Θάνος Καμπύλης

Έχοντας ακούσει πολλές φορές τον τελευταίο δίσκο του Θάνου Μικρούτσικου με τα Υπόγεια Ρεύματα Τους Έχω Βαρεθεί, και αφού με καθήλωσε σε πολλά σημεία, πήγα στο – ιστορικό και ζεστό – Κύτταρο μην ξέροντας τι να περιμένω από την κοινή τους εμφάνιση, ή, περισσότερο, τι καινούργιο θα άκουγα. Η έκπληξή μου υπήρξε μεγάλη. Όχι γιατί δεν ήξερα πόσο άρτιες μουσικά παραστάσεις στήνει ο Θάνος Μικρούτσικος. Ούτε γιατί δεν ήξερα πως πάνω στη σκηνή γίνεται δάσκαλος με τα όλα του για τους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζεται. Αυτά υπήρχαν όλα και σε αφθονία. Αυτό που με έκανε να χαμογελώ με το αποτέλεσμα ήταν ότι στη ζωντανή του εκδοχή ο δίσκος κάνει ένα βήμα πιο πέρα. Οι εκτελέσεις στάθηκαν μαγευτικές, όπως και η όλη οργάνωση της παράστασης – γιατί για μουσική παράσταση πρόκειται. Από τα φώτα και τον ήχο, μέχρι τα βίντεο που προβάλλονταν παράλληλα με τα περισσότερα από τα τραγούδια, ακόμη και την επιλογή – έκπληξη κάποιες φορές – των κομματιών, η προσπάθεια υπήρξε εξαιρετική.  

 

Ξεκινήσαμε το ταξίδι μας περίπου στις 23.15. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα κι όσο πλησίαζε η ώρα για την εμφάνιση των μουσικών γέμιζε με γεωμετρικούς ρυθμούς και το μπαρ, κάποιος φορές ακόμη και σε βάρος της δημόσιας ασφάλειας (άτομα καθισμένα δεξιά και αριστερά της σκάλας, μην έχοντας ή μη θέλοντας να πάνε αλλού). Πρώτος βγήκε ο Θάνος Μικρούτσικος ντυμένος στα μαύρα – είχε κι αυτό το νόημά του – και μετά τα τετραμελή Υπόγεια Ρεύματα. Η βραδιά χωρίστηκε σε δύο μεγάλα μέρη. Το πρώτο αφιερώθηκε κυρίως στην παρουσίαση του δίσκου Τους Έχω Βαρεθεί, σε συνδυασμό με κάποια αρκετά γνωστά «Υπόγεια» τραγούδια – πράγμα που σημαίνει έναν πρακτικό χωρισμό σε δύο ακόμα υποκατηγορίες: μία κάπως πιο «πολιτική», λόγω και του δίσκου, και μία κάπως πιο ρομαντική, λόγω κυρίως του ότι τα τραγούδια ανήκαν στην παλιότερη εποχή των Ρευμάτων. Έτσι, φυσιολογικά, η σειρά των κομματιών ακολούθησε τη σειρά του δίσκου: “Άννα Μην Κλαις”, “Κι Ήθελε Ακόμη”, “Ρόζα” (όπου το κοινό έδειξε να ξυπνάει περισσότερο), “Spleen” και ανατριχίλα με τη “Δίκοπη Ζωή” και τη “Γαμμαγραφία”, ακολουθούμενη από νέο ξύπνημα του κόσμου στο “Ανεμολόγιο”. Κάπου εδώ θα πρέπει να τονίσω πως τα τραγούδια είχαν απήχηση όχι μόνο λόγω του πολιτικού τους χαρακτήρα – ο οποίος τα έκανε άκρως επίκαιρα – αλλά και λόγω των προβαλλόμενων στο φόντο εικόνων, που πραγματικά έδιναν ζωντάνια σε κάθε επιλογή.    

 

Η δεύτερη φάση του πρώτου μέρους συνεχίστηκε με το ποίημα του Φρανσουά Βιγιόν “Η Μπαλάντα Του Ποιητικού Διαγωνισμού Του Μπλουά” και με το γνωστό από τον Χρήστο Θηβαίο “Blues On The Road”. Μετά το φοβερά σύγχρονο “Τους Έχω Βαρεθεί”, ο Μικρούτσικος αφήνει τη σκηνή στα Υπόγεια Ρεύματα, τα οποία φροντίζουν να μας θυμήσουν γιατί υπήρξαν αγαπημένο άκουσμα της εφηβείας κάποιων από μας. Γιατί έκαναν τραγούδια αξιόλογα, που αντέχουν στο πέρασμα του χρόνου: “Να Γελάς”, “Σαν Έρημα Καράβια”, “Μικρές Χαμένες Μέρες”. Κορύφωση με μια ροκ εκδοχή της “Περσεφόνης” (του Νίκου Γκάτσου) και συνέχεια στην έκπληξη με τον Θάνο να επιστρέφει, αυτή τη φορά με την πίπα του, προκειμένου να ερμηνεύσει το κλασικό πλέον “Μ’ Αρέσει Να Μη Λέω Πολλά”. Ο κόσμος ταξιδεύει μαζί του και κατόπιν ο μαέστρος, υψώνοντας τα χέρια του ψηλά, δείχνει τα δέκα του δάκτυλα. Όσα και τα λεπτά του διαλείμματος που θα ακολουθήσει… 

 

Κι αν με μπασκετικούς όρους έλεγα ότι επί σκηνής είχαμε τον coach Θάνο και την ομάδα του, στο δεύτερο μέρος θα έλεγα πως εμφανίστηκε επί σκηνής και ο βασικός play-maker (το αστέρι) της ομάδας, αυτός που ξέρει πού να μοιράσει τη μπάλα: ο Γιάννης Κούτρας. Τρομερή η επιλογή των τραγουδιών στη δεύτερη φάση της παράστασης, αλλά και συγκλονιστική η ερμηνεία του μεγάλου Κούτρα, ο οποίος – και κατά τα λεγόμενα του Μικρούτσικου – είναι ίσως η πιο σημαντική ανδρική φωνή στο έντεχνο τραγούδι, αλλά και σίγουρα ο πιο «ροκ» καλλιτέχνης του, από πλευράς ερμηνείας. Ακούραστος και αεικίνητος πάνω στη σκηνή, άλλες φορές ροκ, κι άλλες τζαζ, με τη φωνή του να προσαρμόζεται διαφορετικά σε κάθε τραγούδι.  “Όμορφη Πόλη”, “Ζήνωνος”, “Ο Φάνης”, “Ασημένια Σφήκα”, αλλά και άλλες απρόσμενες μουσικές επιλογές, που για το καλό της παράστασης δε θα αποκαλύψω, παρέλασαν μπροστά στα διψασμένα μάτια μας. Μια μακροσκελής εκτέλεση – περίπου 13 λεπτά – στους πολυαναμενόμενους “7 Νάνους” έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει ο αγαπημένος – όπως φάνηκε από την αντίδραση του κόσμου – Νίκος Καββαδίας να μας διηγείται τις ναυτικές του ιστορίες, όπως μόνο αυτός ξέρει. Κάπως έτσι πήρε σειρά μεγάλο μέρος του Σταυρού Tου Nότου και δεν κατάλαβα για πότε πέρασαν τρεισήμισι ώρες (τα πόδια μου πάντως δεν παραπονέθηκαν ούτε λεπτό). Μάλιστα, οι ενορχηστρώσεις ήταν τόσο διαφορετικές σ’ αυτά τα κομμάτια – δείγμα της ανανέωσης που δίνει ο Μικρούτσικος σ’ ένα τόσο πολυπαιγμένο έργο – ώστε ακόμη και οι πιο φανατικοί «χάνονταν» κατά σημεία, και χειροκροτούσαν σε μέρη όπου τελικά το τραγούδι συνεχιζόταν… 

Κλείνοντας, μου έμεινε σαν γενική εντύπωση ότι στο Κύτταρο λαμβάνει χώρα μια εξαιρετική και χορταστική μουσική παράσταση, με μια ομάδα αποτελούμενη από πολύ καλούς μουσικούς (ηλεκτρικό μπάσο, ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς), δύο εξαιρετικές φωνές (Γιάννη Κούτρα και Γρηγόρη Κλιούμη) και έναν αειθαλή διευθυντή-δάσκαλο (γιατί περί αυτού πρόκειται). Ακόμη και στο τέλος, κι αφού όλο το team μας αποχαιρετούσε επί σκηνής με τη “Θεσσαλονίκη” του Καββαδία, υπήρχε μια τελευταία έκπληξη. Η αφιέρωση της παράστασης στη μεγάλη φωνή που πρόσφατα μας άφησε, τη Μαρία Δημητριάδη, με εμφανή συγκίνηση από όλους τους συντελεστές – κυρίως του Κούτρα – και το τραγούδι της “Η Πιο Όμορφη Θάλασσα” να ακούγεται από τα ηχεία, και πάλι σε συνδυασμό με τις εικόνες που προβάλλονταν στο φόντο. Εύγε...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή