Η επιστροφή του Jonathan Glazer στα κινηματογραφικά δρώμενα μπορεί να άργησε κατά περίπου μια δεκαετία -προηγούμενή του ταινία το αριστουργηματικό Under the Skin του 2014- όμως το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει πέρα για πέρα την παρατεταμένη «χειμερία νάρκη» του Βρετανού δημιουργού: Το Zone of Interest επιχειρεί μια καθ’ όλα ουσιαστική και πέρα για πέρα σαφή ανάγνωση της θεωρίας της κοινοτοπίας του Κακού, εμπνευσμένο από τη συγγραφική δουλειά της Hannah Arendt για τη μπαναλιζέ εκλογίκευση των πιο φρικτών ανθρώπινων πράξεων, κατά την οποία ασυνείδητα «λογικά» επιχειρήματα δημιουργούν αποδείξεις της ορθότητας αποτρόπαιων πράξεων όπως αυτή του Ολοκαυτώματος, λειτουργώντας έτσι σαν ένα είδος κυνικού ανοσοποιητικού συστήματος της ψυχής εναντίον στρεσογόνων και αναμφίβολα ανήθικων καταστάσεων.
Ο Glazer καταγράφει με ψυχρότητα αλλά και με απόλυτη διαύγεια την- στα όρια της ναρκοληψίας-πεζή καθημερινότητα των Hess -δηλαδή του Rudolf Hess, διοικητή του στρατοπέδου του Auschwitz και της οικογενείας του. Καθώς η ημερήσια, αναπολογητικά μίζερη ανά στιγμές και εντελώς πεζή ρουτίνα τους ξεδιπλώνεται ακάθεκτη μέρα με τη μέρα, οι φούρνοι του στρατοπέδου καίνε συνεχώς, μαύρος καπνός ρίχνει περιστασιακά μια πηχτή δυσάρεστη σκιά στον ειδυλλιακό τους κήπο, ενώ ουρλιαχτά πόνου, φωνές ανθρώπων, γρυλίσματα σκυλιών και ήχοι από πολυβόλα σκίζουν κάθε λίγο και λιγάκι τη σιωπή της Πολωνικής εξοχής.
Η κάμερα του Glazer κοιτάει αυτή την παράδοξη ανθρώπινη τραγωδία κλινικά ψυχρά, από απόσταση, με μια επιθετικά οξεία χωροταξική συμμετρία που δεν εστιάζει ποτέ στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών, κινηματογραφώντας εν τέλει ένα αμάλγαμα τρόμου και απόγνωσης, με τον ίδιο ίσως τρόπο που κάποιος βαριεστημένος δημόσιος υπάλληλος θα βίωνε το υπαρξιακό αδιέξοδο της «ανούσιας» εργασίας του -απογοητευμένος από τη μονοτονία του, απολύτως τυπικός απέναντι στα καθήκοντά του, με μοναδικές ίσως ανάσες χαράς και πληρότητας εκείνες τις μικρές, ζεστές οικογενειακές στιγμές ενός πάρτι γενεθλίων, μιας βαρκάδας με τα παιδιά του, το νανούρισμα της ανήσυχης του κόρης, τη φροντίδα των λαχανικών και περιστασιακά ίσως, κάποια μικρή ερωτική ατασθαλία.
Το έγκλημα συντελείται αποκλειστικά εκτός κάδρου, με το φάντασμά του όμως να πλανάται διαρκώς στο background -με όχημα ένα διακριτικό αλλά απόλυτα φρικιαστικό ηχητικό χαλί πόνου και θανάτου, το οποίο κάπως καταφέρνει και «κανονικοποιείται» όσο περνάει η ώρα, σαν ένα de facto φυσικό στοιχείο της καθημερινότητας, βυθίζοντας ολοένα και πιο βαθιά το ασυνείδητο του θεατή σε ένα άβολο θέαμα που σφίγγει το στομάχι και μπορεί να προκαλέσει μέχρι και ναυτία με την απάνθρωπη απάθεια που επιδεικνύεται απέναντι στον απόλυτο εφιάλτη.
Κάπου παράλληλα με την κεντρική αφήγηση, η εγκεφαλικότητα δίνει φευγαλέα τη θέση της σε ένα μικρό παραμύθι που διαδραματίζεται στα όνειρα ενός μικρού κοριτσιού, ένα παράθυρο με άμεση αντίστιξη στο παραμύθι του Hansel and Gretel – το οποίο σπάει την μονοτονία, μόνο και μόνο για να ενταχθεί με τη σειρά του σταδιακά στην άβολη πραγματικότητα, έστω και με μη προφανή τρόπο. Το μυαλό πλέον έχει παραδοθεί οριστικά σε έναν κόσμο όπου ο τρόμος δεν πηγάζει από το ίδιο το Κακό, αλλά από δύο πράγματα: αφενός την «εύκολη» αποδόμησή του, ως μια τυπική διαδικασία που δικαιολογείται στο μυαλό του φορέα του, αφετέρου τον τρόπο με τον οποίο το Κακό δεν παρουσιάζει κανένα ιντριγκαδόρικο κινηματογραφικό θέαμα – μια βαρετή και διόλου ενδιαφέρουσα μίζερη καθημερινή ρουτίνα ανταλλαγής εντολών, τήρησης πρωτοκόλλων, εξέτασης σχεδίων κτιριακών δομών υπό κατασκευή και «hail Hitler και τα γνωστά…» όπως χαρακτηριστικά αναφωνεί σε κάποια φάση της ταινίας ο ίδιος ο Hess.
Λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, η αποδραματικοποίηση κάθε φρίκης έχει επιτευχθεί πλήρως και η απάθεια έχει πάρει τα σκήπτρα από την αγωνία και τον τρόμο. Ο θεατής τότε θα έρθει ευθέως αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεων της ταινίας -και του συνειδησιακού λήθαργου στον οποίο τον έχει υποβάλει το όλο μη-θέαμα- καθώς οι τίτλοι τέλους θα τον οδηγήσουν σε μια αγωνιώδη προσπάθεια για λίγο αέρα, για μια ακτίδα φωτός μακριά από τη φωτεινή Πολωνική επαρχεία και το ηλιόλουστο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Auschwitz.
Το Zone of Interest, η «ζώνη ενδιαφέροντος», όπως αποκαλούσαν οι Ναζί την περιοχή γύρω από το Auschwitz -ένας σκόπιμα βαρετός ευφημισμός- είναι μια κινηματογραφική δήλωση από εκείνες που μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Μια φιλμική εμπειρία μακριά από καρτουνίστικους κακούς και συναισθηματική χειραγώγηση -του χειρίστου είδους- που συνοδεύει ταινίες παρόμοιας θεματολογίας. Αντιθέτως, είναι ένα σύγχρονο κινηματογραφικό αριστούργημα που επιβάλλεται να ιδωθεί από όλους, μια σπάνια κινηματογραφική αποθέωση του κοινότοπου –μια σπάνια κινηματογραφική κατάδυση στο βαθύτερο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής.