Μιλήστε μου για το άλμπουμ Τα Δεύτερα. Τι γέννησε την ανάγκη για έναν λαϊκό δίσκο και πώς οδηγηθήκατε σε αυτό το υλικό;
Προήλθε από μια ανάγκη μου να γράψω λαϊκά τραγούδια, για διάφορους λόγους. Αυτή η μουσική ήταν στα ακούσματά μου από παλιά, αλλά δεν την είχα προσεγγίσει ποτέ σε βάθος. Και είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, γιατί έχει ορισμένες φόρμες και συγκεκριμένους κανόνες. Παράλληλα, είναι μπολιασμένη με ταλέντο κορυφαίων δημιουργών του είδους, από την προπολεμική εποχή μέχρι και σήμερα. Έτσι δεν το είχα επιχειρήσει μέχρι τώρα, παρότι άκουγα και λαϊκή και δημοτική μουσική, μαζί με ό,τι άλλο κάνω. Άκουσα και την Ιουλία Καραπατάκη, που μου άρεσε πολύ φωνητικά και είμαστε μαζί στη μπάντα του Σωκράτη Μάλαμα· και κάπως έτσι φυτεύτηκε ο σπόρος.
Η πρώτη μου σκέψη για τον λόγο ήταν ο Θοδωρής Γκόνης, γιατί είχαμε γνωριστεί μέσα από το θέατρο και το ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, αλλά κυρίως γιατί ήξερα το έργο του μέσα στα χρόνια, με καλλιτέχνες όπως ο Νίκος Ξυδάκης, ο Παντελής Θαλασσινός και άλλους. Ήθελα λοιπόν να κάνω έναν κύκλο τραγουδιών και ταιριάξαμε πολύ καλά. Τελικά, ο δίσκος ηχογραφήθηκε με τον παλιό τρόπο –ζωντανά και μία κι έξω– στα παλιά στούντιο της Φίνος, στο Antart. Και μέσα από όλο αυτό, είδα ότι, παρ' όλη τη γκρίνια για τις εποχές και για τις οικονομικές και δισκογραφικές δυσκολίες, μέσα από τις δουλειές μου και τις φιλίες μου μέσα στα χρόνια ήρθαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι και στήριξαν το εγχείρημα, με πολλή ανιδιοτέλεια και αγάπη.
Στον δίσκο ισορροπείτε μεταξύ Ανατολής και Δύσης, με τα έγχορδα να φέρνουν μια δυτικότροπη χροιά σε ένα αμιγώς ανατολίτικο άκουσμα...
Το κλίμα που είχα εξ αρχής κατά νου, ήταν να δημιουργηθεί ένας καθαρά λαϊκός δίσκος· και το αποτέλεσμα με τα έγχορδα να έχει μία πιο, ας πούμε, κινηματογραφική υφή. Είχα και στο μυαλό μου τους δίσκους του Gil Evans, που έχουν αντιστοίχως πνευστά. Οπότε ήθελα να δώσω αυτόν τον «ιριδισμό» στο αποτέλεσμα, μεταφρασμένο βέβαια στον δικό μας τόπο και τρόπο. Χρειάστηκα 3-4 μήνες ασχολίας για να αποφασίσω πώς θα γίνει να μην φαίνονται πομπώδη τα έγχορδα και διαταράξουν την ισορροπία των τραγουδιών. Οπότε τα έκανα τρίφωνα, δεν έβαλα καθόλου βιόλες κ.ά., θέλοντας να έχουν αναφορές σε αργεντίνικες ορχήστρες του 1930 ή επιρροές από Αίγυπτο, πάντα χωρίς να επιβάλλονται στον ήχο.
Θεωρείτε ότι καταλήξατε σε ένα εγκεφαλικό αποτέλεσμα;
Περισσότερο εγκεφαλικός θεωρώ ότι είναι ο λαϊκός πυρήνας των κομματιών, γιατί ήταν και η πρώτη μου προσέγγιση σε αυτές τις φόρμες· οπότε έβαλα μαζί πολλές σκέψεις που είχα μαζέψει ανά τα χρόνια. Ίσα-ίσα, τα έγχορδα ίσως δίνουν και μια συγκίνηση.
Τελευταία υπάρχει μια μοντέρνα, κοφτερή ματιά απέναντι στους λαϊκούς τρόπους, με καλλιτέχνες όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και ο Μιχάλης Σιγανίδης να φτιάχνουν δίσκους με πολλά επίπεδα ανάγνωσης. Πού αποδίδετε αυτήν την προσέγγιση;
Την αποδίδω στην ανάγκη του καθένα να μην απορρίψει αυτήν την ιστορία και να εκφραστεί πάνω της, με τον προσωπικό του τρόπο. Γιατί είναι λίγο «μην αγγίζετε» η συγκεκριμένη μουσική. Η αναπαραγωγή βέβαια εκείνου του ήχου γίνεται σε υψηλό επίπεδο, με τις λαϊκές ορχήστρες κλπ., αλλά είναι δύσκολο να κάνεις κάτι καινούριο σαν εγχείρημα και να το διαταράξεις. Είναι δηλαδή ένα πολύ ισορροπημένο φαγητό, για να κάνεις μοντερνιές. Οπότε θέλει μεγάλη προσοχή. Είναι ωραίο που γράφονται τραγούδια με επιρροές από ακόμα παλιότερες δεκαετίες, όπως π.χ. το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι. Από εκεί θεωρώ ότι πήρα κι εγώ τη σκυτάλη για τα Δεύτερα. Μέσα σε όλα τα κομμάτια του δίσκου, τα μόνο που έχουν κάποιες έντεχνες επιρροές είναι η οργανική εισαγωγή και “Τα Λόγια Είναι Γράμματα”.
{youtube}HsKv3fuoAXc{/youtube}
Θεωρείτε ότι τα Δεύτερα έχουν ταξική συνείδηση, όπως είχε λ.χ. το ρεμπέτικο;
Τώρα, στο σήμερα; Όχι. Η λαϊκή μουσική σήμερα, είναι το χιπ χοπ. Νιώθω ότι είναι σαν να γράψαμε ένα μυθιστόρημα με τον Θοδωρή. Όμως αυτή η μουσική έχει τόσο μεγάλη δυναμική, ώστε πάντα θα αφορά μέρος του κόσμου και βέβαια νέους, οι οποίοι θα συνδέονται μαζί της.
Γι' αυτό κι έχει μείνει το ρεμπέτικο και το λαϊκό σαν κληρονομιά, γιατί συνδέθηκε με τα τεράστια ταλέντα των δημιουργών του. Και όποιος κι αν θέλει να πάρει αυτήν την πληροφορία, θα είναι πάντα δυνατή. Με μια τέτοια έννοια, ναι. Είναι ένα άμεσο τραγούδι, το οποίο αφορά τον άνθρωπο που αγωνίζεται να ισορροπήσει στο συγκεκριμένο τοπίο.
Ποια είναι η στάση σας, αλήθεια, απέναντι σε όσα εκτυλίχθηκαν με την πρώην ΑΕΠΙ;
Παρακολουθώ ό,τι γίνεται από την απόστασή μου. Όταν είχε γίνει το μεγάλο μπαμ, είχα κι εγώ τις ελπίδες μου ότι θα περάσει ο φορέας εκεί που πρέπει, δηλαδή στους ίδιους τους δημιουργούς. Συμφώνησα απολύτως με την επιστολή που έγραψε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Δεν ταυτίζομαι με το καθεστώς της «κανονικότητας»: υπάρχουν αρκετοί λύκοι τριγύρω, οι οποίοι έχουν βρει ψωμί εδώ και προσπαθούν να δομήσουν μια κατάσταση όπως τους βολεύει. Γιατί είχαμε ένα καθεστώς χρόνων που, κατά τη γνώμη μου, δεν απέδιδε τα δικαιώματα σωστά, ενώ είχε και ληστρική συμπεριφορά απέναντι σε δημιουργούς. Χαίρομαι για τις πρωτοβουλίες που πήραν αρκετοί δημιουργοί, όπως ο Φοίβος ο Δεληβοριάς ή η δημοσιογράφος Φωτεινή Λαμπρίδη, ενάντια σε έναν μηχανισμό που πάλι θα καταπίεζε τη συλλογικότητα.
Στην τελευταία μας κουβέντα, συζητήσαμε αρκετά για την αίσθηση του να είσαι εσωτερικός μετανάστης. Τέσσερα χρόνια μετά, ποια είναι πλέον η σχέση σας με την Αθήνα;
Αισθάνομαι ότι πατάω πιο σίγουρα στον τόπο αυτόν, πλέον. Η Αθήνα μου φανερώνεται καθημερινά, όσο της δίνω κι εγώ χρόνο. Έχει πολλά ανοίγματα κι εκπλήξεις αυτή η πόλη. Γνωρίζοντας και πολύ κόσμο μέσα από τις συνεργασίες σε διάφορους χώρους, την αισθάνομαι πόλη μου πλέον και την αγαπώ πολύ.
Ποιο είναι το επόμενο βήμα για τα Δεύτερα;
Θα ήθελα να κάνω ακόμα έναν λαϊκό δίσκο, να έχει μια εξέλιξη αυτό, μιας και περάσαμε όμορφα όλοι οι συντελεστές. Και το μυαλό μου είναι ακόμα εκεί. Και θέλω να βάλω κι άλλους ανθρώπους στο επόμενο εγχείρημα.
Φτιάξατε όμως και τη μουσική για τη νέα παράσταση του Γιώργου Παπαγεωργίου Ξαφνικά Πέρυσι το Καλοκαίρι, για το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Πώς είναι να συνθέτεις για την παράσταση ενός δημιουργού που είναι παράλληλα και μουσικός;
Νομίζω ότι ήταν περισσότερο δημιουργικό απ' ό,τι παρεμβατικό. Με διάλεξε δηλαδή για το συγκεκριμένο έργο, γνωρίζοντας ήδη ακριβώς τι κάνω. Και έχοντας μουσικές γνώσεις, ήταν πολύ αποτελεσματικός στο να μου αναλύσει δραματουργικά το έργο –κάτι που βοήθησε πολύ.
Το έργο είναι αριστούργημα και γιατί έχει πολλές ηχητικές οδηγίες μέσα. Εγώ έβαλα λοιπόν τον δικό μου τρόπο, με το βιολί και με τις live λούπες. Και προσπάθησα να φτιάξω ατμόσφαιρες ή σκηνές που μπορεί είτε να είναι περιγραφικές, είτε να ανοίξουν περισσότερο συναισθηματικά.
Αντίστοιχα, στον Χορό της Φωτιάς του Άρη Μπινιάρη, που ολοκλήρωσε πρόσφατα τις παραστάσεις του, πατήσατε επάνω στη μουσική παράδοση του Πόντου...
Θα παιχτεί και στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο. Αυτό το έργο, ενώ μιλάει για το γεγονός της Γενοκτονίας, αποδόθηκε με έναν τρόπο που δεν είναι μόνο για τον Πόντο: είναι η ιστορία της γενοκτονίας και της καταπίεσης της ελευθερίας ενός λαού. Ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία, ενώ υπήρχε και η δυνατότητα να έχω τρεις μουσικούς να παίξουν ζωντανά. Έτσι όπως το έστησε ο Άρης, έγινε ένα ατμοσφαιρικό τελετουργικό. Πήρα πράγματα από τους ρυθμούς της ποντιακής μουσικής, αλλά έβαλα και διαφορετικές ατμόσφαιρες, με πιο σύγχρονα χρώματα. Και η ποντιακή λύρα εμφανίζεται στην κορύφωση, σαν από μηχανής θεός.
Ασχολούμενος με τόσα διαφορετικά είδη μουσικής, πώς βρίσκετε να ενημερώνει το ένα το άλλο;
Νομίζω ότι, θέλοντας και μη, επηρεάζει το ένα το άλλο. Η πορεία μου σε αυτά τα χρόνια έχει φτιάξει μια γλώσσα και μια ατμόσφαιρα μέσα στο κεφάλι μου. Επίσης, όταν βλέπω ότι κάτι μου γίνεται ευκολία, προσπαθώ να το ανοίγω και παραπέρα, έτσι ώστε και να μην βαριέμαι και να επαναλαμβάνομαι. Ασχολούμενος με άλλα πράγματα, ακόμα και όταν γυρνάω στα παλιά, τα προσεγγίζω από νέες γωνίες.
Ποια είναι τα επόμενα ανακοινώσιμα σχέδιά σας;
Θα ήθελα να κάνω μια συναυλία με τα Δεύτερα στην Αθήνα, όπως έγινε στην παρουσίαση στον Σταυρό Του Νότου. Μέσα στο καλοκαίρι, επίσης, θα κάνω κάποια πράγματα για το θέατρο. Θα ήθελα να κάνω και μια εξέλιξη των Δεύτερων σε έναν νέο δίσκο, όπως είπαμε και πιο πάνω. Και φέτος θα ήθελα να κάνω και διακοπές, για να πω την αλήθεια.
{youtube}R-cbcrgzl6A{/youtube}
- Πληροφορίες
- Δημήτρης Μεντές
Φώτης Σιώτας: Το λαϊκό τραγούδι είναι ένα πολύ ισορροπημένο φαγητό, για να κάνεις μοντερνιές...
Από τους πιο δραστήριους εγχώριους δημιουργούς, με εξαιρετικά ακονισμένο αισθητήριο, καταφέρνει να διασχίζει τα μουσικά είδη με εντυπωσιακή λεπταισθησία. Ανάμεσα σε συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και συνεργασίες, βρήκε τον χρόνο να μας μιλήσει για το τελευταίο του εγχείρημα –τα Δεύτερα– καθώς και για το δημιουργικό του παρόν και μέλλον