Εννέα ολόκληρα χρόνια πέρασαν απ’ τον «τελευταίο χορό» των Χάρη & Πάνου Κατσιμίχα, την αποχαιρετιστήρια δηλαδή περιοδεία τους το 2001. Όλο αυτό το διάστημα ο μεν Πάνος συνέχισε κανονικά τις ζωντανές εμφανίσεις του κυκλοφορώντας κι έναν προσωπικό δίσκο, ο δε Χάρης έμεινε μακριά από τα live – ως ήθελε – αλλά ταυτόχρονα δεν πραγματοποίησε και κανένα από τα δισκογραφικά του σχέδια. Η απόφαση τους για επανένωση μες στο 2010, με σκοπό μάλιστα την πραγματοποίηση δύο μεγάλων συναυλιών σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα και εν συνεχεία καλοκαιρινής περιοδείας, δημιούργησε ασφαλώς μεγάλη προσμονή σε όλους όσους αγάπησαν το έργο των δύο καλλιτεχνών απ’ την αρχή της καριέρας τους μέχρι σήμερα. Δημιούργησε όμως και –αναπάντητα απ’ τους ίδιους – ερωτήματα για το αν και κατά πόσο έχουν γεφυρωθεί οι καλλιτεχνικές διαφορές τις οποίες ξεκάθαρα είχε επισημάνει ο Χάρης στο περιοδικό Δίφωνο τον Σεπτέμβριο του 2000, σε μία συνέντευξη (απ’ τις ουσιαστικότερες δημόσιες καταθέσεις Έλληνα καλλιτέχνη) στον Αργύρη Ζήλο.
Μολαταύτα, πολύς ήταν ο κόσμος που συνέρευσε την Παρασκευή το βράδυ στον αχανή και κάπως κρύο χώρο του Βελλίδειου για να δει ξανά μαζί τους δύο αδερφούς και να ακούσει αγαπημένα τραγούδια. Ανάμεσά τους και πάρα πολλοί νέοι που στην πλειοψηφία τους δεν είχαν ποτέ τη δυνατότητα να τους παρακολουθήσουν ζωντανά. Κάτι το οποίο σχολίασε κι ο ίδιος ο Πάνος μόλις ανέβηκε στη σκηνή κι αφού πρώτα είχε καλωσορίσει τον επιστρέφοντα Χάρη. Η εύλογη αμηχανία του Χάρη και η συγκίνησή του ήταν φανερή στα λόγια του και στον τόνο της φωνής του αλλά η σκηνική του εμπειρία και το απρόσωπο του χώρου τον βοήθησαν φαντάζομαι να τα ξεπεράσει. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που άρχισαν να τραγουδούν μαζί ο Χάρης και ο Πάνος η αίσθηση έμοιαζε τόσο οικεία ώστε ήταν σαν να μην έλειψαν ούτε μια μέρα. Μετά τα δύο πρώτα τραγούδια απ’ τις Τρύπιες Σημαίες – το τελευταίο τους κοινό άλμπουμ – και το “Λουλούδι Του Δάσους”, οι “Προσωπικές Οπτασίες” ήταν το κομμάτι το οποίο ξεσήκωσε για τα καλά το κοινό. Όμως μετά ακριβώς απ’ αυτό εξαφανίστηκαν αμφότεροι απ’ τη σκηνή για να δώσουν τη θέση τους στον Μάνο Ξυδούς, ο οποίος, με το γνωστό του πάθος, έδωσε μια εξαιρετική εκτέλεση του “Για Ένα Κομμάτι Ψωμί”. Αλλά στη συνέχεια, όταν ξεκίνησε να λέει ένα παλιό τραγούδι των Πυξ Λαξ, κάπου άρχισε να φαίνεται ότι η συναυλία έχανε τον προσανατολισμό της.
Είναι νομίζω εύλογο να υποθέσει κανείς πως τέτοιες συναυλίες μετά από τόσα χρόνια θα έχουν τη μορφή σύνοψης του έργου των Κατσιμίχα – έστω και με τη λογική best of που είναι κι ο τίτλος άλλωστε της περιοδείας – με απώτερο στόχο (και λαμβάνοντας υπόψη τις αξιώσεις του Χάρη), μια εμβάθυνση σ’ αυτό. Κάτι τέτοιο έγινε λοιπόν μ’ έναν μάλλον πλημμελή τρόπο: το πρόγραμμα περιλάμβανε μεν τραγούδια απ’ τους προσωπικούς τους δίσκους – με το βάρος βέβαια να πέφτει στους πιο εμπορικούς (Ζεστά Ποτά & Η Μοναξιά Του Σχοινοβάτη) – καθώς και τις πιο μεγάλες επιτυχίες απ’ τους υπόλοιπους (“Νύχτωσε Νύχτα”, “Μη Γυρίσεις”, “Του Έρωτα” κ.λπ.), χωρίς δε καμία διάθεση έκπληξης ή ξεχωριστής επιλογής. Υπήρξε βέβαια προσπάθεια να ακουστούν κάποια (απ’ τα πολλά έτσι κι αλλιώς της δισκογραφίας τους) κοινωνικοπολιτικά κομμάτια, όπως π.χ. το έξοχο “Bleibtreu Cafe”, αλλά ούτε με ιδιαίτερα προσεγμένο τρόπο έγινε, ούτε το κοινό φάνηκε να ανταποκρίνεται πολύ θερμά. Ακόμα κι έτσι όμως, το εν λόγω τμήμα της συναυλίας με την επιλογή προσωπικών τους επιτυχιών συμπλήρωνε μετά βίας το μισό πρόγραμμα. Ενδιάμεσα οι, καλοί, Μάνος Ξυδούς και Τόλης Φασόης, καθώς και δύο μέλη του συγκροτήματος παρεμβάλλονταν ξεκάρφωτα με επιτυχίες των Πυξ Λαξ, των R.E.M.(!), των Rage Against The Machine(!), του Iggy Pop(!), του Μικρούτσικου κλπ., αλλοιώνοντας οριστικά τον θεματικό άξονα της συναυλίας. Αντιλαμβάνομαι ότι οι δύο πρώτοι υπήρξαν συνοδοιπόροι επί σκηνής του Πάνου τα τελευταία χρόνια, αλλά η συναυλία θεωρώ πως είχε (ή θα έπρεπε να έχει) έναν πολύ πιο προσωπικό χαρακτήρα. Έτσι, ο εμβόλιμος τρόπος της παρουσίας τους ήταν, άθελά τους φυσικά, πέρα για πέρα αποπροσανατολιστικός.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η συναυλία θεωρώ πως απέτυχε στο σύνολό της να δικαιολογήσει με κάποιο τρόπο την επανένωση του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα, μιας και απουσίασαν στοιχεία που θα τη νοηματοδοτούσαν, μ’ έναν οποιονδήποτε τρόπο. Αντίθετα είδαμε ένα μικρό δείγμα αυτού που κάποτε υπήρξαν οι συναυλίες των αφών Κατσιμίχα, με έναν όμως εμφανώς διεκπεραιωτικό τρόπο, νοθευμένο επιπλέον με διάσπαρτες επιτυχίες τρίτων. Το κοινό βέβαια οφείλω να ομολογήσω πως υπήρξε ενθουσιώδες και αποθεωτικό κάποιες στιγμές, όχι όμως διατεθειμένο να αποβάλλει τις κακές του συνήθειες – αν κρίνει κανείς απ’ τη συνεχή βαβούρα και την αδυναμία του να συγκεντρωθεί στο ένα και μοναδικό καινούργιο τραγούδι που ακούστηκε απ’ τον Χάρη, με τίτλο “Το Μέσα Μου Μάτι” (βασισμένο σε ποίημα της Λένας Παππά) ή στην ηχογραφημένη αφήγηση του Χάρη στην αρχή της συναυλίας. Εικάζω δε πως παρόλ’ αυτά οι επόμενες συναυλίες θα έχουν την ίδια και μεγαλύτερη επιτυχία κι ο κόσμος θα τις απολαύσει όσο και την επάνοδο του Χάρη στη σκηνή. Μόνο που φοβάμαι πως εκείνη η υπέροχη φράση απ’ την επίμαχη συνέντευξη του Χάρη η οποία έλεγε: «Θέλω λοιπόν να κάνω καταδύσεις στην προσωπική μου άβυσσο κι όχι να πλατσουρίζω στις λακουβίτσες της ματαιοδοξίας…» φαντάζει σήμερα πολύ μακρινή και κάπως παράταιρη με τη συγκεκριμένη τουλάχιστον επιλογή. Εύχομαι ειλικρινά να κάνω λάθος…