Όπως και με τα ελληνικά άλμπουμ, έτσι και στα διεθνή αποφασίσαμε φέτος να αποφύγουμε τη λογική της λίστας και της ψηφοφορίας. Σας παραθέτουμε λοιπόν σε αλφαβητική –και όχι αξιολογική¬– σειρά 30+1 άλμπουμ που η βασική μας ομάδα και κάποιοι εξωτερικοί συνεργάτες προτείνουν να ακούσετε από τη συγκομιδή του 2012. Και για να σας φύγει η (τυχόν) περιέργεια, αν ψηφίζαμε μεταξύ μας για το καλύτερο από αυτά, όχι, δεν θα κέρδιζαν οι Swans –φαβορί θα ήταν ο Kendrick Lamar...
FIONA APPLE: THE IDLER WHEEL IS WISER THAN THE DRIVER OF THE SCREW AND WHIPPING CORDS WILL SERVE YOU MORE THAN ROPES WILL EVER DO [Clean Slate/Epic/Sony]
Ισορροπία το δίχως άλλο οριακή είναι αυτή που επιτυγχάνει εδώ η Apple. Είναι και η μεγαλύτερη επιτυχία της. Γιατί δεν θα ήταν διόλου απίθανο παρεμφερές υλικό, κάτω από διαφορετική καλλιτεχνική στέγη και χωρίς τα κατάλληλα εχέγγυα, να κατέληγε στη λάθος πλευρά εκείνης της λεπτής γραμμής η οποία διαχωρίζει τα αριστουργήματα από τις αρλούμπες. Ελαφρώς παρανοϊκή, εξοργιστικά ευρηματική και ταλαντούχα όσο δεν παίρνει, η Fiona Apple κατορθώνει να αποφεύγει τις πομπώδεις δηθενιές που ενίοτε έχουν κατακρημνίσει τόσους και τόσους μεγαλομανείς συναδέλφους της. Το ξεχωριστό όραμά της, δοσμένο με περίσσια αυτοπεποίθηση, κερδίζει τα εύσημα και το χειροκρότημα και αυτή τη φορά.
Άγγελος Γεωργιόπουλος
CARETAKER: PATIENCE (AFTER SEBALD) [History Always Favours The Winners]
O James Kirby δανείζεται υλικό από το "Χειμωνιάτικο Ταξίδι" ("Winterreise") του μεγάλου συνθέτη Franz Schubert και φτιάχνει έναν μελωδικό, ονειρικό κόσμο, πένθιμα χαμένο μέσα σε πειραγμένες λούπες και σε ηλεκτρονικά στοιχεία που μπλέκονται διακριτικά μα θαρραλέα γύρω από το βασικό του εργαλείο –ένα λιτό πιάνο. Μελωδίες γεμάτες παύσεις, οι οποίες εμφανίζονται ήρεμα και σβήνουν αργά, όπως το φως της ημέρας σβήνει για να αφήσει χώρο στο σκοτάδι, στο λυκόφως. Ο Caretaker δημιουργεί (ξανά) ένα αριστοτεχνικό soundtrack υπαρξιακών αναζητήσεων, μέσα σε θραύσματα χρόνου.
Όλγα Σκούρτη
NENEH CHERRY & THE THING: THE CHERRY THING [Smalltown Supersound]
Δύο αρκετά διαφορετικά μουσικά στίγματα, αυτό της Neneh Cherry κι εκείνο των The Thing, με διαφορετικές καταβολές και προσανατολισμούς. Όμως το The Cherry Thing αποτελεί ό,τι ακριβώς υπονοεί ο τίτλος του: έναν κοινό τόπο. Η Cherry δεν διστάζει να παρεκκλίνει της «κανονικότητας» για να συναντήσει την ελευθεριάζουσα ιδιοσυγκρασία των The Thing, ενώ οι Σκανδιναβοί συγκρατούν το συνήθως αχαλίνωτο ταμπεραμέντο τους για να προσφέρουν το ιδανικό υπόστρωμα στις αφηγήσεις της. Η επέμβαση στις διασκευαζόμενες συνθέσεις είναι (το λιγότερο) θαρραλέα και τούτος ο δίσκος αποτελεί απλώς το επιστέγασμα μίας από τις πιο εποικοδομητικές συνεργασίες της χρονιάς.
Βαγγέλης Πούλιος
CONVERGE: ALL WE LOVE WE LEAVE BEHIND [Epitaph]
Διαθέτουν πλέον φουσκωμένη τραγουδιστική φλέβα ανάλογης διαμέτρου, αλλά κι εκείνη τη σπάνια ικανότητα να τα ρίχνουν με φουλ ταχυδύναμη και χαοτική ευκρίνεια. Τουτέστιν, εκεί που το ένα σου ημισφαίριο αντιλαμβάνεται το ολοκληρωτικό «παρ’ τα στο κεφάλι» τους, την ίδια στιγμή το άλλο (ημισφαίριο) μπορεί να λειτουργεί σε αργή κίνηση και να επεξεργάζεται κάθε λεπτομέρεια του κακού χαμού σε μορφή ήχου. Κάθε δευτερόλεπτο, σε κάθε συγχώνευση του γενικού με το ειδικό, πώρωση κι ευδαιμονία. Πόσοι μπορούν να το προκαλέσουν αυτό στους ανθρώπους;
Διονύσης Κοτταρίδης
LANA DEL REY: BORN TO DIE [Polydor/Universal]
Εκ πρώτης όψεως, το Born To Die είναι ένα χαρακτηριστικά αμερικάνικο μέινστριμ άλμπουμ, το οποίο ξεκινά με έμφαση, προχωράει αργά και γνωρίζεις ότι στην πορεία μπορεί να χαλάσει ή να παραγίνει απαθές. Το κοντράλτο της Lana Del Rey δείχνει αρκετές φορές να εκτιμά την περαστική ιδέα, να επιλέγει ρυθμικά σχήματα, να χρυσώνει πίσω απ’ τα φλας μια μελαγχολία που το κάνει ν’ ακούγεται απροστάτευτο, να διαρρέει μέσα από μικρές ρωγμές την αδυναμία μιας ανωριμότητας. Υπάρχουν κομμάτια που ’ναι πραγματικά εξαιρετικά (“Born To Die”, “Video Games”) κι αρκετά άλλα που δεν πηγαίνουν πουθενά, λες και δεν αφέθηκαν ελεύθερα μα τοποθετήθηκαν εξαρχής εντός στενών πλαισίων κι επιταγών. Αυτό ακριβώς, ωστόσο, είναι κι η ανθρώπινη πλευρά σε μια αδυσώπητη βιομηχανία, κάνοντάς μας να υποψιαζόμαστε πως μακριά απ’ τα λεφτά του μπαμπά και τα αυτόγραφα, στα καμαρίνια, ίσως η εικόνα να μη μένει απαστράπτουσα και η αίγλη της να φεύγει μαζί με το μέικ-απ.
Πάνος Πανότας
EL-P: CANCER 4 CURE [Fat Possum]
Γνωστός για τις περίεργες ενορχηστρώσεις του και τις περίπλοκες, εκλεκτικές δομές του στα beats, o El-P φαίνεται να κάνει ένα βήμα πίσω εδώ, δημιουργώντας έναν δίσκο πιο βατό, για το ευρύ κοινό. Η επιθετικότητα και η δημιουργικότητα, πάντως, δεν κάνανε κανένα βήμα πίσω: το άλμπουμ ηχεί σαν μουσική χειροβομβίδα που εκτοξεύει θραύσματα προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ και το rapping ακολουθεί κατά πόδας, συμπληρώνοντας το δυναμικό αποτέλεσμα.
Τάσος Μαγιόπουλος
BRIAN ENO: LUX [Warp]
Μπορεί να μη κόμισε γλαύκες στην Αθήνα, αλλά αυτός ο άνθρωπος έχει τη μοναδική ικανότητα να σε γυρίσει στην πηγή της ακρόασης. Κάθεσαι δηλαδή κι ακούς τις ισοτονίες του και στοχάζεσαι την ίδια τη φύση της μουσικής. Μινιμαλιστικός όσο δεν παίρνει ακόμα και στους τίτλους των 4 συνθέσεων (οι οποίες απλά αριθμήθηκαν από το 1 έως το 4), ο Brian Eno επέστρεψε μετά από χρόνια στο απόλυτο ambient, εντούτοις το έκανε με μια απλότητα και ευθύτητα που σε βάζει σε σκέψεις για το υψηλό μουσικό IQ του.
Στυλιανός Τζιρίτας
BILL FAY: LIFE IS PEOPLE [Dead Oceans]
Γίνεται γκράντε όταν το επιθυμεί με τις φουλ ενορχηστρώσεις του και τις λεπτομέρειές του στο πιάτο, σαν ποπ κονσέρτο περιωπής, δίχως να βερμπαλίζει, δίχως να θέλει να τα πει όλα σε πέντε λεπτά μέσα. Παίρνει την πεζότητα και τη διαλύει στον ήχο, με τον άνθρωπο πάντα παρών. Κι εκεί που θαρρείς πως καταφεύγει στο μελό, κάνει ένα έτσι και σαμποτάρει ορισμούς και στρίβει αντιλήψεις. Δεν είναι διδακτικό, σε πείθει ξανά και ξανά ότι είναι αληθές. Ούτε γραφικό, ούτε ξεπερασμένο, υπάρχει τώρα και είναι σχετικό –και χθες θα ήταν και όποτε να ’ναι στο μέλλον. Σαράντα δύο επικλήσεις στον Κύριο διαθέτει κι όμως πάω στοιχηματάκι πως ακόμα και Νορβηγός εμπρηστής θα το άκουγε στα μουλωχτά τα βράδια.
Διονύσης Κοτταρίδης
FLYING LOTUS: UNTIL THE QUIET COMES [Warp]
Καθαρά σε επίπεδο ήχου πιθανώς πρόκειται για το αριστούργημά του –νομίζω κάπου το διάβασα, τυχαίνει να συμφωνώ. Όλες οι ιδέες του ανδρός, απ’ τη μέρα 1983 μέχρι και το αναγεννησιακό Cosmogramma, αποτυπωμένες τόσο ιδανικά, στα όρια του μη πιστευτού: χωροθεσία, ισορροπία, ανάδραση, βιωσιμότητα, απτότητα, ελαστικότητα, ο ήχος αποκτά έμβιες ιδιότητες διαχωριζόμενος πλήρως απ’ την τετραγωνισμένη λογική ακόμα και των κορυφαίων εξασκητών του προσωπικού υπολογιστή. Κι ας μην σπεύσουμε να απλοποιήσουμε θεωρώντας όλα ετούτα, τα περί ήχου, αμιγώς τεχνικά χαρακτηριστικά που αφορούν μονάχα κάποιους ειδικούς.
Διονύσης Κοτταρίδης
GOJIRA: L' ENFANT SAUVAGE [Roadrunner]
Καλλιτεχνικής ελευθερίας ασπαζόμενο, το L' Enfant Sauvage αποδεικνύεται σοφότερο και ακόμα πιο ογκώδες των προκατόχων του, αγκαλιάζοντας μια πνευματικότερη εκφραστική δίοδο. Είναι αυτή η «πράσινη» δυναμική της μπάντας, η οργισμένη ουμανιστική ματιά και η κοχλάζουσα κραυγή αγωνίας, η οποία διαπερνάει τον ακροατή και τον συνταράσσει συθέμελα. Τεχνική αρτιότητα σε τέλειο συγκερασμό με μια οργισμένη μελωδικότητα η οποία δεν γνωρίζει όρια ανάμεσα σε death metal ομοβροντίες, thrash τραχύτητα και extreme metal απολυτότητα. Ανυπέρβλητη απόδοση μιας πρώτης ύλης όλο και πιο σπάνιας, άρα όλο και πιο πολύτιμης.
Άγγελος Γεωργιόπουλος
GRIZZLY BEAR: SHIELDS [Warp]
Η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και συναισθήματα όπως ο φόβος και η απομόνωση, η ανάγκη για το μαζί και η ανάγκη για χώρο, ντύνονται με μουσικές οι οποίες ξεφεύγουν από την πεπατημένη, καθώς και με γυρίσματα, παύσεις και ανατροπές, με πειραματισμούς που έχουν όμως αρχή, μέση και τέλος, με εξερεύνηση σε μονοπάτια που μπορεί (σε κάποιους) να μοιάζουν ελαφρώς κόντρα σε ό,τι μας έχουν συνηθίσει οι Bear. Η επιτυχία, ωστόσο, βρίσκεται στην απόδοση και προσέγγιση των κόντρα ρόλων –κι εδώ η μπάντα δείχνει ότι τα καταφέρνει περίφημα.
Όλγα Σκούρτη
EYVIND KANG: THE NARROW GARDEN [Ipecac]
Πέραν του ιδίου του Kang, χρειάζονται τρεις δεκάδες παίχτες για να στηθεί γεώτρηση η οποία –με κάθετο άξονα τη Δυτική λογιότητα– διαχέεται στην κεντροευρωπαϊκή ύπαιθρο, στα όρη του Καυκάσου, στη Μικρά, στη μέση και στη βαθιά Ασία. Οι αισθητικές συγγένειες προσφέρονται υπό τη μορφή δαντελένιων μελωδιών, οι δυσαρμονίες τονίζουν ακόμα περισσότερο την εύθραυστη φύση των μελωδιών, κι εσύ μένεις να θαυμάζεις. Συνήθως από μια σχετική απόσταση.
Διονύσης Κοτταρίδης
JACOB KARLZON 3: MORE [Act]
Ο βιρτουόζος Σουηδός δεν στέκει γυμνός μέσα στην αρτιότητα της τεχνικής του. Δεν είναι μόνο οι εκπληκτικές δυναμικές του κλαβιέ του, δεν είναι μόνο το θαυμάσιο ντουέτο που τον συνοδεύει, δεν μιλάμε μόνο για τον απόλυτα επιτυχημένο τρόπο με τον οποίον χειρίζεται τα ηλεκτρονικά μέσα το ίδιο επιδέξια με το Steinway πιάνο του. Πάνω απ' όλα, είναι η θαυμάσια αίσθηση της ενορχήστρωσης που τον διακρίνει, η οποία κάνει το More έναν απολαυστικό δίσκο που ρέει κοντά δύο μήνες συνεχώς στην όποια σιντιέρα τοποθετήθηκε.
Στυλιανός Τζιρίτας
KTL: V [Editions Mego]
Αλλού λαλάνε οι κόκορες, μα από αλλού βγαίνει ο ήλιος. Το ντουέτο βάζει κάτω τους αφιονισμένους doom οπαδούς και τους αναγκάζει να σκεφτούν και κάτι πέρα από πόσο θόρυβο μπορεί να παράγουν 335 γεννήτριες μαζί. Λυρικότητα και εσωτερισμός, σε έναν δίσκο που ήδη από το θαυμάσιο εξώφυλλό του ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται κυρίως περί καλλιτεχνικής δήλωσης, παρά για ακόμα ένα πόνημα μιας χαοτικής κατάστασης ήχου.
Στυλιανός Τζιρίτας
KENDRICK LAMAR: good kid, M.A.A.D. city [Interscope/Universal]
Καθ' όλη τη διάρκεια του άλμπουμ, ο Kendrick Lamar πηγαίνει πίσω στον χρόνο και τραγουδάει ως εκδοχή του τότε εαυτού του, μιλώντας για ιστορίες καθημερινής τρέλας τις οποίες ζει κάθε νέος της ηλικίας του στα υποβαθμισμένα προάστια των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, αλλά και για πιο κοινά θέματα –σαν την ανθρώπινη απώλεια, τα ναρκωτικά, την επιλεκτική αυστηρότητα της αστυνομίας, τις διαφυλετικές σχέσεις και την οικογένεια (ανάμεσα σε άλλα). Όλα ειδωμένα μέσα από ένα πρίσμα ενδοσκόπησης και σκεπτόμενης αντίληψης, μακριά από τον κρετινισμό και την ισοπέδωση που διακρίνει ένα μεγάλο κομμάτι του σημερινού hip hop. Ενσαρκώνοντας, πράγματι, την ιστορία ενός good kid σε μια mad city.
Τάσος Μαγιόπουλος
BILL LASWELL: MEANS OF DELIVERANCE [Innerhythmic]
Στην περίπτωση που κάποιος περίμενε να ξεχύνεται μια πολυρυθμική μηχανή –εξ αιτίας της γνωστής εμπλοκής του Laswell με την αφρικανική μουσική σε παραγωγές και σε προσωπικά άλμπουμ– εδώ θα βρεθεί μπροστά σε έναν δίσκο γεμάτο χαλαρότητα, ο οποίος συνειδητά απομακρύνει τον δημιουργό του από τον ήχο των μητροπόλεων, «παραδοσιακό» τοπίο στις μέχρι τώρα καταθέσεις του. Όπως εξήγησε και σε συνεντεύξεις του ο πρωτοκλασάτος μουσικός, χρησιμοποίησε εδώ το μπάσο όχι με διάθεση συνθετικής πρωτοπορίας μα περισσότερο προς τιμήν της μουσικής την οποία είχε στα αυτιά όταν μεγάλωνε στο Κεντάκι (όπου και γεννήθηκε).
Στυλιανός Τζιρίτας
MESHUGGAH: KOLOSS [Nuclear Blast/Rockarolla]
Οι Meshuggah του Koloss μπαίνουν με τσαμπουκά, ως «ο μεγάλος Λεβιάθαν, ο αχόρταγος Κολοσσός». Σε στέλνουν για μεταλλαγμένες thrash βρούβες, παίζουν prog νοητικά παιχνίδια με τους εγκεφαλικούς σου νευρώνες και κλείνουν το άλμπουμ με ένα απίστευτο οργανικό (“Last Vigil”), το οποίο σαν αίσθηση έχει κάτι από το ενδοσκοπικό post-rock των πάλαι ποτέ κραταιών ημερών, παρά κάτι από τη δυσεντερία της συνήθους τραγουδοποιίας τους. Εξαιρουμένου του φινάλε, στο υπόλοιπο άλμπουμ κυριαρχεί η γνωστή άρρωστη ατμόσφαιρα των Σουηδών, τα περίφημα djent, η ιλιγγιώδης αρχιτεκτονική. Ταυτόχρονα, όμως, το Koloss επιδιώκει να φανεί πιο προσιτό από το ObZen. Το κάνει δειλά, αλλά το κάνει. Τονίζει και το σκεπτόμενο, μαζί με το ακραίο. Βαραίνει εδώ κι εκεί τον ήχο, μα την ίδια στιγμή οι συνθέσεις γίνονται μικρότερες σε διάρκεια και οι κιθάρες (ψιλο)σλατζάρουν.
Χάρης Συμβουλίδης
MONOLAKE: GHOSTS [Imbalance Computer Music]
Το Ghosts αποτελεί μια περαιτέρω εξερεύνηση των όσων βασικά άκουσες στο Silence (2009), όπου και στοιχειοθετήθηκε η μορφολογική και αισθητική ραχοκοκαλιά αυτού του αφαιρετικού techno με τα αφηρημένα ηχητικά πεδία και το ανοιχτό φλερτ με τα dubstep δρώμενα –κάτι σαν Βερολίνο καλεί Λονδίνο, με την έμφαση να δίνεται στο εγκεφαλικό και όχι στο dance στοιχείο. Υπάρχουν και αμιγώς καλλιτεχνικές παράμετροι, κυρίως η σταθερή επιδίωξη για μια ελλειπτική ηλεκτρονικότητα: συγκροτημένη μεν στη βάση μιας άκαμπτης ρυθμολογίας, μα με πανιά ανοιγμένα προς μια μετα– αισθαντικότητα. Αισθαντικότητα του Δυτικού άστεως με φόντο τον 21ο αιώνα, φιλοσοφημένη και συναισθηματική, με μια εσάνς από τα ανδροειδή του Blade Runner.
Χάρης Συμβουλίδης
MOTORPSYCHO & STÅLE STORLØKKEN: THE DEATH DEFYING UNICORN - A FANCIFUL AND FAIRLY FAR-OUT MUSICAL FABLE [Rune Grammofon]
Είτε βαδίζουν πάνω σε ένα χαρντ ροκ τερέν, είτε τοποθετούνται επί ενός σύγχρονου κλασικισμού, είτε αφήνονται στο ολιστικό τους progressive, είτε λαμβάνουν καίρια δάνεια από την τζαζ γλώσσα, είτε πασπαλίζουν τις γραμμές τους με μία ψυχεδελική χρυσόσκονη, τα αποτελέσματα είναι θαυμάσια. Ο δίσκος θα μπορούσε να ειδωθεί και ως δείγμα ενός νέου τύπου fusion, η πληρότητα του οποίου συνίσταται στην εξαιρετική απόδοση των επιμέρους στοιχείων που το συναποτελούν. Ο συνδυασμός δε σύγχρονων και παλαιότερων μουσικών πρώτων υλών, όπως και η μυθική του θεματολογία, φέρνει στο Death Defying Unicorn έναν αέρα διαχρονικότητας. Κάνοντάς το να στέκεται με άνεση απέναντι σε αντίστοιχες απόπειρες του παρελθόντος –αναφέρω ενδεικτικά το In The Wake Of Poseidon των King Crimson, κυρίως λόγω της παρεμφερούς θεματολογίας.
Βαγγέλης Πούλιος
FRANK OCEAN: CHANNEL ORANGE [Def Jam/Universal]
Από τα πιο περιπετειώδη και ενδιαφέροντα ακούσματα των τελευταίων χρόνων, με δυναμική μελλοντικού classic, το Channel Orange εντυπωσιάζει με την πολυσυλλεκτικότητα των επιρροών και ήχων του: αφουγκράζεται όλο το φάσμα της μέχρι τώρα «μαύρης» μουσικής, έχοντας παράλληλα το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον. Έτσι, δεν το έχει σε τίποτα να εμπνέεται από την παραδοσιακή soul σε ένα κομμάτι και από τον ήχο των Weekend στο αμέσως επόμενο. Σε κάθε στροφή του, ο δίσκος φροντίζει να σε εκπλήσσει είτε με τις εμπνευσμένες μελωδίες του, είτε με την εναλλαγή στυλ και διαθέσεων –ακόμα και μέσα στο ίδιο κομμάτι.
Τάσος Μαγιόπουλος
WADADA LEO SMITH: TEN FREEDOM SUMMERS [Cuneiform]
Τρομπετίστας και συνθέτης, ο Wadada Leo Smith ολοκληρώνει με τα Δέκα Καλοκαίρια της Ελευθερίας ένα project χρόνων και μέσα σε 4,5 ώρες επιχειρεί να περιγράψει με νότες την ταραγμένη ιστορία των πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων των Αφροαμερικανών. Γραμμένος για δύο ορχήστρες (ένα τζαζ κουιντέτο και μια εννεαμελή ορχήστρα δωματίου), τούτος ο δίσκος φορτώνεται με πυκνά νοήματα, μια σχεδόν συνταρακτική εσωτερική ένταση κι ένα αξιοθαύμαστο εκφραστικό εύρος. Και αποκτά εν τέλει μία ποιότητα που (έστω και δυνητικά) καθιστά κάποια μουσικά έργα κλασικά.
Βαγγέλης Πούλιος
DAVE STAPLETON: FLIGHT [Edition]
Ένας δίσκος-πτήση πάνω από τις παγωμένες βόρειες θάλασσες, μέσα από τις μελωδίες του συνθέτη και πιανίστα Dave Stapleton, ο οποίος αποφάσισε φέτος να συνταιριάξει το δικό του τζαζ κουαρτέτο με το κουαρτέτο εγχόρδων Brodowski. Εδώ αιχμή του δόρατος αποτελεί το παίξιμο του νεαρότατου Σκανδιναβού Marius Neset στο τενόρο σαξόφωνο, αλλά και τα κρουστά του Olavi Louhivuori. Μια σουίτα με 10 μέρη, που ισορροπεί εξαιρετικά μεταξύ αυτοσχεδιαστικής διάθεσης και λυρικών αναφορών στη λόγια μουσική, καθώς αγγίζει τις γραμμές του Jan Garbarek και του Tord Gustavsen, με άψογη σχέση κρουστών/πνευστών/εγχόρδων και με το πιάνο του Stapleton να δίνει έντονη φόρτιση σε μινιμαλιστικούς τόνους.
Όλγα Σκούρτη
SWANS: THE SEER [Young God]
Δεν είναι η δίωρη διάρκεια, δεν είναι η Jarboe, ούτε είναι η απόκοσμη μυσταγωγία που καθιστά το The Seer έναν δίσκο που σοκάρει. Δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς δίσκος των Swans που να μην σοκάρει και δεν υπάρχει πτυχή των Swans που να μην εκπροσωπείται εδώ. Ένα άκουσμα διορατικό, που, με διαφορετική οπτική σε κάθε μία από τις πλευρές του, ανακινεί συναισθήματα και φοβίες και –μέσα από την αναμέτρησή τους– δίνει μια προσεκτική, ακροθιγή περιγραφή των ορίων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κάλλια Κακαλέτρη
JOHN TALABOT: fIN [Permanent Vacation]
Ο John Talabot ήταν στα '00s ο τύπος που θα έβρισκες στις σελίδες του Resident Advisor ή στο Incoming του Δημήτρη Λιλή, ένας αναγνωρίσιμος DJ στο techno κύκλωμα της Βαρκελώνης, ο οποίος προσπαθούσε να φτιάξει μουσική στο ύφος του καταλόγου της Bpitch Control. Φέτος όμως το έριξε στην περιπλάνηση, βρήκε τα δικά του βήματα και περπάτησε στο σύνορο μεταξύ deep house, nu-disco και indie pop, με τρόπο τέτοιον ώστε απορώ για το πώς και δεν κατέκτησε τους hipsters των free press, του Key και της Αβραμιώτου, γενόμενος κάτι σαν Caribou του 2012. Ίσως γιατί το "When The Past Was Present" πέρασε στα mainstream ραδιόφωνα, θολώνοντας τα νερά; Φυσικά και το μίγμα διέθετε και άφθονη ρετρό διάθεση, μαζί με ναϊντίλα. Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να κάνεις κάτι τέτοιο να βγει υπέρ σου και να ακούγεται νεανικό, αντί για ήχος φτιαγμένος για 30άρηδες;
Χάρης Συμβουλίδης
TAME IMPALA: LONERISM [Modular Recordings]
Όμως το Lonerism δεν λειτουργεί απλά σαν μια επισφράγιση των όσων έχουν λεχθεί για τη διαφαινόμενη προοπτική των Tame Impala από το ομότιτλο EP και μετά. Επί της ουσίας αποσπά το συγκρότημα από τη γενικόλογη κατηγορία των σύγχρονων τιμητών της 1960s αισθητικής και το κατατάσσει σε μια άλλη κατηγορία, όπου η παρέα είναι μικρή και ο πήχης δυσπρόσιτος. Είναι δηλαδή ένα άλμπουμ με την ποπ ιδιότητα της εύκολης κατάποσης. Και αποκομίζει τη συγκεκριμένη εύπεπτη ιδιότητα επιδεικνύοντας ευφυΐα και συνθετική μαεστρία στα πρότυπα ιστορικών ποπ ηχογραφημάτων
Κάλλια Κακαλέτρη
THE TOURÉ-RAICHEL COLLECTIVE: THE TEL AVIV SESSION [Cumbancha]
Το ρολάρισμα της τετράδας είναι για μουσικό λεξικό. Ο επιμερισμός των ευθυνών είναι τόσο φυσικός όσο κι οι κινήσεις του καθενός μεταξύ προσκηνίου και παρασκηνίου. Τα αυστηρά όρια της τραγουδιστικής φόρμας, όσο και τα πιο χαλαρά του αυτοσχεδιασμού, λειτουργούν εξ ίσου απελευθερωτικά για τους μουσικούς, με αποτέλεσμα την παραγωγή είτε εύμορφων ποπ ασμάτων τα οποία υπερβαίνουν την πολιτισμική γεωγραφία αγνοώντας τα εμπόδια που αυτή θέτει, είτε εύθραυστης, γκρουβαριστής ψυχεδέλειας που φέρει τη θλίψη, φέρει και την ελπίδα του ευρύτερου τόπου στον οποίον συντέθηκε.
Διονύσης Κοτταρίδης
VERNERI POHJOLA QUARTET: ANCIENT HISTORY [Act]
Ο ήχος του Verneri Pohjola στο Ancient History έχει γίνει ακόμα πιο ακριβής. Η ζεστασιά του έχει ενταθεί, παράλληλα όμως υπάρχει τώρα και μια αψάδα που δεν έβρισκες πριν. Ως αποτέλεσμα, ακούγεται μια επικεντρωμένη κορνέτα η οποία σε πιάνει από τα πρώτα δευτερόλεπτα ακρόασης και δεν σε αφήνει. Επίσης, ο αυτοσχεδιασμός του πιανίστα Aki Rissanen έχει ανέβει στη μίξη και μάλιστα με ένα πολύ ιδιαίτερο γρέζι/παραμόρφωση στην ηχοληψία, με αποτέλεσμα να προσθέτει ένα ιδιόμορφο «τείχος» από πίσω. Και η μπατερί του Joonas Riippa κινείται σε διαφορετικούς δρόμους από τους κλασικούς κόντρα ταμπούρου και άρσης που γνωρίζουμε από όσες ηχογραφήσεις βαδίζουν σε μετα-bop και μετα-Miles Davis καταστάσεις. Ο τυμπανιστής έχει ενσωματώσει λογικές που περισσότερο σε post-rock οικοδομήματα ομοιάζουν, παρά στο Birdland της Νέας Υόρκης.
Στυλιανός Τζιρίτας
VIJAY IYER TRIO: ACCELERANDO [Act]
Ο Vijay Iyer έχει από καιρό διαμορφώσει μία αρκετά ώριμη μουσική προσωπικότητα και πότε φέρνοντας στα μέτρα αυτής τυπικές μεθόδους της πιανιστικής τζαζ, πότε αναζητώντας εν λευκώ μία διέξοδο προς τα εμπρός, οδηγεί το τρίο του σε μία δεύτερη (μετά το Historicity του 2009) συνεχόμενη επιτυχία. Με το ευρηματικό rhythm section των Marcus Gilmore και Stephan Crump και μια μελωδική ανάπτυξη που σε σημεία γίνεται ιδιοφυής, το Accelerando δείχνει ένα λαμπρό παρόν, προδιαγράφοντας ίσως και ένα ακόμα λαμπρότερο μέλλον.
Βαγγέλης Πούλιος
VOICES FROM THE LAKE: VOICES FROM THE LAKE [Prologue]
Τι εννοούμε όμως με αυτήν την after hours techno ταμπέλα που φοράμε στο συγκεκριμένο άλμπουμ; Δεν εννοούμε τίποτα σχετικά με το lounge, να ξεκαθαριστεί εξ αρχής. Εννοούμε ότι, χωρίς να θιχτεί το άκαμπτο μετρικό κομμάτι του techno και χωρίς κανένα μελωδικό εξτρά –λ.χ. πιάνο ή έγχορδα– ξεπηδά μια συγκεκριμένη υφή από τα ελλειπτικά μοτίβα των δύο Ιταλών παραγωγών, η οποία καταλήγει να συγκροτήσει ιδιαίτερη αισθητική και ηχητική ταυτότητα. Βρίσκεσαι έτσι λίγο αιφνιδιασμένος, γιατί μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα πείθεσαι να δυναμώσεις την ένταση χωρίς όμως αυτό να έχει να κάνει με τη dance φύση του techno που ακούς: παραμένεις στις εγκεφαλικές σου διαδρομές και στην ιδιωτική σου νιρβάνα, μα νιώθεις και τη μέθεξη του club.
Χάρης Συμβουλίδης
JESSIE WARE: DEVOTION [PMR/Island/Universal]
R'n'B στο πνεύμα των καιρών μας, απόηχοι λουσάτης αμερικάνικης soul της 1960s ποικιλίας που έχουμε μάθει να λογίζουμε ως «κλασική», ποπ λογική όπως τη δίδαξε και την υπερασπίζεται δεκαετίες τώρα η Βρετανία, ακόμα και κάποιες alt rock πινελιές σε όσες παραγωγές έχει υπογράψει στο Devotion ο Dave Okumu. Ακόμα κι αν δεν εγκαταλείπεις ποτέ τη σκέψη ότι η Jessie Ware μπαίνει στη δισκογραφία με στόχο να πάρει κάτι από την πίτα της Adele, υποκλίνεσαι μπροστά σε ένα ντεμπούτο που ξέρει να παντρεύει το επίκαιρα μαζικό με το αισθησιακό και το σοφιστικέ όσο πολύ λίγα στον ήχο τον οποίον εκπροσωπεί. H φράση «υγιές mainstream» θα μπορούσε να συνοδεύεται από το εξώφυλλο του Devotion –τουλάχιστον για το 2012.
Χάρης Συμβουλίδης
JOHN ZORN: MOUNT ANALOGUE [Tzadik]
Αποτελείται από ένα και μόνο κομμάτι (διάρκειας περίπου 40 λεπτών) και –σύμφωνα με τον Zorn– είναι εμπνευσμένο από τις διδαχές του Γκουρτζίεφ. Το Mount Analogue συνιστά ένα λεπτό σημείο, στο οποίο συναντώνται ο ανατολίτικος μυστικισμός με κλασικούς ή τζαζ δρόμους. Ανοικτό στον αυτοσχεδιασμό (ή/και στον αναστοχασμό), το άλμπουμ περιστρέφεται γύρω από ένα κεντρικό θέμα, το οποίο διαφεύγει προς διαφορετική κάθε φορά κατεύθυνση. Και συνιστά, ίσως, μία από τις πιο μεστές καταθέσεις του Zorn τα τελευταία χρόνια.
Βαγγέλης Πούλιος