Η ζωή έχει αποφασίσει από νωρίς πως δεν θέλει μαζί τους Ansa και Holappa. Η πρώτη είναι εργάτρια σε super market από όπου και απολύεται για ασήμαντο λόγο. Ο δεύτερος επίσης εργάτης σε μια μάντρα μετάλλων από όπου θα απολυθεί μετά από εργατικό ατύχημά του, το οποίο θα συνδεθεί με το πρόβλημα αλκοολισμού του. Θα συναντηθούν σε μια τοπική karaoke pub, θα πάνε σινεμά, θα βρουν σταδιακά τον δρόμο ο ένας στην καρδιά του άλλου -και όλη η υπόλοιπη μίζερη πραγματικότητα που τους περιβάλει, δεν θα έχει καμία πλέον σημασία. Όμως, ο Holappa θα χάσει το τηλέφωνο της Ansa, αυτό που θα ακολουθήσει είναι ένα ιλαροτραγικό κρεσέντο λάθος αποφάσεων και ατυχίας, το οποίο θα ενταθεί ακόμα περισσότερο από τον αθεράπευτο αλκοολισμό του Holappa – ο οποίος «πίνει γιατί έχει κατάθλιψη και έχει κατάθλιψη γιατί πίνει» όπως αναφέρει ενδεικτικά.
Ήρθε ξανά το πλήρωμα του χρόνου για έναν από τους πιο ανεπιτήδευτα ανθρωπιστές κινηματογραφιστές του παγκόσμιου κινηματογράφου να βγει στους παγωμένους δρόμους του Ελσίνκι, ώστε να περιλούσει με φως τους κατατρεγμένους προλετάριους της Φινλανδικής πρωτεύουσας, εκείνους που ζουν σε μικροσκοπικά διαμερίσματα με ένα μόνο ζευγάρι μαχαιροπίρουνα, τους φτωχό-διάβολους των οποίων το τσιγάρο και το ποτό έχει γίνει μια απλή προέκταση του χεριού τους, αυτούς που προσπαθούν να ξορκίσουν τη μοναξιά τους με κάθε τρόπο σε μπαρ και σινεμά. Και το κάνει αυτό όπως το έκανε πάντα, χωρίς τυμπανοκρουσίες και πομπώδεις μελοδραματικές βινιέτες, αλλά τον πιο απλό τρόπο – τα λόγια δεν έχουν καμία αξία όταν ένα βλέμμα μπορεί να πει όσα δεν μπορούν χίλια στόματα- και με την πιο ζεστή και άδολα ουμανιστική διάθεση.
Ο Kaurismäki ξέρει τον δρόμο προς την ελπίδα και αυτός ξεκινάει από την απαράμιλλη κινηματογραφική του μαεστρία: κάθε κάδρο, κάθε γωνία λήψης, η φωτογραφία, όλα δουλεύουν υπέρ ενός μινιμαλισμού που καταφέρνει και συμπυκνώνει σε ένα πελώριο σημειολογικό σύμπαν την πεμπτουσία του σινεμά του -το οποίο παραπέμπει σε ένα άλλο σινεμά που επίσης έβρισκε άκοπα και αβίαστα τρόπους να μην υποκύπτει στον κυνισμό της πραγματικότητας, εκείνο του Charlie Chaplin. Η ψυχρή, πνιγερή και κλινικά στείρα πραγματικότητα, η οποία μοιάζει να ξεπήδησε από πίνακα του Edward Hopper, γεμίζει με διαδοχικές τονωτικές ενέσεις χαρακτηριστικού αφοπλιστικού deadpan humor, το οποίο θρυμματίζει σταδιακά τον σκληρό κοινωνικό ρεαλισμό που ορίζει τα πάντα. Καίρια μουσικά ιντερλούδια με μελαγχολικά synthpop άσματα, λησμονημένα κλασσικά rock ‘n’ roll κομμάτια και ξεκαρδιστικές karaoke διασκευές στην Pathetique Symphony του Tchaikovsky έρχονται και φεύγουν διαρκώς. Απολαυστικές cinephile αναφορές εδώ και εκεί θυμίζουν διαρκώς τη σημασία του σινεμά στη ζωή μας. Όμως, το ραδιόφωνο συνεχίζει να μιλάει για τις τελευταίες εξελίξεις στον Ουκρανικό πόλεμο, οι απολύσεις συνεχίζουν και μερικά άδεια βλέμματα δεν αφήνουν την ταινία να χάσει εντελώς τις ρίζες της με τη σκληρή πραγματικότητα.
Μέσα σε όλα αυτά, ένα χαμόγελο, μια αδιόρατη χειρονομία, ένα κλείσιμο του ματιού, μια αδέξια κίνηση για ένα φιλί στο μάγουλο αποκτούν άλλη σημασία. Η υιοθεσία ενός αδέσποτου σκυλιού γεμίζει τη μοναξιά με τρόπο αυθεντικά αληθινό, συγκινητικά ειλικρινή. Δεν υπάρχει πλέον τίποτα μελό, ούτε κάποιο συναίσθημα να εκβιαστεί. Και εδώ ο Kaurismäki κερδίζει για άλλη μια φορά το στοίχημα, στα 66 του πλέον χρόνια και με 18 ακόμα ταινίες στο βιογραφικό του: Η επιλογή του να μην υποκύψει στη σκληρή πραγματικότητα και τη μοναξιά είναι μια επιλογή πέρα για πέρα κερδισμένη. Για αυτό και ο θεατής που θα πάρει το χέρι που του απλώνει ο μεγάλος Φινλανδός σκηνοθέτης, θα ξεπεράσει τη μελαγχολία και θα δει την ελπίδα να αχνό-φαίνεται πίσω από τα σύννεφα του ορίζοντα. Ποιος ο λόγος ούτως ή άλλως να μην διεκδικήσει κανείς μια καλύτερη μέρα, όταν όλα τριγύρω μοιάζουν πλέον χαμένα;
Το ζεστό και ανθρώπινο σινεμά του Kaurismäki μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Η φαρσοκωμωδία από το δράμα δείχνουν να απέχουν μισό τσιγάρο δρόμο και όμως, μέσα από τις ταινίες του, ο Kaurismäki δείχνει τον τρόπο με τον οποίο στέκεται απέναντι στη μοναξιά, την ταξική ανισότητα, τη στρυφνή εργασιακή πραγματικότητα και τη ραγισμένη ψυχή των ηρώων του. Οι ρίζες του ανιχνεύονται στις ταινίες του βωβού κινηματογράφου, στα θλιμμένα blues, στη rock ‘n’ roll ποίηση του περιθωρίου, στο σινεμά του Jarmusch και του Ken Loach. Η ζωή είχε αποφασίσει από νωρίς πως δεν ήθελε μαζί τους Ansa και Holappa. Όμως, στο σύμπαν του Aki Kaurismäki οι κανόνες είναι διαφορετικοί. Και η αισιοδοξία θα καταφέρνει πάντα και σε πείσμα πολλών, να βρει τον δρόμο της και να ανθίσει σε ένα όμορφο γλυκόπικρο μελαγχολικό τραγούδι, αφιερωμένο σε όλες τις μοναχικές ψυχές εκεί έξω.
Η νέα ταινία του Aki Kaurismäki Πεσμένα Φύλλα απέσπασε το φετινό βραβείο της Επιτροπής του Φεστιβάλ των Καννών.