Ο αινιγματικός Τom Ripley “γεννήθηκε” το 1955 από την πένα της Patricia Highsmith και σχεδόν 70 χρόνια μετά την αρχική του σύλληψη φαίνεται να καραδοκεί ακόμα στις σκιές -σαν ένα μυστήριο που συνεχίζει να σαγηνεύει τη λογοτεχνική και κινηματογραφική κοινότητα.
O Thomas Ripley υπήρξε ένας ψυχρά υπολογιστικός, γαρ κάπως ερασιτέχνης serial killer, του οποίου η μέθοδος αναρρίχησης στις διάφορες κοινωνικές τάξεις αποτελούσε ανέκαθεν μια αρκετά επίπονη και γεμάτη μόχθο διαδικασία – της οποίας την τελική έκβαση καθόριζαν συχνά και σε μεγάλο βαθμό η τύχη και οι συγκυρίες. Ο αμοραλισμός του ερχόταν σε μια ενδιαφέρουσα αντίθεση με την στερεοτυπική ηθική των περισσοτέρων “αντιπάλων” του, καθώς η υπαρξιακή απόρριψη που επιδείκνυε απέναντι στις παραδοσιακές κοινωνικές αξίες μετουσιωνόταν -με τρόπο εξόχως πηγαίο- σε ενστικτώδες βίαιες πράξεις, οι οποίες πρωταρχικό σκοπό είχαν την αυτοσυντήρηση και την επιβίωση σε έναν κόσμο που αγαπούσε και σιχαινόταν ταυτόχρονα.
Η ρευστή του όμως ταυτότητα υπήρξε ανέκαθεν το κατεξοχήν χαρακτηριστικό του γνώρισμα: η άνευ ηθικών φραγμών ευκολία, με την οποία υποδυόταν κάθε φορά το πρόσωπο που εξυπηρετούσε καλύτερα το σχέδιό του, έμοιαζε να κρύβει μια βουβή κραυγή επιθυμίας για κάτι το ανέφικτο, καθώς και μια κρυφή ανάγκη καταπολέμησης μιας περιρρέουσα μοναξιάς -η οποία μοιραία γινόταν ο κόσμος του, καθώς η θρυμματισμένη του ταυτότητα δεν αποκάλυπτε ποτέ ολοκληρωτικά την πραγματική του φύση σε κανένα από τα πρόσωπα με τα οποία ερχόταν ενίοτε πιο κοντά.
Δημιουργημένος να είναι αρεστός στους αναγνώστες με έναν αρκετά αμφίσημο και ιντριγκαδόρικο τρόπο, στην πραγματικότητα ο Ripley συγκέντρωνε όλο το φάσμα της αποκλίνουσας συμπεριφοράς της δημιουργού του, καθώς η Highsmith και η γεμάτη αντιφάσεις ταραγμένη της ζωή (αλκοολισμός, μια πολύ προβληματική σχέση με την μητέρα και τον πατριό της, τάσεις μισανθρωπισμού, αντισημιτισμού και πολύ κακές δημόσιες σχέσεις μεταξύ άλλων) υπήρξαν ο κύριος συναισθηματικός καθρέπτης του ήρωα – ο οποίος πιθανότατα λειτουργούσε σαν ένα άτυπο είδος κάθαρσης για την ίδια.
Ο κοσμοπολίτης αντί-ήρωάς της Highsmith περιπλανήθηκε μέσα από τις σελίδες των πέντε βιβλίων που αφιέρωσε σε εκείνον σε πολλά μέρη, με κυριότερα εκείνα της Ιταλίας, της Νότιας Γαλλίας και της Νέας Υόρκης και προσέφερε ένα ευπρόσδεκτο -υπαρξιακό- twist στο κλασσικό whodunit, με τη διερεύνηση όχι του “ποιος” αλλά του “γιατί” -και φέρνοντας πάντα σε πρώτο πλάνο τα βαθύτερα ομιχλώδη κίνητρα των πράξεων του.
Το λογοτεχνικό έργο της Highsmith -πέρα από τις περιπέτειες του Ripley- υπήρξε εξαρχής ελκυστικό για το σινεμά, με τον Alfred Hitchcock να διασκευάζει ήδη από το 1951 το μυθιστόρημά της Strangers on a Train και τον Todd Haynes να κερδίζει κοινό και κριτικούς με το Carol του 2015. Η αμφιλεγόμενη φιγούρα του γοητευτικού απατεωνίσκου χωρίς ταυτότητα γοήτευσε εν τη γενέσει της τα κινηματογραφικά studios -με την ίδια γοητεία που είχε “ξελογιάσει” ήδη και τη λογοτεχνική κοινότητα- και μέχρι σήμερα έξι κινηματογραφικές παραγωγές και μια τηλεοπτική σειρά έχουν αφιερωθεί στο να “λύσουν” το αίνιγμα του Ripley.
Με την πρόσφατη σειρά του Netflix (σε παραγωγή Showtime) να κερδίζει τις εντυπώσεις και να επαναφέρει τον Thomas Ripley στις συζητήσεις μιας νεότερης γενιάς θεατών, αποφασίσαμε να βάλουμε σε αξιολογική σειρά όλες τις περιπέτειες του σε μικρή και μεγάλη οθόνη και να αναρωτηθούμε ξανά με τη σειρά μας, “ποιος είναι πραγματικά ο Tom Ripley”;
6. Ripley Under Ground (2005)
Όταν ένας διάσημος καλλιτέχνης φεύγει από τη ζωή μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, ο Tom Ripley εξαφανίζει το πτώμα του και συνεχίζει ο ίδιος την επιχείρησή του, μαζί με μια μικρή ομάδα συνεργατών - απατεώνων. Το 2005 o αναιμικός Roger Spottiswoode (Turner & Hooch, Air America, Tomorrow Never Dies) μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το χρονολογικά δεύτερο βιβλίο των περιπετειών του Ripley, με τον Barry Pepper στον ομότιτλο ρόλο και τους Willem Dafoe, Alan Cumming, και Tom Wilkinson να τον πλαισιώνουν. Το Ripley Under Ground λογίζεται μέχρι και σήμερα ως η πιο άχρωμη και αλλοπρόσαλλη ταινία του Ripley-verse, καθώς αδυνατεί να βρει την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στο στακάτο Ευρωπαϊκό thriller και τη μαύρη κωμωδία -στην οποία αδικαιολογήτως καταφεύγει πολλάκις η κεντρική ιστορία. Ο Barry Pepper αποδεικνύεται μια κάπως ανορθόδοξη επιλογή στο ρόλο του Ripley – ένας υπερβολικά άνετος, υπερβολικά κοινωνικός και παράταιρα τολμηρός Tom Ripley, του οποίου οι δολοφονικές ατασθαλίες πλησιάζουν επικίνδυνα το slapstick- ενώ η ταινία παίρνει σαφέστατες αποστάσεις από τη σύνθετη σεξουαλική ταυτότητα του χαρακτήρα, μετατρέποντάς τον σε έναν πεζό και μονότονο απατεώνα - παραχαράκτη, μακριά από το προκλητικά πολυσχιδές ψυχολογικό profile που ανέκαθεν τον χαρακτήριζε.
https://www.youtube.com/watch?v=HfyJuTTz08E
5. Ripley's Game (2002)
Ο Ripley, όπως τον ενσάρκωσε ο John Malcovich στην άνιση μα ενδιαφέρουσα ταινία της Liliana Cavani (του προκλητικού The Night Porter του 1974) έρχεται πολύ κοντά στα βασικά γνωρίσματα του ήρωα του τρίτου βιβλίου της σειράς – ένας Ripley παντρεμένος (τα ομοφυλοφιλικά στοιχεία εσκεμμένα απουσιάζουν), ο οποίος εμπορεύεται έργα τέχνης και παράλληλα ζει μια φαινομενικά ειδυλλιακή ζωή στη Βενετία. Όταν του ζητηθεί από έναν μαφιόζο να βγάλει από τη μέση έναν κοινό τους αντίπαλο, ο Ripley θα εκμεταλλευτεί τον Jonathan Trevanny, γείτονά του που έχει διαγνωστεί με λευχαιμία, ώστε να κάνει εκείνος τον φόνο – με αντάλλαγμα ένα μεγάλο χρηματικό αντάλλαγμα που θα εξασφαλίσει στην οικογένειά του μια άνετη ζωή, όταν εκείνος πεθάνει. Ο Ripley εδώ είναι ένας καυστικός και σνομπ ελιτιστής της υψηλής κοινωνίας, μεθοδικός και χειρουργικά αποτελεσματικός στις ενέργειές του, ο οποίος έχει πλέον από-αμερικανοποιηθεί πλήρως και απολαμβάνει την κλασσική μουσική, τη ζωγραφική, και την υψηλή γαστρονομία της Ευρώπης. Και έτσι αντιμετωπίζει το έγκλημα σαν μια μορφή τέχνης, ένα μέσο συγκινήσεων και εντάσεων που οφείλει να πάρει στα σοβαρά και να δοθεί πλήρως σε εκείνο. Μπορεί συνολικά η ταινία να μην έχει τη ψυχή και την τραγικότητα του Αμερικανού Φίλου -την πρώτη και ανώτερη μεταφορά του Ripley’s Game στον κινηματογράφο από τον Wim Wenders- και η δράση να χαρακτηρίζεται σε πολλά σημεία ως ελαφρώς υποτονική, παρ’ όλα αυτά συνολικά είναι ένα στακάτο θρίλερ μυστηρίου με καλό ρυθμό και τον John Malcovich σε ένα απολαυστικό one man show.
https://www.youtube.com/watch?v=izIgroi7_NU
4. Plein Soleil (1960)
Η πρώτη μεταφορά του Ταλαντούχου Κυρίου Ripley στη μεγάλη οθόνη από τον René Clément το 1960 είχε την ευκαιρία να διαθέτει ως Tom Ripley το αφάνταστα φωτογενές πρόσωπο του νεαρού ακόμα τότε Alain Delon και ένα εξαιρετικό soundtrack του Nino Rota να ντύνει τις νωχελικές μεσογειακές του περιπλανήσεις, καθώς ο πατέρας ενός κακομαθημένου playboy στέλνει τον Ripley στην Ιταλία για να προσπαθήσει να φέρει πίσω τον γιό του– με τον Ripley να καταστρώνει ένα σχέδιο για να οικειοποιηθεί την ταυτότητα του. Η ταξικότητα του αντί-ήρωα έρχεται εδώ σε πρώτο πλάνο έναντι της σεξουαλικότητας ή των βαθύτερων υπαρξιακών του πτυχών, ενώ το μαγνητικό ηλιοκαμένο πρόσωπο και η αρχοντική αύρα του Delon χτίζουν έναν σαγηνευτικό Tom Ripley, ο οποίος επιδίδεται στο παραπλανητικό του παιχνίδι με περίσσια χάρη και ταλέντο. Η σιγουριά με την οποία διάγει τον εγκληματικό του βίο κάνει τον θεατή να μην αγωνιά διαρκώς για τις επιπτώσεις τον πράξεων του και να απολαμβάνει ελεύθερα το παιχνίδι του – όμως η εναλλακτική ανάγνωση του φινάλε και η ελαφρώς ηθικοπλαστική κατάληξη της ιστορίας αφαιρεί πόντους από το- μέχρι εκείνη τη στιγμή- μαγνητικό εγκληματικό γαϊτανάκι του Ripley (αν και η τραγική ειρωνεία των τελευταίων δευτερολέπτων ίσως να λειτουργήσει αντίστροφα για μια μεγάλη μερίδα θεατών). Η ίδια η Highsmith είχε λατρέψει τον Delon και είχε απογοητευτεί παράλληλα από το κλείσιμο της ταινίας, γεγονός όμως παραμένει ότι το Γυμνοί στον Ήλιο είναι μια από τις καλύτερες διασκευές του κλασσικού πλέον πρώτου μυθιστορήματος του Ripley.
https://www.youtube.com/watch?v=tWnvLNTzt-k
3. Ripley – TV Series (2024)
Με το ένα μάτι καρφωμένο σε έναν κάπως πιο εστέτ Ιταλικό νεορεαλισμό (τα φαντάσματα του Luchino Visconti και Roberto Rossellini πλανώνται διαρκώς πάνω από μια άχρονη Αναγεννησιακή Ιταλία του 1950) και το άλλο να εστιάζει απευθείας στο σινεμά του Alfred Hitchcock, o βραβευμένος με Oscar Steven Zaillian (σεναριογράφος των Schindler's List, Gangs of New York, Moneyball και Irishman μεταξύ άλλων) δημιουργεί ένα βραδυφλεγές neo-noire θρίλερ, το οποίο βασίζεται αποκλειστικά στο πρώτο βιβλίο της σειράς της Highsmith. Η εντυπωσιακή δουλειά του Robert Elswit (σταθερού συνεργάτη του Paul Thomas Anderson) στην ασπρόμαυρη φωτογραφία της σειράς συμβάλλει με καθοριστικό τρόπο στην οπτική αφήγηση και στο βαθύ ψυχογράφημα του πολύ-σύνθετου Thomas Ripley, ενώ ο Andrew Scott αρπάζει την ευκαιρία και τιθασεύοντας τις θεατρικές του καταβολές βυθίζεται ολοκληρωτικά στην εσωστρέφεια του χαρακτήρα που υποδύεται. Το τηλεοπτικό Ripley του Showtime -το οποίο βρήκε διανομή μέσω της streaming πλατφόρμας του Netflix- αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη προσέγγιση πάνω στο Talented Mr. Ripley του 1955, η οποία διαφοροποιείται αισθητά από όλες τις υπόλοιπες μεταφορές της μεγάλης οθόνης και θα αποζημιώσει τους θεατές που θα επιδείξουν τη δέουσα υπομονή απέναντι σε ένα απαιτητικό -μα πλήρως συγκροτημένο σενάριο.
https://www.youtube.com/watch?v=0ri2biYLeaI
2. An American Friend (1977)
O Wim Wenders έτρεφε ανέκαθεν μια αγάπη απέναντι στο λογοτεχνικό σύμπαν της Highsmith και το An American Friend αποτέλεσε την δική του εκδοχή για το Ripley’s Game του 1974. Η πρωτότυπη ιστορία της Highsmith, ιδωμένη από τον παραμορφωτικό φακό ενός Ευρωπαίου σκηνοθέτη που αγαπάει συν τοις άλλοις την Αμερική και την κουλτούρα της, μετουσιώθηκε κινηματογραφικά σε ένα καθ’ όλα Ευρωπαϊκό neo-noire αγωνίας, αλλά και μια μελαγχολική ελεγεία προς όλους τους μοναχικούς ανθρώπους, μια blues αργόσυρτη μπαλάντα για τη φιλία και τον θάνατο: ο Jonathan Zimmermann (ένας σπουδαίος Bruno Ganz) είναι ένας άνδρας που πρόκειται να πεθάνει από μια ανίατη ασθένεια και ο Tom Ripley (ένας αλλόκοτος αλλά απροσδόκητα μαγνητικός Dennis Hopper) είναι ένας τυχοδιώκτης με κανέναν πραγματικό σκοπό στη ζωή, με ένα διαρκές αίσθημα παραίτησης από τα πάντα. Η αποδοχή του θανάτου και της μοναξιάς του καθενός γίνονται σταδιακά το καύσιμο των ζωών τους , καθώς παράλληλα σφυρηλατείται μια φιλία ικανή να ξεπεράσει και τα δύο αυτά εμπόδια – μια πραγματική φιλία πέρα από οποιαδήποτε νόρμα ή κοινωνική επίταξη. Η φωτογραφία του Robby Müller πλάθει ένα Αμβούργο βγαλμένο σαν από πίνακα του Edward Hopper ενώ το πένθιμο soundtrack του Jürgen Knieper βάζει τις τελικές πινελιές σε μια ταινία, η οποία αν και παρεκκλίνει σημαντικά από το πρωτότυπο υλικό της καταλήγει σε ένα υποδειγματικό υπαρξιακό φιλμικό κρεσέντο -και μια από τις σπουδαιότερες ταινίες της καριέρας του μεγάλου Γερμανού σκηνοθέτη.
https://www.youtube.com/watch?v=A3MZRpIB914
1.The Talented Mr. Ripley (1999)
Η πιο διάσημη μάλλον μεταφορά του πιο γνωστού βιβλίου της Patricia Highsmith είναι και εκείνη που κλέβει δικαίως τις εντυπώσεις, μιας και το film του Antony Minghella, από τα πρώτα και μόνο λεπτά -και τους αλα North by Northwest τίτλους αρχής- έδειξε πως είχε σκοπό να αγκαλιάσει τον βαθύτερο πυρήνα του εσωτερικού κόσμου του χαρακτήρα της Highsmith και μετά να εστιάσει στο Hithcock-ικό του πνεύμα. O Minghella κινηματογραφεί μαεστρικά μια καρποσταλική Ιταλία των ‘50s και μέσα σε αυτήν βάζει να κατοικήσει ο Tom Ripley του Matt Damon – ο πιο σύνθετος Ripley όλων. Εκεί που ο Ripley του Alain Delon είναι ένας εγγενής γοητευτικός απατεωνίσκος ή εκείνος του Scott ένας αινιγματικός, γαρ προδήλως “περίεργος” χαρακτήρας, ο Ripley του Damon ήταν ο Ripley που δεν μπορούσες να ψυχολογήσεις με κανέναν τρόπο: Τραγουδάει μιμούμενος τον Chet Baker, μιλάει όταν χρειάζεται σαν τον Dickie Greenleaf του Jude Law, περιφέρεται έξω από τη Fontana di Τrevi σαν ένας απλός Αμερικανός τουρίστας, φλερτάρει την Cate Blanchett σαν μια εκδοχή του Dickie που ήθελε εκείνος να γίνει, φλερτάρει με τον Jack Davenport σαν ένας χαρακτήρας που δεν έχουμε δει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Είναι ζηλιάρης, κτητικός, αδίστακτος, χαμένος, κοινωνικά απροσάρμοστος, γοητευτικός, μυστηριώδης, γεμάτος έπαρση, ανήσυχος, χαρούμενος και δυστυχισμένος ταυτόχρονα. Ο Minghella δεν έμεινε μόνο στις υπόνοιες της σεξουαλικής ταυτότητας του Ripley των βιβλίων αλλά κατασκεύασε προσεκτικά μια ανοικτά queer ταινία, την οποία συσχέτισε επιτυχώς με την εποχή της και παράλληλα βρήκε τον τρόπο να μην δαιμονοποιήσει την καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία του Ripley ως το κίνητρο των αποτρόπαιων πράξεων του. Το εμβληματικά “παλιομοδίτικο” soundtrack του Gabriel Yared δένει ιδανικά με την μαγευτική φωτογραφία του John Seale και 25 χρόνια μετά την αρχική του προβολή, το The Talented Mr. Ripley δεν έπαψε ποτέ να ταλανίζει τους θεατές με το πρωτόλειο ερώτημα, εκείνο το ερώτημα που έγινε το σήμα-κατατεθέν της λογοτεχνικής και κινηματογραφικής πορείας του δημιουργήματος της Patricia Highsmith: ποιος είναι πραγματικά ο Tom Ripley.
https://www.youtube.com/watch?v=h4e-Si4oGEw