Σπάνια έχουμε την ευκαιρία στην Ελλάδα να δούμε ζωντανά ένα μη-underground συγκρότημα τον καιρό «που συμβαίνει», συνήθως την βγάζουμε με τα ΚΑΠΗ, οπότε ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη η ανακοίνωση της Αθηναϊκής εμφάνισης των ηγετών του occult rock ρεύματος (ναι OK, χαζή ταμπέλα, αλλά ας βρει κάποιος μία της προκοπής ρε παιδιά), των Ολλανδών THE DEVIL’S BLOOD. Αν μάλιστα κρίνουμε από τις πολλές διαφορετικές μουσικές «φυλές» που σχεδόν γέμισαν το Κύτταρο, μάλλον καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως σχήματα σαν τους Ολλανδούς είναι χρήσιμα στο σύγχρονο rock, καθότι δρουν ενωτικά.
Η επιλογή των support σχημάτων δεν μπορώ να πω ότι ήταν και πολύ επιτυχημένη από πλευράς διοργανωτών, αλλά από την άλλη η Ελλάδα έχασε το τρένο του occult rock χωρίς να βγάλει μια τέτοιου ύφους μπάντα. Όπως και να ’χει, οι 4BITTEN που επωμίστηκαν το ρόλο του opening act εμφανίστηκαν σε μισοάδειο χώρο, προσπαθώντας να ζεστάνουν το λιγοστό –ακόμα- κοινό. Μουσικά δεν μπορώ να τους κρίνω, μιας και το παλιομοδίτικο (και ολίγον sleazy) 80's hard rock τους είναι κάτι πολύ μακριά από τα προσωπικά μου ακούσματα και αισθητική, προβαρισμένοι μου φάνηκαν, το χειροκρότημα πάντως το κέρδισαν.
Είχα πολλά χρόνια να παρακολουθήσω live τους MAHAKALA και η σημερινή τους μορφή δεν έχει και πολύ μεγάλη σχέση με τη sludge μπάντα που έπαιρνε σβάρνα τα «μικρά» live-άδικα της Αθήνας στα μέσα προς τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Οι σημερινοί MAHAKALA είναι μια μπάντα που ακροβατεί ανάμεσα στο stoner και το παραδοσιακό heavy metal, δεν μπορώ να πω πως με συνεπήρε αυτή η μουσική εξέλιξη, σίγουρα τους προτιμούσα όπως ήταν παλιά μιας και εδώ με κούρασαν. Αρκετά επικοινωνιακοί πάντως και με καλό ήχο.
Καλά όλα αυτά, αλλά ο κόσμος είχε έρθει για THE DEVIL’S BLOOD. Μετά από μια μικρή αναμονή όπου ακουγόταν ένα ambient/ritual πράμα από τα ηχεία και αφού άναψαν τα επί σκηνής κεριά, η μπάντα βγήκε με το μεγαλειώδες «On Τhe Wings Οf Gloria» που ανοίγει το πρόσφατο album της. Οι σημερινοί THE DEVIL’S BLOOD δεν έχουν σχέση με την άπειρη και ασύνδετη μπάντα που είχα δει προ τριετίας στο Green Room του Tilburg, η εκτενής live δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια τους έχει δέσει σε εντυπωσιακό βαθμό. Μπορεί το περίφημο «αίμα του διαβόλου» να ήταν ελάχιστο (αντίθετα με όσα ξέραμε από παλιότερες εμφανίσεις) στα σώματα των μελών, αλλά αυτό είναι λεπτομέρειες μπροστά στο θορυβώδη (αλλά πεντακάθαρο) ήχο που έβγαλε η μπάντα επί σκηνής. «Το στόμα του Σατανά», η τραγουδίστρια του σχήματος, στάθηκε σε υψηλότατο επίπεδο, παρότι συχνά αγωνιζόταν να ακουστεί ανάμεσα στις τρεις κιθάρες. Η ίδια έχει μια απόκοσμη σκηνική παρουσία, με ελάχιστη κίνηση και μια μονίμως θλιμένη και καταπιεσμένη έκφραση, που σε συνδυασμό με το ασχημούτσικο παρουσιαστικό της (αλλά και το πλουσιότατο μπούστο της βεβαίως-βεβαίως) φέρνει λίγο σε μάγισσα. Η έταιρη ηγετική μορφή, ο κιθαρίστας και ηγέτης Selim Lemouchi, έχει μια επιβλητική και αντρίκεια παρουσία, ενώ και η υπόλοιπη μπάντα έβγαλε ζωντάνια χωρίς ιδιαίτερα λάθη.
Το πρώτο μεγάλο σοκ ήρθε μετά το «The Thousandfold Epicentre», με την εκτός προγράμματος εκτέλεση του έ-π-ο-υ-ς «House Οf 10.000 Voices» και αμέσως μετά του «The Time Of No Time/Evermore» σε ένα εικοσάλεπτο (δεν υπήρχαν διακοπές ανάμεσα στα κομμάτια) που μας έστειλε στο διάολο, αλλά δεν ήταν η μόνη έκπληξη όπως αποδείχτηκε. Λίγο μετά τη φρενήρη εκτέλεση του «Come, Reap» και στα μισά του «The Heavens Cry Out For The Devil’s Blood», η μπάντα ενσωματώνει το «The Four Horsemen» των μεγάλων APHRODITE’S CHILD (ολόκληρο, όχι μόνο το πέρασμα που υπάρχει στην εκτέλεση του «Fire Burning EP») το οποίο έτυχε αποθεωτικής υποδοχής από το κοινό και έκανε την τραγουδίστρια για μοναδική φορά να σκάσει ένα ειλικρινές χαμόγελο. Λίγο πριν το τέλος του δίωρου set (αδιανόητο για μπάντα με τόσο μικρή δισκογραφία) με το απόλυτο hit τους «Christ Or Cocaine», έκαναν μια ακόμη βαθύτερη βουτιά στις 70's καταβολές τους, με μια εικοσάλεπτη τζαμαριστή εκτέλεση των «Voodoo Dust» και «Madness Of Serpents», που άλλους έστειλε στο διάστημα και άλλους ψιλοκούρασε, αλλά η ουσία είναι ότι για να βρω πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα μεγάλο ξένο συγκρότημα στην Αθήνα να τραβάει έτσι τις συνθέσεις του με τζαμαρίσματα, πρέπει να γυρίσω το χρόνο πίσω σ’ εκείνο το μυθικό διήμερο των MONSTER MAGNET στο Ρόδον, τον Απρίλη του 2004.
Συνοψίζοντας, έχω πάει σε πολλά live στη ζωή μου. Πραγματικά πολλά. Και νομίζω πως μπορώ να ξεχωρίσω τις κακές, τις καλές και τις μεγάλες συναυλίες. Και καθώς αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις αράδες ακούω το «House Of 10.000 Voices» και ανατριχιάζω με την ανάμνηση, είμαι σίγουρος για το πού κατατάσσεται η συγκεκριμένη.