Ως παραγωγός είχε επιβραβευτεί, αλλά το Όσκαρ Β΄Ανδρικού για το «Κάποτε στο ...Χόλιγουντ» ήταν το πρώτο που κέρδισε με την ερμηνεία του ο ωραίος Μπραντ, για τον οποίο το κλισέ «ωριμάζει σαν το παλιό, καλό κρασί» αποκτά το πλήρες νόημά του.
Όλοι οι πασίγνωστοι σταρ κουβαλούν μια συγκεκριμένη εικόνα, για την οποία είναι, εν μέρει μόνο, υπεύθυνοι. Για όλους ανεξαιρέτως, το κοινό έχει μια κατά κανόνα θολή άποψη, η οποία σχηματίζεται από θραύσματα ειδήσεων και μέσα από περιστασιακές, αόριστες εντυπώσεις. Προφανώς, αυτό ισχύει και για τον Μπραντ Πιτ, ο οποίος στο μυαλό των πολλών, για κάποιους (κατανοητούς αλλά αβάσιμους) λόγους, δεν είχε μέχρι τώρα κατοχυρώσει τη σφραγίδα του αληθινά σπουδαίου ηθοποιού. Με την αύρα του ειδώλου να σκιάζει την αυθεντικά καλλιτεχνική του προσωπικότητα, ο Πιτ έχει, παρόλα αυτά, να επιδείξει μια εκπληκτική κινηγματογραφική πορεία, η οποία προχώρησε παράλληλα με την ταραχώδη προσωπική του ζωή, επιτρέποντας μάλιστα στην αναμφισβήτητη γοητεία του να παραμείνει 100% αλώβητη στο πέρασμα των χρόνων.
Ο δρόμος για το Όσκαρ
Μέχρι να φτάσει στο βάθρο των Όσκαρ και να κερδίσει επιτέλους, στα 56 του χρόνια, ένα αγαλματάκι για την ερμηνεία του, ο Μπραντ Πιτ έχει περάσει από πολλούς ενδιαφέροντες, κάποτε και εμβληματικούς σταθμούς. Ναι, στο αξέχαστο «Θέλμα και Λουίζ» του Ρίντλεϊ Σκοτ, μέσα από το οποίο συστήθηκε στο ευρύ κοινό το 1991, ξεχώρισε για το σχεδόν αφόρητο sexiness. Όμως, ακολούθησαν ταινίες όπως «Το ποτάμι κυλά ανάμεσά μας» του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, οι «12 Πίθηκοι» του Τέρι Γκίλιαμ, το «Seven», το «Fight Club» και «Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» του Ντέιβιντ Φίντσερ, το «Δέντρο της ζωής» του Τέρενς Μάλικ», το «Βαβέλ» του Αλεχάντρο Ινιάριτου, το «Moneyball» του Μπένετ Μίλερ και, βεβαίως, η υποτιμημένη, πλην έξοχη «Δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ» του Αντριου Ντόμινικ, ένα ατμοσφαιρικό, καθηλωτικό δράμα που δεν είδαν πολλοί, και τυγχάνει από τις πιο αγαπημένες ταινίες και του ίδιου του Πιτ. Μέσα σε όλα αυτά, και οι απαραίτητες δόσεις glamour στη «Συμμορία των 11» και στα σίκουελ της, δια χειρός Στίβεν Σόντερμπεργκ αλλά και το «Troy» του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν, που μπορεί να έφτασε τον Πιτ στα πρόθυρα του Βατόμουρου, αλλά χάρισε στο φιλοθεάμον κοινό τον πιο καυτό Αχιλλέα από καταβολής...Τροίας.
Επιπλέον, ο Μπραντ Πιτ είναι και παραγωγός. Μετά το διαζύγιό του από τη Τζένιφερ Άνιστον, ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο της εταιρίας παραγωγής που είχαν ιδρύσει, και σε μερικές από τις παραπάνω ταινίες είχε, παράλληλα, και τον ρόλο του producer ή του executive producer. Σημειώστε, επίσης, τις οσκαρικές «12 χρόνια σκλάβος» και «Το μεγάλο σορτάρισμα» (στις οποίες, επίσης, έπαιξε), «Moonlight» και «Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει».
Για όλα αυτά και για όσα δεν αναφέρονται, ο Πιτ έχει συγκεντρώσει 187 (!) υποψηφιότητες για διάφορα βραβεία και έχει κερδίσει 107 από αυτά. Αν, μάλιστα, κρίνει κανείς από τις επιλογές του αλλά και από τις ευφυείς, χιουμοριστικές πολιτικές αιχμές στους ευχαριστήριους λόγους του, αντιλαμβάνεται επιπλέον το σκεπτικό του όσον αφορά την ισότητα και τη δικαιοσύνη, αλλά και το κοφτερό μυαλό του. Πέρα από τις εντυπώσεις, υπάρχουν και οι αριθμοί: Όπως υπολογίστηκε πρόσφατα, ο άνθρωπος που κάποτε διέπρεψε ως οδηγός στρίπερ, μεταφορέας ψυγείων και... γιγάντιο κοτόπουλο (στο πλαίσιο της δουλειάς του σε μια αλυσίδα εστιατορίων), σήμερα «αξίζει» 300 εκατομμύρια δολάρια. Σε αυτό έχουν συμβάλλει οι αμοιβές και τα ποσοστά του από τις ταινίες στις οποίες έχει παίξει, τα κέρδη από τις παραγωγές, τα διαφημιστικά, οι επενδύσεις και η αξία των πύργων, των επαύλεων και των πλεούμενων που απέκτησε στη διάρκεια του γάμου του με την Τζολί. Όπως αναφέρεται, τα χρήματά του τα ξοδεύει κυρίως σε ακίνητη περιουσία και σε φιλανθρωπίες-που είναι αρκετές. Ένα παράδειγμα για το τελευταίο είναι οι περίφημες, αποκλειστικές οικογενειακές φωτογραφίες των «Μπραντζελίνα», αγκαλιά με τα νεοαφιχθέντα τους μωρά, οι οποίες πωλήθηκαν για αρκετά εκατομμύρια: όλα δωρίστηκαν. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη η περίοδος, με τις ατέλειωτες φωτογραφήσεις, είτε αυτές γίνονταν στην πολυτελή κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού είτε σε διάφορες ελάχιστα προνομιούχες περιοχές του πλανήτη, δεν ωφέλησαν την εικόνα του. Για χρόνια, όλα φαίνονταν να περιστρέφονται γύρω από την Αντζελίνα και ο Μπραντ έδινε την αίσθηση του κυρίου της κυρίας.
Η προσωπική (roller coaster) ζωή του
Ακόμα και όσοι είναι παγερά αδιάφοροι απέναντι στα κουτσομπολίστικα ταμπλόιντ, είναι δύσκολο να αναφερθούν στον Μπραντ Πιτ και να μην σκεφτούν την προσωπική του ζωή, κάτι ανάμεσα σε σενάριο αισθηματικής ταινίας και roller coaster, ειδικά από τη στιγμή που μπήκε η Αντζελίνα Τζολί στο σκηνικό. Ο χωρισμός του από τη Τζένιφερ Άνιστον, με την οποία ήταν φανερό ότι διασκέδαζε, εξαιτίας της Τζολί (μίας από τις ομορφότερες γυναίκες του πλανήτη, αλλά και εξαιρετικά αμφιλεγόμενης όσον αφορά τον χαρακτήρα και την ψυχική της ισορρροπία) πυροδότησε ατέλειωτες συζητήσεις, οι οποίες συνεχίζονται ζωηρά μέχρι σήμερα.
Ολοι είχαν άποψη σχετικά με την επιλογή του και τάχτηκαν υπέρ της μίας ή της άλλης συντρόφου. Αν, πάντως, κρίνουμε από την άσβεστη μανία να τον επανασυνδέσουν συναισθηματικά με την πρώτη του σύζυγο, μάλλον το team Aniston είναι πολυπληθέστερο.
Όχι άδικα. Το γεγονός ότι η Τζολί, ίδια οργισμένη μαινάδα, κάνει το παν για να καταστρέψει τη δημόσια εικόνα του πρώην συντρόφου της, πότε απειλώντας με μυστικά βίντεο που τον δείχνουν μεθυσμένο, πότε κατηγορώντας τον για αδιαφορία απέναντι στα παιδιά του, πότε απαιτώντας διατροφές τις οποίες, όπως αποδεικνύεται, ο Πιτ έχει πληρώσει, έχουν παγώσει τα συναισθήματα του κοινού προς το πρόσωπό της.
Αντιθέτως, η απλότητα, ο αυτοσαρκασμός και η ειλικρίνεια του Μπραντ του χάρισαν πόντους: αφενός, ομολόγησε το πρόβλημα αλκοολισμού του και την υπερβολική χρήση μαριχουάνας. Αφετέρου παραδέχτηκε ότι δεν υπήρξε ιδανικός πατέρας, ενώ πρόσφατα (όπως λέγεται) δεν πήγε να παραλάβει το βραβείο BAFTA, επειδή προτίμησε να συναντήσει τον αποξενωμένο γιο του Μάντοξ. «Όλοι κουβαλάμε πόνο. Τραύμα. Απώλεια. Ξοδεύουμε τις ζωές μας προσπαθώντας να κρύψουμε αυτά τα κομμάτια μας. Αλλά αυτά είναι εκεί. Μέσα σου. Και κάποια στιγμή θα ανοίξεις τα κουτάκια», είπε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο «GQ» Αυστραλίας, ομολογώντας επίσης πόσο τον βοήθησαν οι υπόλοιποι άντρες στις συγκεντρώσεις των Ανώνυμων Αλκοολικών. Τίποτα δεν γοητεύει περισσότερο το κοινό από έναν άνθρωπο που φαίνεται να τα έχει όλα, αποδεικνύεται ευάλωτος και αυτοκαταστροφικός και ζητά, με τον τρόπο του, συγγνώμη. Δεν είναι δύσκολο, λοιπόν, να καταλάβει κανείς γιατί οι θαυμαστές του Μπραντ Πιτ αρνήθηκαν να γκρεμίσουν το είδωλο από το βάθρο του εν μία νυκτί.
Once upon a time...
Και φυσικά, είναι και ο Κλιφ Μπουθ του «Κάποτε στο...Χόλιγουντ». Είναι αδύνατον να αντισταθείς στον γοητευτικό κασκαντέρ του ξεπεσμένου σταρ που υποδύθηκε ο συμπρωταγωνιστής του, Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Όχι μόνο επειδή ο ρόλος που επεφύλασσε ο Κουέντιν Ταραντίνο στον Μπραντ Πιτ περιβαλλόταν από ένα γοητευτικό μυστήριο σε σχέση με το παρελθόν του, αλλά και επειδή ο Πιτ έφερε στον λιγομίλητο, αμφιλεγόμενο αρχικά αλλά ηθικό, όπως αποδεικνύεται, χαρακτήρα που ερμήνευσε την αξεπέραστη αύρα και τον ανδροπρεπή ερωτισμό των χολιγουντιανών αρσενικών μια άλλης εποχής. Κάπως έτσι, το γυναικείο κοινό θυμήθηκε ξανά γιατί ο Μπραντ υπήρξε το είδωλο της εφηβείας του. Σε πολλούς από μας θύμισε τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και μάλλον ο Πιτ, που στον ευχαριστήριο λόγο του στα Όσκαρ αναφέρθηκε νοσταλγικά στην ταινία «Οι δύο Ληστές» («Butch Cassidy and The Sundance Kid»), των Ρέντφορντ και Πολ Νιούμαν, καταλαβαίνει γιατί.
Το «Κάποτε στο...Χόλιγουντ», που ήρθε 9 χρόνια μετά το «Αδωξοι μπάσταρδη» (όπου ο Ταραντίνο είχε αναθέσει στον Πιτ το ρόλο ενός ανελέητου κυνηγού του Ναζί) μας γυρίζει στο διαβόητο για το Λος Αντζελες καλοκαίρι του 1969. Τότε έγιναν οι φόνοι της Σάρον Τέιτ και της παρέας της από τη συμμορία του Τσαρλς Μάνσον και, παρόλο που η αιματοβαμμένη ιστορία τους εντάσσεται ευφυώς στην ταινία, ο αεικίνητος σκηνοθέτης θέλησε, ουσιαστικά, να μιλήσει για την εποχή, για το Χόλιγουντ και για τους ανθρώπους του. Ο φόρος τιμής του Ταραντίνο σε όσα τον καθόρισαν χάρισαν στην ταινία του, μεταξύ άλλων, 10 υποψηφιότητες για Όσκαρ (κέρδισε 2), Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Κωμωδίας ή Μιούζικαλ και 5 Βραβεία BAFTA. H Nova, με την εμπειρία που τη χαρακτηρίζει στην επιλογή ποιοτικών κινηματογραφικών ταινιών, την έχει εντάξει στο πρόγραμμά της και θα την προβάλλει χωρίς καμία επιπλεόν χρέωση στους συνδρομητές της, σε A' τηλεοπτική προβολή.
Ήταν η τέταρτη φορά που ο Μπραντ Πιτ (ο οποίος επικράτησε και στις Σφαίρες και στα BAFTA) ήταν υποψήφιος για Όσκαρ ερμηνείας (προηγήθηκαν οι υποψηφιότητες για τα «12 πίθηκοι», «Μπέντζαμιν Μπάτον» και «Moneyball») και το γεγονός ότι το κατέκτησε, έστω για Β΄Ανδρικό Ρόλο, ίσως σηματοδοτεί μέσα του το τέλος ενός κεφαλαίου. Άλλωστε, ακόμα κι ένας Μπραντ Πιτ μπορεί να νιώσει τον χρόνο να βαραίνει επάνω του.
«Αυτή την εποχή δουλεύω περισσότερο πίσω από τις κάμερες, ως παραγωγός», δήλωσε πρόσφατα. «Είναι μια δουλειά που με ευχαριστεί πάρα πολύ. Ως ηθοποιός δουλεύω όλο και λιγότερο. Πραγματικά πιστεύω ότι αυτό το παιχνίδι είναι για τους νέους -όχι ότι δεν υπάρχουν υπέροχοι ρόλοι και για μεγαλύτερους άνδρες. Απλά νομίζω ότι το ίδιο το παιχνίδι του Χόλιγουντ θα σε προσπεράσει, σα φυσική εξέλιξη. Θα σε πετάξει εκτός γιατί έτσι είναι η φυσική συνέχεια. Μπορεί να είμαι δεινόσαυρος και να μην το ξέρω. Και ο κομήτης μπορεί να βρίσκεται ήδη καθ' οδόν».
Ο χρόνος και το Χόλιγουντ θα δείξουν αν η αίσθησή του είναι σωστή ή αν κάπου εκεί στη γωνία το Όσκαρ Α΄Ανδρικού Ρόλου τον περιμένει για να το κατακτήσει.