Φωτογραφίες: Νίκος Ζ>
«Viva, Viva, Viva. Δε μπορώ να πιστέψω ότι ήρθατε τόσοι να μας δείτε ξανά, σας ευχαριστούμε, χίλια φιλιά από ψυχής», ήταν τα λόγια του αγαπημένου Γιάννη Νάστα. Το χρυσό και το στρας δίνει αυτή τη φορά τη θέση του στο zembra στιλ, τη βελούδινη pop διάθεση, το τρυφερό τρακ, τις καλοκαιρινές αμμώδεις βουτιές, τα κρυφά φιλιά αγκαλιά με παγωμένα μπουκάλια κρασιού, τις ντελικάτες rock ’n’ roll δόσεις και τον πηγαίο ερωτισμό που δεν έχει όνομα, υφή, χρώμα. Αυτοί ήταν για πολλούς οι Xaxakes εν έτει 1996, 1999, 2009, και μέχρι σήμερα μάς αποδεικνύουν πόσο όμορφα μεγαλώνουν. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από όταν τους πρωτοάκουσα (σε ένα Erotic Festival), όμως οι Xaxakes έχουν το μαγικό φίλτρο που σε κάνει να νιώθεις την κάθε συνάντησή σου με τα δαιδαλώδη, ανάλαφρα και συνάμα σουρεαλιστικά ηχοτοπία τους ως παρθενική επαφή. Αφορμή αυτή τη φορά στάθηκε ένα <i>Valse Των Ελαφιών</i>, έτσι ουδείς μπορούσε – όπως και αποδείχτηκε – να αρνηθεί την πρόσκληση ενός αλλιώτικου χορού το βράδυ της Παρασκευής στο Fuzz. Ετερόκλητες φυσιογνωμίες στο κοινό, εκκεντρικές και μη, πολύβουες και μη, όμως, όπως έχει αναφέρει και ο ίδιος ο Νάστας στο παρελθόν, «το όλο fun των Xaxakes είναι η ποιότητα του κόσμου που τους ακολουθεί. Πρόκειται για ανθρώπους που αντιλαμβάνονται πάρα πολλά, όχι μόνο σαν μουσική, σαν ζωή». Αυτό ακριβώς μοιράζεσαι σε κάθε ακριβοθώρητο, πλέον, live της μπάντας, μιας και η τροχιά της δεν διαθέτει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Κινείται και πλάθεται από την αρχή σε κάθε συναυλία, έχοντας ως πυρήνα έμπνευσης τα «τερτίπια» καλλιτέχνη και κοινού – ό,τι όλοι στην τελική αναζητούμε από μια εμφάνιση, σε αντιδιαστολή με την ακρόαση ενός δίσκου. Λίγο μετά τις 22.30 λοιπόν, η παρέα των Xaxakes έδωσε ένα εναρκτήριο “My Way” για να μας πει, με τον τρόπο της, ότι μετά από 10 χρόνια τίποτα δεν έχει αλλάξει και όλα είναι σαν να ξεκίνησαν χθες. Η αιλουροειδής zembra φιγούρα του Νάστα, ο απίθανα πληθωρικός σαξοφωνίστας Στέφανος Λαζαρίνος, η rock-sexual Domini Λυμπέρη «wanna be something» και άλλοι τρεις μουσικοί (μπάσο, κιθάρα, ντραμς), έδωσαν ένα δυναμικό παρών, το οποίο διήρκησε δυο ώρες και κάτι και πάλι δεν ήταν αρκετό. Ο Casanova φλέρταρε ασύστολα με τον Mr. Όμορφο και στα πεταχτά χορέψανε ένα ελαφίσιο βαλς, αφήνοντάς μας με τη αίσθηση ενός μικρού παιδιού που θέλει κι άλλο, κι άλλο. «Οι βλακείες τραγούδια “Μonte Carlo” και “Πονάν Τα Χείλη Μου” έχουν τη δική τους αξία και θέση στην καρδιά του κοινού κι αυτό είναι μια από τις κύριες επιτυχίες του συγκροτήματος», σχολίασε ο Νάστας, έτσι όλοι ακολούθησαν τη δική τους μουσική επιθυμία μόλις ακούστηκαν οι πρώτες νότες. Και ποιος δεν αφέθηκε έτσι στα βήματα των “Sexy”, “Casanova”, “Stigmes”, “Στα Ξαφνικά”, “Love Me”, “Βασιληάς” “Μη Μαζί Γιατί”, δίχως να νοιάζεται για τα όποια τεχνικά ή ερμηνευτικά λάθη. «Αυτό που έχει σημασία είναι να παίζεις, μην σε πειράζει αν δεν είναι τέλειο», συγκρατούμε από τον Νάστα, σε μια άκρως ανθρώπινη στιγμή της συναυλίας. Κάτι που έχει τη δική του βαρύτητα, όπως κι αν το δεις. Και συνέχιζε να παίζει – αλλάζοντας τη ζέμπρα σε υπέρκομψο κουστούμι α-λα-Bryan Ferry – τα αγαπημένα του rock ’n’ roll και garage ακούσματα, συνδυάζοντάς τα με την έξαλλη κιθαριστική εκδοχή του “Άγρια Φτερά”, την αισθαντική διαδρομή του “Walk On The Wildside”, τις λυρικές αναπνοές του “Πονάν Τα Χείλη Μου” και τις αγαπημένες επαναλήψεις των “Monte Carlo” και “Casanova”. H «τριχασμένη» μπάντα του (όρος δικός του κι αυτός) σαγηνεύει τους πάντες, ακόμη κι αν δεν είσαι μυημένος ή λάτρης του ήχου της, ακριβώς γιατί δεν είναι δήθεν, στατική, προβλέψιμη και απολύτως στοιχειοθετημένη. Είναι λίγο απ’ όλα και την ίδια στιγμή όλα χαρίζονται στο παιχνίδι της ανατροπής, σαν ένα χαστούκι από βελούδο. Εκείνη τη βραδιά «πρίγκιπες δεν ψάχνω εγώ να βρω». Βίβα ρε Νάστα... Ασταμάτητα νέοι!