Η μουσική τους εξέπεμπε αληθινό σκοτάδι, όντας ένα περίεργο κράμα υπερβατικής και γήινης παρακμής: ένα κολάζ από σκουριασμένες υδρορροές εργοστασίων, σκονισμένες σοφίτες που φιλοξενούν ξεχασμένους θεούς, εγκαταλελειμμένες γειτονιές, θρησκευτικό μυστικισμό και μακιγιαρισμένη δόξα...

Αν βάλεις σε μια playlist τα 4 βασικά άλμπουμ των Bauhaus (προσθέτοντας τιμητικά και το “Bela Lugosi Is Dead”) και αθροίσεις τις διάρκειες των κομματιών, ο συνολικός χρόνος φτάνει τις 3 ώρες και 26 λεπτά. Σχεδόν τρεισήμισι ώρες λοιπόν, αυτή είναι η παρακαταθήκη των Βρετανών πιονιέρων του γοτθικού ήχου. Τρεισήμισι ώρες, με μια σταθερά δυσθεώρητη ευθεία όσον αφορά την ποιοτική τους καμπύλη.

Οι Bauhaus είναι από εκείνους τους σπάνιους καλλιτέχνες που έχουν αψεγάδιαστο σερί κυκλοφοριών καθ' όλη τη βασική περίοδο δράσης τους (αφήνω τελείως εκτός σε αυτό το κείμενο την αναλαμπή στα '00s και το “Go Away White”)· σε τέτοιον βαθμό, ώστε χρόνο με τον χρόνο αλλάζει ο δίσκος που θεωρώ ως καλύτερό τους. Στο μυαλό μου, η εικόνα τους είναι ένα καλό δείγμα του πώς θα έβλεπα διάφορες μπάντες αν είχαν σταματήσει στο ποιοτικό τους ζενίθ (οι Iron Maiden, για παράδειγμα, στο Seventh Son Of A Seventh Son ή οι Slayer στο Seasons In The Abyss): ως μια καλλιτεχνική μονάδα που κατάφερε να μεγαλουργήσει, να προσφέρει μόνο αριστουργήματα, και ακολούθως αποχώρησε, αφήνοντας μονάχα σκοτεινή λάμψη, αδιάβλητη από τον χρόνο· μια οντότητα που, ακριβώς λόγω του κύκλου ζωής της, δεν επιτρέπει στην παρακμή να παρασιτήσει πάνω της.

Πέρα από τους Fields Οf Τhe Nephilim και τους Sisters Οf Mercy –οι οποίοι είναι μπαλαντέρ όσον αφορά την αποδοχή τους από το μεταλλικό κοινό– οι Bauhaus ήταν η πρώτη μπάντα της «από εκεί» μεριάς (gothic, post-punk, σκοτεινής μουσικής εν γένει, αν θέσουμε ως «εδώ» το metal) που αποδέχτηκα, σε μια εποχή όταν το Unknown Pleasures των Joy Division μου φαινόταν (άκουσον άκουσον!) πολύ άδειο ηχητικά.

90fBauhaus_2.jpg

Σίγουρα έναν ρόλο έπαιξε ο τίτλος του “Bela Lugosi Is Dead”, όπως και η παράδοξη, απειλητική και μελαγχολική φύση του εν λόγω κομματιού, που είναι από τις πιο πιστές ηχητικές αναπαραστάσεις μιας περιπλάνησης σε κατακόμβες. Σαφώς συντέλεσαν οι πρωτόλειες και άκρως ανησυχητικές φιγούρες στο ασπρόμαυρο εξώφυλλο του Mask (1981). Όπως και η γοητεία της (εκ πρώτης όψεως ασύνδετης) φύσης του υλικού των 2 πρώτων δίσκων, με κοινό παρονομαστή την παράφρονα παρακμή. Πάνω από όλα, όμως, αυτό που με παρέσυρε ήταν το αληθινό σκοτάδι το οποίο εξέπεμπε η μουσική τους: ένα περίεργο κράμα υπερβατικής και γήινης παρακμής, ένα κολάζ από σκουριασμένες υδρορροές εργοστασίων, σκονισμένες σοφίτες που φιλοξενούν ξεχασμένους θεούς, εγκαταλελειμμένες γειτονιές, θρησκευτικό μυστικισμό και μακιγιαρισμένη δόξα.

«This is for when the radio is broken and crackles like uranium orchids
This is for when the fohn-wind rattles the telegraph wires like a handful of bones
This is for when dream ambulances skitter through the streets at midnight
This is for when you get caught in a sleep-riot and the sky is out of order
This is for when your sex is full of voodoo
This is for when your clothes are imaginary
This is for when your flesh creeps and never comes»

Οι παραπάνω γραμμές προέρχονται από το booklet του Mask και παρουσιάζουν υπέροχα τη φύση της μουσικής των Άγγλων: μια παρανοϊκή και σκοτεινή φύση, κυριαρχούμενη από τη συνύπαρξη εξαιρετικά ετερόκλητων στοιχείων και επιρροών. Ίσως πρόκειται για το πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο της μπάντας από το Νορθάμπτον, το οποίο συνάδει μάλιστα με τη ντανταϊστική και εικονοκλαστική διάθεσή της. Διόλου τυχαίες διαθέσεις, μιας και η περίοδος του Μεσοπολέμου είναι κομβικής σημασίας για τις –αισθητικές και μη– επιρροές του συγκροτήματος.

90fBauhaus_3.jpg

Με προφανή αφετηρία το καλλιτεχνικό κίνημα Bauhaus (το εξώφυλλο της Duane Michals για το In The Flat Field του 1980, κάλλιστα θα μπορούσε να ενταχθεί στη φωτογραφική πτυχή αυτού) η μπάντα άντλησε εικαστικά από το μεγάλο του εξπρεσιονισμού πηγάδι· το εξώφυλλο π.χ. του single "Bela Lugosi Is Dead" (1979) είναι από την ταινία του D. W. Griffith The Sorrows Οf Satan (1926). Με τη γενικότερη εικονοκλαστική, πειραματική, και παρακμιακή ατμόσφαιρα της εποχής να ίπταται πάνω από το έργο τους, οι Bauhaus έθεσαν σημαντικό μέρος των θεμελίων μιας ολόκληρης σκηνής. Σε βάθος χρόνου, βέβαια, η επιρροή ήταν περισσότερο αισθητική και όχι τόσο μουσική, μιας και οι περισσότερες απόπειρες αντιγραφής του πολυσυλλεκτικού ήχου των Άγγλων κατέληξαν σε ακαλαίσθητο φιάσκο μίμησης. Όμως το γκροτέσκο, το πένθιμο, και το μακάβριο δύσκολα θα γίνονταν τόσο κομψά και γοητευτικά χαρακτηριστικά της σκηνής, αν δεν είχαν φιλτραριστεί με μαεστρία από τους Bauhaus των συναυλιών και φωτογραφιών της περιόδου των 2 πρώτων δίσκων.

Όσο για τα photo sessions των 2 τελευταίων άλμπουμ, αρκεί μια ματιά στο στήσιμο της μπάντας και ειδικά του Peter Murphy, για να καταλάβει κανείς το πόση επιρροή άσκησε ο David Bowie, και συγκεκριμένα η αυστηρή μα τόσο κουλ και ρομαντική Thin White Duke περσόνα του. Ο ρομαντισμός αναπτύχθηκε ως στοιχείο των Άγγλων, χωρίς γραφικότητες, ως η γλυκόπικρη νοσταλγική χροιά της πανταχού παρούσας παρακμής.

«White on white translucent black capes
Back on the rack
Bela Lugosi's dead
The bats have left the bell tower
The victims have been bled
Red velvet lines the black box
Bela Lugosi's dead
Undead undead undead
The virginal brides file past his tomb
Strewn with time's dead flowers
Bereft in deathly bloom
Alone in a darkened room
The count
Bela Lugosi's dead
Undead undead undead»

90fBauhaus_4.jpg

In The Flat Field & Mask

Μπορεί η αρχική έκδοση του In The Flat Field να είχε μόλις 8 κομμάτια, αλλά οι νεότεροι μάθαμε το δίσκο με τα 17 κομμάτια της επανέκδοσης σε CD του 1988. Το ντεμπούτο των Bauhaus είναι ένα χαοτικό σμάρι από αποκαλυπτικούς ύμνους στρωτού συσκοτισμένου glam, πειραματικού και άτονου punk, αφιονισμένης funk, ακόμη και ψηγμάτων νευρόσπαστων ρέγγε ρυθμών. Αν η κάσα του φέρετρου του Bela άνοιξε για πρώτη φορά με το “Bela Lugosi Is Dead”, τότε στο In The Flat Field έχουμε τον πανζουρλισμό, την παράνοια του περάσματος από τη ζωή στον θάνατο και μετά στη νεκροζωή. Μια αλληλουχία ασύνδετων θραυσμάτων μνήμης, που καταλήγουν σε ένα μωσαϊκό εξαιρετικά εθιστικό στην όψη. Πριν την αποκρυστάλλωση της συνείδησης υπάρχει δυναμικό χάος, προφανώς μη ελεγχόμενο, σαν την κίνηση των ανθρώπινων μελών κατά τον χορό του Αγίου Βίτου. Το ντεμπούτο της μπάντας είναι ένας κήπος υπόγειων απολαύσεων.

{youtube}LGl_Cn-H05g{/youtube}

Όσο για το Mask πρόκειται για τη μάλλον κοινώς αναγνωρίσιμη κορυφή της δισκογραφίας τους, και σίγουρα για τη σκοτεινότερη στιγμή τους –χωρίς αυτό να σημαίνει πως η αντιπαραβολή της σοβαρότητας με την εύθυμη διάθεση, δεν στιγματίζει τον δίσκο. Η φάση είναι «χορέψτε ανέμελα ενώ κάτι στη σκιά σας ρουφάει το μεδούλι». Εδώ ο νεκροζώντανος Bela έχει σχηματοποιηθεί, κυριαρχείται από τις ορέξεις του, δίχως καμία διάθεση αποδοχής, και κρύβεται στις βαθύτερες σκιές της δισκογραφίας του γκρουπ –ανάμεσα στην τόσο Velvet Underground και εξαίσια βρετανική διήγηση του “Of Lillies And Remains” (που πάντα μου θύμιζε το μπάσταρδο τέκνο της Enid Blyton με τον M.R. James), στον κέλτικο ζόφο του “Hollow Hills” και στο ανατριχιαστικό “Mask”, που αναβοσβήνει σα βηματοδότης. Αν το ντεμπούτο ήταν ένα άξεστο και τραχύ καρναβάλι, εδώ έχουμε μια πιο συγκεντρωμένη και έντονη γιορτή κατά τα πρότυπα του Πόε.

The Sky's Gone Out & Burning From The Inside

Το να ξεκινάει δίσκος με διασκευή είναι μια ευχάριστη αλλά και θαρραλέα νότα. Δεν πρόκειται για κάτι τρομερά πρωτόγνωρο (το Into The Pandemonium των Celtic Frost είναι ο πρώτος δίσκος που μου έρχεται στο μυαλό), πάντως υπάρχει μια διάθεση αντισυμβατικότητας στο να συστήνεις το νέο υλικό σου με κάτι που γεννήθηκε από άλλον καλλιτέχνη. Το The Sky's Gone Out (1982), 3ος και ίσως πιο ολοκληρωμένος και στρωτός δίσκος των Bauhaus, μπαίνει με το “Third Uncle” του Brian Eno (από τα ίδια sessions είναι και η διασκευή στο “Ziggy Stardust” του Bowie). Εδώ τα πράγματα έχουν μετακινηθεί προς το glam, τα κηροπήγια έχουν γυαλιστεί, και το σκοτάδι, παρόλο που δεν βρίσκεται μακριά (“The Three Shadows”), δεν είναι τόσο πηχτό όσο στο παρελθόν. Ελαφρώς πιο πολύπλοκες συνθέσεις, που χάνουν κάτι από την αμεσότητα του punk για να λακτιστούν με μια κομψότητα που φέρει την προσωπική σφραγίδα των Bauhaus. Στο πιο αρχοντικό από τα δημιουργήματα των Άγγλων, ο Bela έχει ικανοποιήσει τις οργανικές ανάγκες, έχει υποτάξει τα ένστικτα, και τριγυρνάει σε φωτισμένους διαδρόμους ανταλλάζοντας αβρότητες και ματωμένες χειραψίες.

Όσο για το Burning From The Inside (1983), είναι μάλλον το πιο καλλιτεχνικό άλμπουμ του συγκροτήματος. Μελωδικοί και εσωστρεφείς, πλέον, οι Bauhaus παρουσιάζουν ένα πιο ομαλό υλικό, πιο ομοιογενές από αυτό των προηγούμενων δίσκων, με slow-burning διάθεση. Αναπτύσσει την ραφιναρισμένη εικόνα του προηγούμενου, μελαγχολεί με παραμυθένιο τρόπο (“King Volcano”) και προσπαθεί να επιστρέψει στο σκοτάδι και sτη μελαγχολία των 2 πρώτων δίσκων (το καταφέρνει άψογα στο ομώνυμο κομμάτι). Παρόλο που δεν έχουν τον αυθορμητισμό των πρώτων χρόνων, εδώ υπάρχουν κάποιες από τις πιο άρτια δουλεμένες συνθέσεις του γκρουπ (το κλασικό “She's In Parties” είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου). Υπάρχει βέβαια και θλίψη, η οποία προοικονομεί την επερχόμενη διάλυση. Λες και πλησιάζει το πρωινό και ο Bela πρέπει να επιστρέψει στην κάσα του, για να ξεκινήσει την επόμενη νύχτα την ουροβορική του πορεία μέσα στη δισκογραφία του συγκροτήματος που τον δόξασε όσο κανένα άλλο.

Bonus: Shadow Of Light/Archive DVD

Δυο λόγια για τα οπτικά δημιουργήματα των Bauhaus. Στο DVD αυτό βρίσκονται όλα τα βιντεοκλίπ τους, μαζί με μια ζωντανή εμφάνιση στο Old Vic Stage του Λονδίνου το 1982. Η συγκεκριμένη εμφάνιση δείχνει έναν αποστεωμένο Peter Murphy να τυλίγει κάθε κομμάτι με θεατρικότητα και τεταμένο πάθος –ειδικά η παλλόμενη και εκθαμβωτικά λαμπερή φιγούρα του στο “Stigmata Martyr” θυμίζει μαγική τελετή. Εδώ υπάρχει η κλασική τρίλεπτη βερσιόν του “Bela Lugosi Is Dead” από την έναρξη του αξιοπρεπέστατου βαμπιρικού φιλμ του Tony Scott The Hunger (1983), όπως και τα βιντεοκλίπ που γυρίστηκαν σε ένα παλιό εργοστάσιο. Ανάμεσα στα τελευταία είναι και αυτό του “Mask”, ένα μνημείο γοτθικού, γκροτέσκου, και μιαρού περιεχομένου. Τα κοντινά πλάνα στο ανατριχιαστικά χαμογελαστό σκιασμένο πρόσωπο του Peter Murphy, είναι ικανά να στοιχειώνουν τον θεατή για χρόνια.
 
Trivia: Η μουσική που εισάγει τα βίντεο του DVD είναι το intro της αμερικανικής βωβής κωμικής σειράς Our Gang, που προβαλλόταν από το 1922 ως το 1944· ένα ακόμη σημείο επαφής των Bauhaus με τη μεσοπολεμική περίοδο.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή