Μιχάλης Τσαντίλας

Αν ρίξετε μια ματιά στη λίστα με τα 50 καλύτερα ελληνικά άλμπουμ της δεκαετίας, έτσι όπως τα ψηφίσαμε στο Avopolis (εδώ), θα διαπιστώσετε ότι το ντεμπούτο των Chickn με τίτλο το όνομά τους (2016) φιγουράρει στη διόλου ευκαταφρόνητη θέση #31. Ασχέτως αν συμφωνείτε ή όχι με τη συγκεκριμένη συμπερίληψη και κατάταξη, σίγουρα θα καταλαβαίνετε κάποιους από τους λόγους της επιλογής: είχε μια ορμή και μια δύναμη εκείνος ο δίσκος, αλλά κι έναν δημιουργικό τρόπο με τον οποίον αράδιαζε ενώπιον του ακροατή τις πολυποίκιλες επιρροές του.

Όλα αυτά έμοιαζαν κάπως να ξεθωριάζουν με το αμέσως επόμενο πόνημα της μπάντας. Το WOWSERS! The Smell Alone Is Fabulous, But The Taste (2018) δεν ήταν βέβαια κακός δίσκος –κάθε άλλο– πρέσβευε όμως μια αρκετά διαφορετική λογική, καταλήγοντας να υστερεί σαφώς σε εκτόπισμα, σε σχέση με το Chickn. Το Bel Esprit, τώρα, ακολουθεί αδιαλείπτως την τάση διαφοροποίησης που αποτελεί διακήρυξη της μπάντας, αλλά κι αυτό μοιάζει να υπολείπεται του προκατόχου του. Τι ακριβώς πήγε στραβά;

Σίγουρα δεν φταίει, νομίζω, το γεγονός ότι οι Chickn ρέπουν ολοένα και πιο πολύ προς την (παραμετροποιημένη, έστω) ποπ. Ούτε ότι από το δεύτερο άλμπουμ και μετά οι συνθέσεις ακούγονται πιο δομημένες, αφήνοντας μακριά πίσω τους την αίσθηση τζαμαρίσματος που απέπνεαν τα κομμάτια στο ντεμπούτο τους. Όσο για τη συνήθως διακοσμητική παρουσία των στίχων –δεν είναι τυχαίο ότι πολύ δύσκολα θα βρείτε σχετική δισκοκριτική που να ασχολείται με δαύτους– αυτή δεν είναι μόνο δικό τους «κουσούρι»· και σίγουρα δεν έχει εμποδίσει άλλους κι άλλους να μεγαλουργήσουν στον τραγουδιστικό στίβο.

Νομίζω ότι το πρόβλημα με το Bel Esprit είναι το αποτύπωμά του· για την ακρίβεια, η απουσία αυτού. Όσο κι αν απολαμβάνεις δηλαδή την ώρα που ακούς (και κάποιες φορές απολαμβάνεις τα μάλα), άλλο τόσο ξεχνάς έπειτα. Είναι κάπως ...αφρώδης η μουσική των Chickn εδώ, και σαν να εξατμίζεται η επήρειά της μετά το πέρας της ανάκρουσης. Το αποτέλεσμά της μου έφερε στο μυαλό αυτό που έπαθε ένας ξιφομάχος σε εκείνη την παλιά κινηματογραφική σκηνή: αφού επιδώθηκε σε μια σειρά εντυπωσιακών κινήσεων με το γιαταγάνι του, ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς, κεραυνοβολημένος από το περίστροφο του Indiana Jones.

Ας σημειωθεί πάντως ότι τα παραπάνω ισχύουν κυρίως για το πρώτο μισό του δίσκου, όπου μόνη όαση αληθινής εμπλοκής με το μνημονικό αποτελεί η φουριόζα σουίτα “Sweet Geneva”. Γιατί στο δεύτερο μισό, από το “She’ll Be Apples” κι έπειτα –και με κορυφή το αμέσως επόμενο “Moon Underwater”– ο δίσκος κυλάει με πολύ καλύτερες απολαβές και εκτόπισμα. Οι Chickn παραμένουν φυσικά εξαιρετικοί παίκτες κι έτσι το όλο παιχνίδι τους καταφέρνει και πάλι να δώσει στιγμές αδιαπραγμάτευτης μουσικότητας. Πολλές φορές, μάλιστα, είναι τα οργανικά μέρη των συνθέσεων και ειδικά κάποια πινγκ-πονγκ ανάμεσα στα πλήκτρα και τις κιθάρες, που κερδίζουν τις εντυπώσεις.

Θα επιμείνω, παρά ταύτα, στο συμπέρασμα ότι το Bel Esprit είναι ένα άλμπουμ που στο τέλος του αφήνει να αιωρείται στον αέρα ένα «ε, και λοιπόν;». Ως επί το πλείστον δεν εκπλήσσει, παρότι προσπαθεί για κάτι τέτοιο με τις εναλλαγές διαθέσεων και τεχνοτροπιών που ακολουθεί. Δεν τέρπει, παρά την προσπάθειά του για χιούμορ· και δεν συγκινεί, παρά τη μελαγχολική πολλές φορές έκφρασή του. Αλλά και ως φανταχτερό παιχνίδι, δεν εξάπτει αναλόγως τη φαντασία.

Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος ποιο ακριβώς είναι το «όμορφο πνεύμα» για το οποίο κάνουν λόγο εδώ οι Chickn. Επικροτώ, πάντως, το πνεύμα στο οποίο ομνύουν: τη συνεχή κίνηση, την αναζήτηση νέων τρόπων και κόλπων. Προβληματίζομαι μόνο σχετικά με το αν τελικά χρειάζεται κανείς να μένει για μεγαλύτερο χρόνο πιστός στην εκάστοτε νέα ταυτότητά του, ώστε να μπορεί να πείσει περισσότερο ότι την έχει όντως κατακτήσει.

{youtube}oGeJvzYK9YY{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured