Στο μακρινό1975, ο Αυστραλός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας James Clavell (στον οποίο πιστώνονται τα σενάρια του πρωτότυπου The Fly του 1958, The Great Escape του 1963 αλλά και η σκηνοθεσία/σενάριο του To Sir with Love του 1967, μεταξύ άλλων) δεν θα μπορούσε να φανταστεί την απήχηση που θα είχε το μυθιστόρημά του Shogun (τρίτο βιβλίο της άτυπης Asian saga του, η οποία ξεκίνησε το 1962 με το King Rat και έκλεισε με το Gai-Jin το 1993) όχι μόνο στην λογοτεχνική κοινότητα (15 εκατομμύρια κόπιες παγκοσμίως μέχρι τις αρχές του 1990) αλλά και στην τηλεοπτική pop κουλτούρα, καθώς η μεταφορά του στην μικρή οθόνη αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά tv events των 80s. Το Shōgun του 1980 υπήρξε ένα mini series 6 επεισοδίων, το οποίο εδραίωσε σημαντικά τις δυνατότητες του συγκεκριμένου τηλεοπτικού format ως προς την αφήγηση πιο σφικτών ιστοριών με εμφανώς μεγαλύτερο budget και διευρυμένες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Πέραν των αναταράξεων που έφερε στον μικρόκοσμο της τότε μικρής οθόνης (η βία, το γυμνό και το ακατάλληλο για ανηλίκους περιεχόμενο της σειράς υπήρξαν πρωτόγνωρα για τα ως τότε τηλεοπτικά δεδομένα), με την παρουσία του μεγάλου Toshiro Mifune αλλά και Richard Chamberlain στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, συνέβαλε επίσης καθοριστικά στην αποκαθήλωση της ιδέας ότι οι μεγάλοι κινηματογραφικοί ηθοποιοί δεν είχαν θέση στην μικρή οθόνη - μερικά χρόνια νωρίτερα ένα άλλο μεγάλο mini series, το ιστορικό Jesus of Nazareth του Franco Zeffirelli είχε προλάβει να συγκεντρώσει την απόλυτη ελίτ της παγκόσμιας υποκριτικής σκηνής.
Σαράντα χρόνια μετά, το FX έρχεται να συστήσει την επική ιστορία του Shōgun σε ένα νεότερο κοινό, το οποίο λίγα κοινά φαίνεται να έχει με εκείνο του 1980: Η Ιαπωνική κουλτούρα δεν φαντάζει πλέον τόσο απόκοσμη όσο φάνταζε στο Αμερικάνικο κοινό των 80ς, ενώ η τηλεόραση έχει εξελιχθεί έκτοτε ποικιλοτρόπως – τόσο σε αφηγηματικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο μεγέθους παραγωγής.
Το Shogun έρχεται από τους Rachel Kondo και Justin Marks (ένας εκ των σεναριογράφων του πρόσφατου Top Gun: Maverick) και από τη πρώτη κιόλας σεκάνς καταλαβαίνει κανείς πως οι δημιουργοί είχαν στο νου τους να κατασκευάσουν μια σειρά – υπερπαραγωγή στα πρότυπα του Game of Thrones (ακόμα και στους τίτλους αρχής είναι αδύνατον να μην εντοπίσει κανείς τη συγγένεια με εκείνους της υπέρ-επιτυχημένης σειράς του HBO), η οποία θα εξυπηρετήσει πρωτίστως τις ανάγκες εκείνης της μερίδας θεατών που επιθυμεί να ακολουθήσει μια αφήγηση πιο στρωτή και πιο κοντά στη Δυτική “μεγάλη” τηλεόραση και όχι κάτι βραδυφλεγές, περισσότερο λαογραφικό και εσωτερικό, λιγότερο “θορυβώδες”, λιγότερο “Αμερικάνικο”.
Και αν αυτό ακούγεται σαν μια πιθανή χαμένη ευκαιρία ή κάτι υποδεέστερο της φήμης της πρωτότυπης σειράς, το Shōgun του 2024 διαψεύδει τις όποιες πρώιμες αρνητικές προσδοκίες - καθώς πίσω από την καλπάζουσα αφήγηση που δεν αφήνει σχεδόν ποτέ “αέρα” στους ήρωες να αναπνεύσουν και την υπερφορτωμένη από ψηφιακά εφέ παραγωγή, βρίσκεται μια εθιστική σειρά 10 επεισοδίων δαιδαλώδους πλοκής, τοποθετημένη σε μια συναρπαστική Ιαπωνία του 1600, γεμάτη φεουδάρχες, Δυτικούς Καθολικούς και Προτεστάντες με μυστικές ατζέντες, πειρατές, πολιτικούς, στρατιωτικούς και σαμουράι.
Το Shōgun κερδίζει πολύ νωρίς πόντους αυθεντικότητας με την επιλογή της Ιαπωνικής γλώσσας ως βασικής γλώσσας των πρωταγωνιστών. Τα Αγγλικά υποκαθιστούν τα Πορτογαλικά ως μια απαραίτητη συνθήκη για να “περπατήσει” η σειρά στη διεθνή αγορά, ενώ το υψηλό επίπεδο παραγωγής εντοπίζεται κυρίως στα κουστούμια -όπου το Shogun πραγματικά διαπρέπει και εντυπωσιάζει. Αντιθέτως, ενώ αρκετές σκηνές γυρισμένες σε φυσικά τοπία προδίδουν περιστασιακά μια αίσθηση μυστηρίου αλλά και δέους στην αχανή Ιαπωνική ενδοχώρα, στην πλειοψηφία της η σειρά χρησιμοποιεί αρκετό CGI και green screen -κάτι που “χτυπάει” εύκολα στο έμπειρο μάτι και κάπως το αποπροσανατολίζει από εκείνο το επικό status που επιδιώκει.
Η ιστορία, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, γραπώνει τον θεατή από το σβέρκο από την αρχή και συστήνει άμεσα ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό χαρακτήρων -ο καθένας τους αρκούντως πολύπλοκος- οι οποίοι τοποθετούνται σε μια εικονική σκακιέρα, έτοιμοι να πολεμήσουν για την καρδιά της Ιαπωνίας -και τον τίτλο του Shōgun. Στις ελάχιστες στιγμές που οι ρυθμοί πέφτουν και η σειρά δίνει στους πρωταγωνιστές της χώρο να εξωτερικεύσουν τις βαθύτερες σκέψεις τους, το Shōgun περιέχει μερικές από τις πιο όμορφες “ήρεμες” τηλεοπτικές σεκάνς της χρονιάς. Ο Hiroyuki Sanada έρχεται αντιμέτωπος με το φάντασμα του Mifune και στέκεται με αξιοπρέπεια απέναντί του ενώ η Anna Sawai ενσαρκώνει τον βασικό γυναικείο ρόλο με μια αξιοπρόσεκτη εσωτερικότητα στο παίξιμό της. Ο Cosmo Jarvis στέκεται απέναντί τους ως ο κύριος πρωταγωνιστής της σειράς. Καθώς τα επεισόδια προχωρούν και ο χαρακτήρας του ξεδιπλώνεται ολοένα και περισσότερο, η αρχικά ελαφρώς παράταιρη ερμηνευτική του προσέγγιση βρίσκει τον δρόμο της και τον εδραιώνει επάξια απέναντι στον Sanada (ο οποίος αν μη τι άλλο αποτελεί και την κύρια “ατραξιόν” της σειράς).
To Shōgun είναι μια απολαυστική σειρά στα πρότυπα των μεγάλων Αμερικανικών παραγωγών της εποχής, το οποίο δεν επιθυμεί να κινηθεί προς την κατεύθυνση ενός πχ Ran αλλά ενός Game of Thrones -και το κάνει εξαιρετικά, έχοντας επίγνωση των αδυναμιών ή των καλλιτεχνικών “ευκολιών” που δεσμεύουν εξαρχής αυτή την απόφαση. Αν μη τι άλλο καταφέρνει να “ρουφήξει” τον θεατή σε έναν κόσμο που συναρπάζει με τις αντιθέσεις και την αινιγματική του αύρα, με όχημα μια ιστορία γεμάτη ανατροπές και ίντριγκα. Πάνω από όλα όμως καταφέρνει να “επικοινωνήσει” μια ενδιαφέρουσα ιστορία γεμάτη αρκετά σύνθετες θεματικές και διαχρονικά κοινωνικά/φιλοσοφικά ζητήματα, σε ένα κοινό που μοιάζει να τα έχει δει όλα και να μην εντυπωσιάζεται εύκολα. Και χωρίς να φέρνει κάποια μεγάλη τομή στο σύγχρονο τηλεοπτικό τοπίο, το Shōgun του 2024 εκπληρώνει πετυχημένα τον στόχο του!
https://www.youtube.com/watch?v=HIs9x49DK7I