται από τον Βορρά «trying to wash us away»· και δεν είναι καθόλου τυχαίο το κατά που δείχνει η πυξίδα.
Οι ιστορίες δεν ολοκληρώνονται πάντα στα δύο-τρία λεπτά που διαρκεί κάθε κομμάτι. Ενίοτε, όμως, οι ήρωες βγαίνουν στη σκηνή για μια δεύτερη πράξη. Ο ανώνυμος εργάτης χαλυβουργείου αλλά και σύζυγος της Marie στο "Birmingham" («the greatest city in Alabam'»), είναι ο τυπικός redneck, ο οποίος το μόνο που έχει να εξιστορήσει είναι από πού κρατάει η σκούφια του, ευλογώντας τοπικιστικά τα γένια του. Γιατί, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου (ακόμη κι αν πιθανότατα δεν έχεις βγει έξω από εκείνο, για να έχεις μέτρο σύγκρισης), θα πέσει να σε πλακώσει –ο Randy Newman φροντίζει και για τη θεατρική, honky tonk απόδοση αυτού.
Πίσω όμως από όλη αυτή την περηφάνια, τα πράγματα δεν είναι πάντα φωτεινά.
Τα πνευστά δίνουν τη θέση τους στα βιολιά στο “Marie” όπου πρωταγωνιστεί πάλι ο Johnny Cutler –παρ’ ολίγον μοναδικός ήρωας του δίσκου– πριν ο Newman εγκαταλείψει την ιδέα της μονοπρόσωπης concept αφήγησης. Εδώ, όσο κι αν η απαλότητα της μελωδίας και της φωνής προσπαθεί να πείσει για το αντίθετο, δεν ακούμε ένα γράμμα αγάπης σε μορφή μπαλάντας. Αντιθέτως, έχουμε ένα τραγικό ξέσπασμα, το οποίο μεταμορφώνεται στην αβάσταχτη εξομολόγηση ενός μεθυσμένου, που δεν έχει άλλη διέξοδο από το αλκοόλ. Μια τέτοια εναλλαγή διαθέσεων και η σχεδόν διασκόρπιση του «εγώ» μπορεί μέσα σε τέσσερις στίχους να διαβεί τρεις διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις: την αγάπη ή έστω την ανάγκη της («You're a flower, you're a river you're a rainbow»), τις ενοχές («Sometimes I'm crazy but I guess you know / I'm weak and I'm lazy and I hurt you so»), συγχρόνως και τη σκληρότητα («And I don't listen to a word you say / And when you're in trouble I turn away»).
{youtube}MsccG8OYKnk{/youtube}
Το μοτίβο των ενοχών επανέρχεται μουλιασμένο και πάλι από άφθονο αλκοόλ (αλλά και «some cocaine from a friend») στο όνομα και πράγμα “Guilty”. Άλλη μια southern soul μπαλάντα, η οποία δείχνει ακριβώς το πώς αυτή η ανημπόρια του «δεν ξέρω ποιος είμαι και πού πατώ» σε μια επαρχιακή κοινωνία εναποθέτει τις ελπίδες στο αγκίστρωμα από «εκείνη», ζητώντας έτσι μια έμμεση άφεση αμαρτιών. Με ένα σχεδόν θρησκευτικό αίσθημα, που μετατρέπει για μια στιγμή το ερωτικό μήλον της έριδος σε συμβολική Παναγία. Εξακολουθεί βέβαια το αλκοόλ να τοποθετείται σαν το παυσίπονο του φτωχού λαού μέχρι και το κλείσιμο του δίσκου, όπου ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει o πρώην χαρτοπαίκτης πρωταγωνιστής να «rollin', rollin', ain't gonna worry no more» είναι να βάλει ένα ουίσκι («and watch my troubles vanish into the air»).
Εδώ έρχονται και επανέρχονται εικόνες σχεδόν ωμές, αποδοσμένες όμως με μια καλοδιάθετη μελωδική παιδικότητα. Όπως εκείνη ενός πρώην ναυτικού και αιμομίκτη ληστή, ο οποίος, βουτηγμένος στην παρακμή του, κάνει έκκληση για βοήθεια στο “Naked Man” («"Someone stop me"», he cried / As he faded from sight / "Won't nobody help a naked man?"»). Ή αυτή που σκιαγραφείται στο «Her papa was a midget / Her mama was a whore», μια εικόνα δηλαδή που αφορά τους γονείς της νύφης ενός προξενιού, η οποία θα μπορούσε να προέρχεται από τον ιδιοσυγκρασιακό φακό του Roger Ballen. Λίγους πάντως στίχους παρακάτω, ο Newman φροντίζει να επιστρατεύσει και το χιούμορ του για να απεικονίσει το αντρικό άγχος της σεξουαλικής απόδοσης: «But though I try with all my might / She will laugh at my mighty sword».
Οι ήρωες μπορούν εδώ να ζουν με αντιθέσεις: βουτηγμένος σε ψευδαισθήσεις, ο πρωταγωνιστής του “Back On My Feet Again” ζητά μεν βοήθεια από τον ψυχίατρό του (λίγο οξύμωρη βέβαια η επίσκεψη σε ψυχίατρο στον φτωχό αμερικανικό Νότο...), ανάμεσα σε ρατσιστικά ξεσπάσματα για τον νέγρο φίλο της αδερφής του, αλλά δεν μοιάζει να συμμορφώνεται: «Ain't no reason for me to stay». Δείτε το σαν μια μεταφορά, που επαναφέρει και πάλι την αίγλη του αμερικανικού ονείρου.
Στον δίσκο αυτόν, ο Randy Newman δεν γίνεται απλά ο αφηγητής μιας αθέατης Αμερικής, αλλά ο αγγελιοφόρος-σχολιαστής της. Όντας τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από εκείνους τους ανθρώπους, ξέρει να τοποθετήσει τις σωστές λέξεις και νότες για να αποδώσει την ιλαροτραγικότητα της βαθιάς Αμερικής, καταδεικνύοντας ότι, τελικά, η δυνατότητα μιας υπέρμετρης ελευθερίας και μιας ανέλιξης που καταλήγει αυτοσκοπός, γίνονται η καταδίκη της αστερόεσσας.
Τα good old boys είναι ήρωες που κουβαλούν την τραγικότητά τους από τον Σαίξπηρ, τη βαφτίζουν στις σχεδόν ψυχαναλυτικές αφηγήσεις του William Faulkner και τη στραγγίζουν με μια ευέλικτη, σκωπτική τραγουδοποιία, η οποία κάνει το χιούμορ όπλο άμυνας και όχι επίθεσης. Ήρωες που ακόμη κι αν δεν γράφουν με μελάνι στα χέρια το “Love/Hate” του Robert Mitchum από το Night Of The Hunter (1955), το φέρουν μέσα τους. Κι όμως οι σφαίρες του Randy Newman περνούν ακριβώς ανάμεσα στις γροθιές αυτές, με μόνο σκοπό να τραυματίσουν λίγο από το ύφασμα της αμερικανικής σημαίας.
{youtube}MGs2iLoDUYE{/youtube}