Τρέφω μια ιδιαίτερη αδυναμία στις ροκ βιογραφίες. Βούρκωσα με το Just Kids της Patti Smith, γέλασα με το I Αm Ozzy, ρούφηξα το Life του Keith Richards λες και δεν ήξερα απ’ έξω κι ανακατωτά την ιστορία των Stones και πήρα μαθήματα ταπεινότητας από το Chronicles του Dylan. Ένα κακό έχουν μόνο τα βιβλία αυτά: σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν το να μαθαίνεις για τα παιδικά χρόνια ενός μουσικού, τις περιπέτειές του με τα ναρκωτικά, το πώς βίωσε τη δημιουργία ενός άλμπουμ κλπ., έχει κάποια σχέση με την ουσία της τέχνης του.
Στο How Music Works, που κυκλοφόρησε το περασμένο φθινόπωρο από τις εκδόσεις Canongate, ο ανήσυχος πρώην μπροστάρης των Talking Heads David Byrne επιχειρεί να συνθέσει ένα ιδιόμορφο παζλ. Μολονότι εξερευνεί αυτοβιογραφικά τους σημαντικούς σταθμούς της μέχρι τώρα πορείας του, εξετάζει παράλληλα κάθε πτυχή του πλούσιου σύμπαντος που ονομάζεται μουσική. Καταπιάνεται, ας πούμε, με το πέρασμα από τον αναλογικό στον ψηφιακό ήχο. Με τα επιχειρηματικά μοντέλα των δισκογραφικών εταιριών. Με τη θεωρία ότι ο χώρος στον οποίο παρουσιάζεται ένα μουσικό έργο έχει άμεση σχέση με το ίδιο το έργο και τη δημιουργία του. Με τα αποστειρωμένα ωδεία και τον λάθος τρόπο που προσεγγίζουν τη μουσική. Χρησιμοποιώντας απλή γλώσσα, μινιμαλιστική εικονογραφία (στη σταχωμένη έκδοση του βιβλίου) και δόσεις χιούμορ, σου δημιουργεί την εντύπωση πως διαβάζεις κάτι εύπεπτο και καθόλου βαθυστόχαστο.
Ο Byrne είναι ένας διανοούμενος χωρίς σοβαροφάνεια. Ένας παρατηρητής της ζωής με γουρλωμένα μάτια, γεμάτα απορία. Ένας υπέρμαχος της απόλυτα ελεύθερης έκφρασης, αλλεργικός στις γενικολογίες. Με την ίδια ευκολία που μας μυεί στη Μουσική των Ουράνιων Σφαιρών μέσα από τις αναζητήσεις του Πυθαγόρα, μας μεταφέρει και στα υγρά κλαμπ των μέσων της δεκαετίας του 1970 και στις απαρχές του νεοϋορκέζικου πανκ. Από τις μέρες που έπαιζε γιουκαλίλι στους δρόμους του Μπέρκλεϋ για λίγα δολάρια στο καπέλο, μέχρι την πρόσφατη συνεργασία του με την St. Vincent, δεν νοσταλγεί τίποτα. Η ηχογράφηση του αριστουργηματικού ντεμπούτο των Talking Heads ήταν για εκείνον «μια δυσάρεστη εμπειρία» που δεν αποτύπωσε με ακρίβεια τον ήχο του γκρουπ. Κι όσο για τη ρομαντική αλητεία του Lower East Side –της περιοχής όπου στεγαζόταν το ιστορικό κλαμπ CBGB– έπαυε να είναι ρομαντική όταν ο ίδιος έβλεπε άστεγους να κάνουν την ανάγκη τους στους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ.
Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι σελίδες όπου περιγράφει τη δημιουργία του άλμπουμ My Life In The Bush Of Ghosts, στο πλευρό του Brian Eno. Το αξιοπρόσεκτο εδώ είναι η πλήρης αδιαφορία του για τη διεκδίκηση δαφνών ως ο καλλιτέχνης που διέδωσε στο ευρύ κοινό την τεχνολογία των samples, παρ’ ότι πολλοί του το αναγνωρίζουν. Αντιθέτως, αναφέρει πως σε ένα άλλο μέρος του κόσμου, τη Γερμανία, ο πολυμήχανος Holger Czukay των Can μοιραζόταν παρόμοιες καλλιτεχνικές αναζητήσεις.
Ύστερα βγάζει έξω το κομπιουτεράκι. Χωρίς φόβο και πάθος, παραθέτει το ακριβές ποσό που έβαλε στην τσέπη με το άλμπουμ Grown Backwards (2004) –όλο το deal που είχε κάνει με την εταιρία, με τα θετικά και τα αρνητικά του. Υπολογίζει το ποσοστό των εσόδων που αναλογεί στη δισκογραφική εταιρία με την ψηφιακή αγορά ενός δίσκου από το iTunes, το ποσοστό που κρατάει το ίδιο το iTunes και το, μικρό ομολογουμένως, τμήμα της πίτας το οποίο απομένει στον δημιουργό (για να μην μείνετε με την περιέργεια, μόλις 14%). Με αξιοσημείωτη εντιμότητα, παραδέχεται πως είναι άλλο πράγμα το να κυκλοφορεί ένα όνομα με εδραιωμένη φήμη τον δίσκο του μέσω της ανεξάρτητης οδού χωρίς να επενδύσει χρήματα στο μάρκετινγκ (όπως έπραξαν με τον Eno στην περίπτωση του Everything That Happens Will Happen Today το 2009) και τελείως διαφορετικό να το κάνει ένας πρωτοεμφανιζόμενος ή μικρής εμβέλειας μουσικός.
Πέρα από την αδιαμφισβήτητη αξία του ως ένας στιχουργός που περιέγραψε χωρίς ποιητική φιοριτούρα την αστική ζωή, πειραματιζόμενος παράλληλα με πολλά μουσικά είδη (άλλες φορές πετυχημένα, άλλες όχι), ο Byrne είναι για μένα πρότυπο μουσικόφιλου: έχει διευρυμένους ορίζοντες, δεν φοβάται να πει τη γνώμη του, αλλά δεν είναι και απόλυτος για τίποτα. «Υπάρχουν κάποια κλασικά έργα που πραγματικά απολαμβάνω» εξηγεί «αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τον Μπαχ, τον Μότσαρτ ή τον Μπετόβεν –και δεν νιώθω καθόλου άσχημα γι’ αυτό». Ο τρόπος που υπερασπίζεται τον ερασιτεχνισμό, ο επαναπροσδιορισμός της ίδιας του της καλλιτεχνικής ταυτότητας με κάθε νέο του πρότζεκτ, η ευρεία γκάμα των ειδών που παρακολουθεί, φανερώνουν έναν 60άρη με προσλαμβάνουσες και δίψα εφήβου. «Υπάρχει χώρος για όλους μας» τονίζει. «Όπως και σε πολλούς άλλους, μου άρεσε το “Umbrella” της Rihanna και το “Ain’t No Other Man” της Christina Aguilera. Πολλές φορές, η εμπορική ποπ είναι το μόνο που θέλω, αλλά δεν το θέλω εις βάρος όλων των άλλων». Λίγο παρακάτω, θα αναφερθεί στον «απίστευτο» ήχο των Sunn O))), υποκλινόμενος στην «όμορφη, σκοτεινή πλευρά της ambient».
Στο τέλος του How Music Works αντιλαμβάνεται κανείς πως, μιλώντας για τον εαυτό του και την καριέρα του, ο Byrne δεν αποσκοπεί στο να βάλει τα πράγματα στη θέση τους ή να θρέψει τον ναρκισσισμό του. Ο μόνος λόγος που ρίχνει φως στο παρελθόν του είναι για να εξηγήσει πώς κατέληξε στις απόψεις τις οποίες εκφράζει. Αναζητά, δηλαδή, χειροπιαστά παραδείγματα που θα κάνουν λίγο πιο συγκεκριμένα όσα υπερασπίζεται. Προσωπικά, δεν έχω διαβάσει πιο πλούσιο, πιο ουσιαστικό και πιο συναρπαστικό βιβλίο μουσικής.