«Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει ότι θα έκανα κάτι μεγάλο μια μέρα. "Έχω ένα προαίσθημα για σένα John Osbourne" μου έλεγε, αφού είχε κατεβάσει μερικές μπύρες. "Εσύ ή θα κάνεις κάτι πολύ σπουδαίο ή θα πας φυλακή". Κι είχε δίκιο ο γέρος μου. Βρέθηκα στη φυλακή πριν τα δέκατα όγδοά μου γενέθλια».

Ίσως σε αυτήν τη φράση του πατέρα του Jonh Osbourne, να συνοψίζεται ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου που έφερε μεγάλη ταραχή στη μουσική βιομηχανία με τους Black Sabbath, αλλά και αργότερα, με τη σόλο πορεία του.

Η αυτοβιογραφία του I Am Ozzy, την οποία επιμελήθηκε άριστα ο Chris Ayres το 2009 –σε συνδυασμό με το ντοκιμαντέρ του 2011 God Bless Ozzy Osbourne, το οποίο βασίστηκε σε εκείνη– προσπαθεί να σκιαγραφήσει ολόκληρη τη διαδρομή του τραγουδιστή: από την εφηβεία, μέχρι τα χρόνια της αποτοξίνωσης, της άσκησης και της νηφαλιότητας. Και είναι αλήθεια· λες και μπροστά σου έχεις ένα έδαφος που άλλοτε ευφορεί κι άλλοτε κινδυνεύει από λειψυδρία.

Ιδιαίτερα το ντοκιμαντέρ των Mike Fleiss & Mike Piscitelli, είναι σαν να βλέπεις επεισόδιο από κάποια εκπομπή του Ανδρέα Μικρούτσικου, ευρισκόμενος μπροστά σε ένα κυρίως οικογενειακό δράμα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ίσως ο τηλεθεατής να μπαίνει στη θέση της Τάνιας Μακρή, προσπαθώντας να ψυχολογήσει τον Ozzy Osbourne. Υπάρχει δηλαδή ένας έντονα δραματικός τόνος, που αναζητά και βρίσκει το happy end, σαν να πρόκειται για ταινία του Χόλιγουντ.

Το God Bless Ozzy Osbourne κερδίζει βέβαια σε ορισμένα σημεία σε σχέση με το βιβλίο, από την άποψη ότι εδώ μιλούν και φίλοι και συνεργάτες του, όπως οι Geezer Butler, Paul McCartney, Tony Iommi και Billy Morrison, ενώ συμμετέχει φυσικά και όλη του η οικογένεια· δίνοντας έτσι και μια άλλη ματιά στην ιστορία. Σε αυτό όμως που κατά κόρον υστερεί είναι στις πιο ειδικές πληροφορίες, κυρίως δε στο χιούμορ, το οποίο είναι μεν άφθονο στις σελίδες, μα απόν στον φακό. Μπορεί ο Tommy Lee να περιγράφει ωραιότατα σκηνές καφρίλας που φρίκαραν ακόμα και τύπους σαν τον Vince Neil ή τον Axl Rose, όμως και πάλι χάνουν κατά πολύ από την απουσία των απίστευτων πινελιών του πνεύματος του Ozzy Osbourne.

{youtube}vwLQw_95hX0{/youtube}

To αγόρι από το Aston της Βρετανίας, που μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά με εμφανείς ακόμα τις πληγές από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε πάντα ως γνώμονα μια ανάγκη για απεγκλωβισμό από την ανέχεια και τη ζωή του εργοστασίου. Καθώς λοιπόν ελισσόταν μέσα σε αυτόν τον μονόδρομο, έμελλε να ήταν ένα τραγούδι των Beatles (το "She Loves You", 1963) που του άνοιξε μονοπάτι προς το όνειρο του ροκ σταρ.

Έπειτα, η ιστορία φαντάζει γνωστή: η γνωριμία του με τον Butler και η συνάντησή του με τον Iommi –με τον οποίον γνωρίζονταν ήδη από το σχολείο– η τύχη να παίξουν σε ένα φεστιβάλ λόγω απουσίας των Jethro Tull, η αποχώρηση κατόπιν του Ιοmmi για να μετάσχει στους τελευταίους και το ξανασμίξιμο (δεν θα τα έβρισκαν ποτέ με τον Ian Anderson), οι Earth που τελικά έγιναν Black Sabbath, τα τζαζ κομμάτια που διαδέχθηκαν τη «φοβιστική μουσική».

Είναι χαρακτηριστικό το στιγμιότυπο (μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, 1970) με τους Σατανιστές που κάθισαν έξω από την πόρτα του γκρουπ σε ένα ξενοδοχείο ύστερα από μια συναυλία, ανάβοντας κεριά· με τον Osbourne να βγαίνει τελικά εκνευρισμένος και να τα σβήνει φυσώντας, ενώ τραγουδούσε το “Happy Birthday”... Ήταν επίσης και το Star Club του Λος Άντζελες, αλλά και το ντεμπούτο των Led Zeppelin (1969), το οποίο τάραξε όλο το συγκρότημα. Κι έπειτα, η επιτυχία: ο ένας δίσκος ερχόταν μετά τον άλλον, ενώ o Ozzy αναφέρει χαρακτηριστικά στο ντοκιμαντέρ ότι με τα πρώτα του χρήματα πήρε (μεταξύ άλλων) και μερικές κάλτσες, καθώς κυκλοφορούσε με τα σανδάλια ακόμα και τον χειμώνα. Περιστατικά επίσης διαδέχονται το ένα το άλλο: φάρσες, ξέφρενα μεθύσια, παραμονή σε στοιχειωμένα σπίτια σαν το Clearwell Castle, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως στούντιο.

Μέσα σ' όλα ήρθε και το (οριστικό) τέλος της συνεργασίας με τους Black Sabbath (1979), λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ακολούθησε το φευγιό του για την Αμερική και η συνάντηση με τον Randy Rhoads, η οποία θα του έδινε και ελπίδα, αλλά και σόλο επιτυχίες. Ο δικός του χαμός μερικά χρόνια αργότερα (1982), θα του στοιχίσει πολύ: «Γιατί οι άνθρωποι δεν με ρωτάνε για τον θάνατο του Randy Rhoads, αντί να με ρωτάνε τι πιο τρελό έχω κάνει; Αυτό ήταν το πιο τρελό που έζησα, να βλέπω τον τύπο να καίγεται. Τη μέρα που πέθανε ο Randy, πέθανε κι ένα κομμάτι του εαυτού μου... Δεν μπορώ να το ξεχάσω αυτό», λέει σε μια παλιότερη συνέντευξή του για το ντοκιμαντέρ.

Όλα πάντως τα γεγονότα της ζωής του Osbourne είχαν μυρωδιά εμετού και γεύση αλκοόλ. Από την εφηβεία του ακόμα –καθώς δούλευε υπεύθυνος σε μηχανή απολύμανσης– σνίφαρε μεθυλικό χλώριο μέχρι λιποθυμίας και απόλυσης. Δεν είναι τυχαίο που πράγματι έχει συζητηθεί ως φαινόμενο σε ιατρική έρευνα, για το γεγονός ότι έχει επιβιώσει από μια τέτοια τεράστια κατάχρηση, παντός είδους ουσιών.

Σε κάθε περίπτωση, σε βιβλίο και σε ντοκιμαντέρ γίνεται σαφές κι απ' τον ίδιο ότι η ζωή μαζί του έμοιαζε απίστευτα τοξική. Τα παιδιά του δακρύζουν σχεδόν σκεπτόμενα τα περασμένα χρόνια, ενώ αποκαλύπτεται και η βία προς τη Sharon Levy –τη δεύτερη σύζυγό του και μάνατζέρ του κατά τη σόλο πορεία του. Ενίοτε, ο λόγος του έχει τον δικαιολογητικό τόνο ενός γέρου στην παμπ, ο οποίος σε βρήκε μόνο και σου εξιστορεί την ιστορία του, με κόκκινα μάτια και μια μπύρα στο χέρι. Στα σύγχρονα χρόνια, πάλι, θα μπορούσε να παρομοιαστεί και με τον τρόπο του BoJack Horseman: κακή σχέση με τη μητέρα του, ατέλειωτα μεθύσια, ναρκωτικά, σεξισμός (τριτοσακουλάτες γκόμενες, αχά!), ομοφοβία. Χωρίς όμως πρόθεση νιχιλιστική ή κάποιας μετάνοιας.

Τον Ozzy τον ενδιαφέρει να μιλήσει αληθινά για το ποιος ήταν, να δώσει πραγματική διάσταση στη μορφή του Τρελού που τρώει νυχτερίδες. Θέλει να δείξει ότι όσα φαίνονται αστεία, μπορεί να ήταν ταυτόχρονα προβληματικά ή και λυπηρά. Γι' αυτό και εκθέτει την ανασφάλεια, την ανημπόρια της διαχείρισης των τεράστιων αλλαγών που είχε η καριέρα του, ενώ μιλάει και για το πώς κατάφερε τελικά να απεξαρτηθεί και να απομακρυνθεί γενικότερα απ' όλα τα παραπάνω. Θέτει δε με ειλικρίνεια το ερώτημα του πώς κατάφερε όσα κατάφερε, όντας σε μια τέτοια κατάσταση.

Έντεκα-δώδεκα χρόνια μετά, πάντως, τον βρίσκουμε να παραδέχεται ότι τον έχει καταβάλει πια η Νόσος του Πάρκινσον. Ταυτόχρονα, όμως, παραδίδει έναν ακόμη δίσκο, το Ordinary Man, που είναι από τους καλύτερους της ύστερης (σόλο) καριέρας του. Ο Πρίγκιπας του Σκότους είναι λοιπόν ακόμα εδώ και ξέρει πώς he does his fucking stuff.

{youtube}iuzyA5gDa4E{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured