Ο Keith Jarrett δεν χρειάζεται συστάσεις. Εντάξει, όχι ότι είναι οι Rolling Stones σε επίπεδο λαϊκής αναγνωρισιμότητας, αλλά, αν πρέπει να μπεις στον κόπο να τον «παρουσιάσεις στο κοινό», σύμφωνα με τον πεπατημένο (και πιο-βαρετό-δεν-γίνεται) τρόπο έναρξης μιας κριτικής, ε τότε κάτι κάνεις λάθος. Εσύ, ο χώρος σου, το μέσο σου, δεν ξέρω. Το γράφεις πάντως το λάθος.
Αλλά ο Keith Jarrett του Jasmine έχει διάθεση να ξανασυστηθεί. Δεν έχει κανέναν σκοπό να οδηγήσει τη ρημάδα τη φόρμα σε νέες περιπέτειες, δεν θέλει καν να την υποβάλλει σε ακροβασίες, ούτε κι επιθυμεί να μας πείσει ότι είναι παίκτης ολκής. Δεν έχει καν σχέση το τι θέλει να κάνει εδώ με το ότι συναντιέται ξανά με τον Charlie Haden, 34 χρόνια μετά την τελευταία τους δισκογραφική συστέγαση. Αυτό δεν είναι παρά ένα κερασάκι, κομψά βαλμένο στην όλη τούρτα, μα και ιδανικό ξεκίνημα για δελτία τύπου και σωσίβιο για όσους άσχετους επιχειρήσουν να γράψουν για τον δίσκο.
Είπα λοιπόν ότι ο Jarrett έχει διάθεση να μας ξανασυστηθεί, όμως δεν θέλει να ξανασυστήσει τον εαυτό του. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το κόλπο. Γι’ αυτό άλλωστε και το Jasmine δεν περιλαμβάνει δικές του, νέες συνθέσεις, αλλά 8 οργανικές διασκευές σε παλιά τραγούδια· σαν λ.χ. το εναρκτήριο “For All We Know” (όχι των Carpenters, μιλάμε για την επιτυχία του Hal Kemp από το μακρινό 1934), το “Body And Soul” ή το “One Day I’ll Fly Away” –τιμημένο ερμηνευτικά από τη Randy Crawford. Δεν το κάνει χάριν ευκολίας ο Jarrett ή για να καμουφλάρει κάποιο δημιουργικό αδιέξοδο. Χρησιμοποιεί το δικό του στίγμα στον ήχο και τις δικές του μεθόδους στο παίξιμο (την τέχνη του, αν θέλετε) ακριβώς για να κάνει μια επίκληση στο οικείο. Και μέσω αυτού να μας συστήσει/θυμίσει όχι κάτι το καινοτόμο και πρωτοποριακό, μα έναν διαφορετικό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης, τρόπο να ακούμε μουσική.
Το θίγει στο συνοδευτικό βιβλιαρίδιο, το αναλύει και περισσότερο σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, στον Γιώργο Χριστοδουλόπουλο. Ο Jarrett θεωρεί δηλαδή ότι το έχουμε πάρει λάθος: ότι το ζητούμενο έχει κακώς τεθεί στη βάση του «μη και μας διαφύγει το καινούργιο στη μουσική», ακριβώς γιατί χάνουμε πλέον τη Μουσική. Γιατί, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι τριγυρνάνε με ακουστικά στο αστικό τοπίο μη δίνοντας προσοχή σε ό,τι τους περιβάλλει, γιατί η επικοινωνία θορυβοποιήθηκε, γιατί η μουσική εξομοιώθηκε με την υπερπαραγωγή στην εποχή του ίντερνετ. Με λίγα λόγια, φτάσαμε στο σημείο να ακούμε περισσότερο από όσο αντέχουν τα αυτιά μας. Με αποτέλεσμα, συμπληρώνω εγώ, να μην ακούμε πια. Με τη βαθύτερη βέβαια έννοια, όχι την κυριολεκτική.
Γι’ αυτό λοιπόν και ξαναβρίσκεται εδώ με το εξαιρετικό ακουστικό μπάσο του Haden –ενός μουσικού όχι μόνο γνώριμου και καταξιωμένου, μα και ικανού να αντιληφθεί την έννοια της ακρόασης όπως θέλει ο Jarrett να την επαναφέρει. Γι’ αυτό και παίζει τόσο, όσο: το Jasmine δεν είναι ο δίσκος που θα ενθουσιάσει τους οπαδούς του ή θα κάνει τους μουσικοκριτικούς να παραμιλούν για ένα νέο τζαζ ρεκόρ. Είναι διαφορετικό το στοίχημα το οποίο βάζει εδώ ο σπουδαίος Αμερικανός: ως μουσικός, να υποκαταστήσει τη φωνή με το πιάνο του, διατηρώντας συνάμα ανέπαφο τον ερωτισμό των επιλογών (πρόκειται για ερωτικά τραγούδια στο πρωτότυπο), μεταγλωττίζοντάς τον δια της δικής του καλλιτεχνικής οδού. Και ως δημιουργός, να θέσει στα δικά μας αυτιά –και μυαλά– ένα νέο αίτημα: ναι, το ξέρω ότι τα έχετε ξανακούσει. Αλλά μήπως να σταματήσετε να τρέχετε να προλάβετε τις κυκλοφορίες και να τα ξανακούσετε; Μήπως οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ;
Δεν είμαι σίγουρος για την απάντηση. Στον 21ο αιώνα τούτα είναι δύσκολα ερωτήματα. Αλλά σας προτείνω να κάτσετε να ακούσετε προσεκτικά αυτό το άλμπουμ. Θα το απολαύσετε, πιστεύω· θα διεκδικήσει μονάχο του το νικηφόρο τρόπαιο του πλήκτρου της επανάληψης. Ακόμα κι αν δεν θελήσετε να μπείτε στο φιλοσοφικό του τριπάκι ή αν τελικά απορρίψετε την οπτική του δημιουργού του στο θέμα.