Για μουσικούς που έχουν συμπληρώσει μια εικοσιπενταετία δράσης, σαν το ντουέτο των Jason Reece και Conrad Keely καλή ώρα, το στοίχημα κάθε νέας δισκογραφικής δουλειάς είναι κατά πόσον μπορούν να ανανακαλύψουν ξανά εκείνη τη σπίθα μέσα τους, που τους οδηγούσε κατά τη σφριγηλότητα της νεότητας, και να τη μετατρέψουν ξανά σε πυρκαγιά. Η ζαριά που φέρνουν στο δέκατο άλμπουμ τους είναι κάπως διφουρούμενη: ούτε ντόρτια ούτε εξάρες.
Από τη μία, αναγνωρίζεις από την πρώτη κιόλας ακρόαση ότι εδώ η μπάντα είναι πιο συγκεντρωμένη και ορεξάτη σε σχέση με την προηγούμενη φορά. Οπωσδήποτε βοήθησε η μεγάλη αποχή τους από τη δισκογραφία: το IX κυκλοφόρησε το 2014, κι έκτοτε ο Keely έζησε αποτραβηγμένος στην εξωτική Καμπότζη. Όπως και να ‘χει, υπάρχει μια αποφασιστικότητα εδώ για κάτι συνεκτικό και εντοπίζονται κάμποσα απτά αποτελέσματα αυτού του focus.
Υπάρχει, κατ’ αρχάς, το εξαιρετικό “Don’t Look Down”, εκεί στο μέσον περίπου της διαδρομής, που αποτελεί ένα ταμάμ σινγκλ. Υπάρχουν επίσης κομμάτια όπως τα “Into The Godless Void”, “Gravity” και “Blade Of Wind”, που καταφέρνουν να βρουν πιασάρικες αναδιατάξεις της γνωστής Trail Of Dead φόρμουλας. Αλλά και γενικότερα, η μπάντα δεν το κουράζει πολύ, κρατά τις συνθέσεις σύντομες και (συνήθως) περιεκτικές, εμπιστευόμενη σε μεγάλο βαθμό την «ποπ» πλευρά της.
Από την άλλη, δύσκολα αποβάλλεις την αίσθηση, που, επίσης, εγκαθιδρύεται εξαρχής, ότι ως δημιουργική οντότητα τούτη η παρέα μοιάζει να έχει ξεμείνει στα στάνταρ που έπιασε από τα πρώτα της βήματα στα ‘90s και σε εκείνο το ορόσημο του Source Tags & Codes εν έτει 2002. Οι κιθάρες ηχούν όπως τότε, οι εναλλαγές δυναμικών και τα κρεσέντα εξακολουθούν να αποτελούν ντιρεκτίβα κι ο συνδυασμός γκραντζίλας και ποστροκίλας κρατάει το άρωμά του ίδιο κι απαράλλαχτο. Από εμπορικής άποψης, βοηθάει αυτό. Άλλωστε πρέπει να έχεις στον νου σου και το πώς θα ικανοποιήσεις την επί χρόνια πιστή πελατεία. Όμως, ο ανήσυχος καλλιτεχνικός εαυτός των Τεξανών μοιάζει να βρίσκεται σε ύπνωση και κάτι τέτοιο αποδυναμώνει αρκετά την προσπάθειά τους.
Ο κάπως βαρύγδουπος, και πολλά υποσχόμενος σίγουρα, τίτλος αυτού του δίσκου δεν βρίσκει στο περιεχόμενο την αντιστοιχία που του αναλογεί. Είναι κάπως γενικόλογα, φοβάμαι, όσα τραγουδούν εδώ οι Αμερικανοί. Δεν ήταν ποτέ το φόρτε τους η λεκτική συγκεκριμενοποίηση, βέβαια, όμως και πάλι, πόσο μελό και φλου ποιητική να αντέξει κανείς... Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το X: The Godless Void And Other Stories απομένει ως ένα έργο ευχάριστο μεν, κάπως εύκολο να ξεχαστεί δε. Με ενδιαφέρον που περιορίζεται σε όσους νοσταλγούν τον λεγόμενο «εναλλακτικό» ήχο και αγνοεί εκείνους που αναρωτιούνται για το πώς θα μπορούσε η ηλεκτρική κιθάρα να ξαναβρεί το εκτόπισμά της στο σήμερα.
Ακούστε ολόκληρο τον δίσκο εδώ.