Προσφάτως συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από την ημέρα που το House of Cards έκανε πρεμιέρα στην τηλεοπτική πλατφόρμα του Netflix, της εταιρείας που έμελλε να παίξει τον πιο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας μορφής οικιακής διασκέδασης -αυτής των streaming τηλεοπτικών υπηρεσιών. Πριν από την τεράστια επιτυχία του House of Cards, το Netflix συστήθηκε στο Αμερικανικό κοινό για πρώτη φορά, ως υπηρεσία ενοικίασης ή πώλησης ταινιών μέσω email το μακρινό 1997, προτού μετατραπεί σταδιακά σε streaming - video on demand υπηρεσία το 2007 και αισίως, φτάνοντας στο 2011, να ξεκινήσει την παραγωγή του δικού του πρωτότυπου περιεχόμενου σειρών και ταινιών.
Πολλές συζητήσεις δύναται να προκύψουν αναφορικά με τον προαναφερθέντα καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η Αμερικανική εταιρεία στην παροχή ενός παγκοσµιοποιηµένου δικτύου τηλεόρασης µε πρωτότυπες σειρές και ταινίες -οι οποίες και παράγονται από τους εγχώριους συντελεστές κάθε χώρας με την οποία το Netflix έχει συνάψει συμφωνία για υλοποίηση συγκεκριμένου περιεχομένου- τόσο σε σχέση με τον σταδιακά ανακύπτοντα ανταγωνισμό, όσο και για τη σημασία αυτού του εγχειρήματος στη «μάχη» που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια αναφορικά με το μέλλον του σινεμά και της κινηματογραφικής αίθουσας. Συν τοις άλλοις όμως, η δήλωση προ πενταετίας του co-CEO του Netflix Ted Sarandos, ότι το Roma του Alfonso Cuaron -μια από τις πρωτότυπες παραγωγές του Netflix που «έσπασε» το ρόδι και την αμυντική στάση που κρατούσαν τα διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο για τις παραγωγές του καναλιού, φτάνοντας μέχρι και τα Oscar- θα λατρευτεί από το κοινό τόσο στις κινηματογραφικές αίθουσες, όσο και στις οθόνες του… κινητού τους, άνοιξε μια επιπλέον κουβέντα, πέραν εκείνης της οικονομικής επιβίωσης των κινηματογραφικών αιθουσών, η οποία αφορούσε τον ρόλο των αιθουσών ως αρωγών πολιτισμού και μέσων κοινωνικοποίησης του ατόμου λόγω της συλλογικής κινηματογραφικής εμπειρίας.
Όλα τα παραπάνω, πιθανότατα αφορούν ένα άλλο άρθρο και μια διαφορετική θεώρηση του «φαινόμενου Netflix» και της γενικότερης streaming πραγματικότητας που κατέκλυσε τις τηλεοράσεις και τις ζωές μας τα τελευταία δέκα χρόνια. Είναι όμως προβληματισμοί που πηγαία προκύπτουν, άπαξ και αναλογιστεί κανείς το πως βλέπαμε ταινίες και σειρές τις προηγούμενες δεκαετίες και πως βλέπουμε τώρα. Το binge-watching έχει γίνει όρος της καθομιλουμένης, καθώς η δομή και η βασική σεναριακή ραχοκοκαλιά των διαφόρων τηλεοπτικών σειρών άλλαξε άρδην, εξυπηρετώντας ένα κοινό που δεν είναι αναγκασμένο να περιμένει μια βδομάδα για το επόμενο επεισόδιο της αγαπημένης του σειράς, αλλά μερικά μόνο δευτερόλεπτα προτού εκείνο ξεκινήσει αυτόματα από το ίδιο το κανάλι. Ο τρόπος με τον οποίο ο μέσος θεατής καταναλώνει διαρκώς τη μια σειρά μετά την άλλη, κάτω από συνθήκες που μερικά χρόνια πριν θα χαρακτηρίζονταν ως μη δόκιμες -όπως πχ από το κινητό του ή αποσπασματικά στο tablet του- είναι άλλη μια παράμετρος που επανα-διαμορφώνει διαρκώς τόσο τα ίδια τα εγγενή χαρακτηριστικά μιας τηλεοπτικής παραγωγής, όσο και την τηλεοπτική προσλαμβάνουσα του θεατή.
Πέραν όμως των παραπάνω και για να προχωρήσουμε στο θέμα μας, έχει ασκηθεί πολλάκις κριτική στο Netflix για την ποιότητα των σειρών και ταινιών του. Είναι αλήθεια πως η λογική πίσω από τη διοίκηση και διεύθυνση περιεχομένου της streaming υπηρεσίας τείνει προς το «όλο και περισσότερο υλικό» - με το καθαρά ποιοτικό κομμάτι να περνάει σε δεύτερη μοίρα. Μπορεί να αποτελεί τα τελευταία χρόνια πόλο έλξης για μεγάλους και καταξιωμένους σκηνοθέτες του χώρου -οι οποίοι λαμβάνουν, πλην ενός υπέρογκου budget, και την εγγύηση μηδενικής παρέμβασης του καναλιού στο έργο τους- αλλά o ρυθμός με τον οποίο το Netflix επιδιώκει να παράγει πρωτότυπο υλικό είναι πραγματικά εντυπωσιακός. Μόνο και μόνο αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2019, το Netflix παρήγαγε περισσότερο πρωτότυπο τηλεοπτικό περιεχόμενο από ολόκληρη την τηλεοπτική βιομηχανία του 2005 -με μια παράλληλη άνοδο άνω του 50% σε σχέση με το αντίστοιχο υλικό που παρήγαγε το 2018- θα αντιληφθεί ότι το Netflix έχει ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου στον οποίο, από πλευράς ποσότητας τουλάχιστον, θέλει κατηγορηματικά την πρώτη θέση. Γιατί; Γιατί τα license fees, τα δικαιώματα δηλαδή που καλείται να πληρώσει στις εταιρείες παραγωγής των οποίων τις ταινίες/σειρές προβάλει στη πλατφόρμα του -δηλαδή όλων των άλλων πλην των original δικών της- είναι πάρα πολλά. Επίσης, όταν ο θεατής βλέπει οτιδήποτε στο Netflix, καταναλώνει data από τους servers του καναλιού, για τα οποία το Netflix καλείται στη συνέχεια να πληρώσει μεγάλα ποσά ως τέλη δεδομένων. Τέλος, διότι είναι ο τρόπος που του εξασφαλίζει να μένει πάντα επίκαιρο και ανταγωνιστικό, συγκριτικά με τις υπόλοιπες πλατφόρμες-κολοσσούς, όπως το HBO ή το Disney+, οι οποίες ποντάρουν στο «ποιοτικότερο» περιεχόμενο και στο ήδη καταξιωμένο όνομά τους.
Όμως, θα ήταν ενάντια σε κάθε λογική και φυσική ροπή των πραγμάτων, αν με τόσο μεγάλο όγκο περιεχομένου και τέτοια δημιουργική-καλλιτεχνική ελευθερία, δεν προέκυπταν ταινίες και σειρές ανώτερου επιπέδου και υψηλών προδιαγραφών. Το κανάλι έχει συνεργαστεί πολλάκις με εξωτερικά studio και καταξιωμένους ανθρώπους του χώρου, κάτι που έδωσε σπουδαίες ταινίες και ακόμα ίσως σπουδαιότερες τηλεοπτικές σειρές -εν δυνάμει κλασσικές στο μέλλον που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις αντίστοιχες «μεγάλες» παραγωγές ανταγωνιστικών καναλιών. Ήδη, καθώς γράφονται αυτές εδώ οι γραμμές, το Beef, η σειρά δηλαδή που αποτελεί πνευματικό παιδί του Netflix και του indie ανεξάρτητου studio A24 έχει σαρώσει σε τηλεθέαση αλλά και κριτικές, όντας μια από τις μεγάλες τηλεοπτικές στιγμές της σεζόν.
Έτσι, με αφορμή την επιτυχία του Beef, αλλά και την πρόσφατη συμπλήρωση των δέκα ετών από την κυκλοφορία του House of Cards, της Μακιαβελικής δηλαδή ναυαρχίδας του καναλιού το 2011, θα κάνουμε μια μικρή αναδρομή στις προσωπικές 10 + 1 αγαπημένες μας τηλεοπτικές σειρές του Netflix. Μοιραία αρκετά από τα απόλυτα crown-pleasers του καναλιού ίσως λείπουν -όπως τα Dark, Stranger Things, Witcher, Narcos, Orange is the New Black κτλ ή αδικοχαμένες σειρές όπως το εξαιρετικό ημιτελές Glow- αλλά με τέτοιο όγκο παραγωγής είναι πάρα πολύ δύσκολο να περιοριστεί κανείς σε μια και μόνο τηλεοπτική δεκάδα. Ακολουθεί παρ’ όλα αυτά μια συλλογή πρωτότυπων τηλεοπτικών σειρών του Netflix, αρκούντως ποικιλόμορφη για κάθε γούστο και κάθε διάθεση!
Mindhunter (2017-2019)
Στα τέλη των 70s, δύο πράκτορες του FBI αναλαμβάνουν ένα πρωτόγνωρο project για τα μέχρι εκείνη τη στιγμή δεδομένα της υπηρεσίας: την ανάπτυξη της μεθοδολογίας του “criminal profiling”, δηλαδή την ταύτιση φόνων κατ’ εξακολούθηση με τον δολοφόνο, μέσω συγκεκριμένων μοτίβων, εγκαθιδρύοντας παράλληλα τον ορισμό “serial killer” στην αστυνομική ορολογία. Η διαδικασία απαιτεί πολλαπλές συνεντεύξεις με αρκετούς κατά συρροή δολοφόνους της εποχής, οι οποίες αποσκοπούν σε μια κατάβαση στα βαθύτερα σκοτάδια του ανθρωπίνου νου και μια ενδοσκόπηση στο ψυχολογικό προφίλ του θύτη. Και αν η παραπάνω σύνοψη της σειράς φωνάζει από μακριά “David Fincher”, είναι γιατί ο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης βρίσκεται όντως πίσω από μια εκ των σπουδαιότερων τηλεοπτικών σειρών της προηγούμενης δεκαετίας. Μετουσιώνοντας ήδη τη «ροπή» του προς τη νοσηρή κοσμοθεωρία που κρύβεται πίσω από τις πράξεις ενός κατά συρροή δολοφόνου σε δύο κλασσικά thriller του σύγχρονου Hollywood -το Se7en και το Zodiac- ο Fincher υποστήριξε ως παραγωγός και σκηνοθέτης επτά ολόκληρων επεισοδίων το τηλεοπτικό του παιδί, Joe Penhall (σεναριογράφου μεταξύ άλλων του The Road) και μαζί με την υπόλοιπη εξαιρετική ομάδα συντελεστών (στη σκηνοθεσία κάποιων επεισοδίων συναντά κανείς τον Asif Kapadia των αριστουργηματικών Senna, Amy και Diego Maradona, όπως και τον «πολύ» Andrew Dominik του The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford) μεταχειρίστηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα βιβλίο του πρώην πράκτορα του FBI John E. Douglas, “Mindhunter: Inside the FBI's Elite Serial Crime Unit”. Όσο για το cast, η τριπλέτα των Jonathan Groff, Holt McCallany και Anna Torv έχει εξαιρετική χημεία μεταξύ της, ενώ οι διάφοροι ηθοποιοί που εμφανίζονται ως serial killers της εποχής, δεν πέφτουν ποτέ στην παγίδα της καρικατούρας -η σειρά κατορθώνει να τους παρουσιάσει σαν ένα σκοτεινό, πολύπλοκο αίνιγμα που προκαλεί διαρκώς σύγχυση και τρόμο. Δυστυχώς, η ακριβή παραγωγή της σειράς και το βεβαρημένο πρόγραμμα του Fincher έβαλαν το μέλλον της στον πάγο -μετά το φινάλε της δεύτερης σεζόν της- ακυρώνοντας ότι πλάνα υπήρχαν εξαρχής για πέντε συνολικά σεζόν. Με τον ίδιο τον Fincher να δηλώνει τον Φεβρουάριο του 2023 ότι η σειρά είναι και επισήμως «νεκρή», το Mindhunter μπαίνει αυτομάτως στη λίστα, όχι μόνο των καλύτερων σειρών της προηγούμενης δεκαετίας όπως αναφέρθηκε αρχικά, αλλά και σε εκείνη των πιο αδικοχαμένων σειρών στην ιστορία της μικρής οθόνης.
Sandman (2022 – σήμερα)
Ο Μορφέας επισκέφτηκε για πρώτη φορά τα όνειρα των αναγνωστών της indie ανεξάρτητης σκηνής comic τo 1989, όντας αποτέλεσμα της «Βρετανικής εισβολής» στις ΗΠΑ από σπουδαίους καλλιτέχνες της γηραιάς Αλβιώνας, όπως οι Alan Moore, Grant Morrison και εν προκειμένω ο Neil Gaiman. Η ανεξάρτητη Vertigo αποτέλεσε εν τέλει το «σπίτι» του Sandman, ενός ενήλικου comic που εξελίχθηκε με τα χρόνια σε έναν από τους πιο εμβληματικούς τίτλους του χώρου της 9ης Τέχνης. Μερικές δεκαετίες αργότερα και ύστερα από πολλές απέλπιδες προσπάθειες τηλεοπτικής και κινηματογραφικής μεταφοράς των περιπετειών του Ονείρου από ουκ ο λίγους δημιουργούς (ανάμεσά τους ενδεικτικά οι David Goyer και Joseph Gordon-Levitt, ενώ ο Gaiman είχε δηλώσει ανοικτά την προτίμησή του στον Terry Gilliam στα τέλη των 90s), ο υπέρ-προστατευτικός με το δημιούργημά του Άγγλος συγγραφέας έδωσε τελικά το ΟΚ στην Warner, ώστε σε συνεργασία με το Netflix να βάλει μπρος για μια τηλεοπτική σειρά βασισμένη στους δύο πρώτους τόμους της σειράς. Το τελικό αποτέλεσμα πλησιάζει σε μεγάλο βαθμό όλα όσα ονειρεύτηκαν οι φίλοι του εμβληματικού comic, καθώς ξεδιπλώνει αριστοτεχνικά μια ιστορία σκοτεινής φαντασίας, η οποία παραμένει πιστή στην καρδιά των χάρτινων αναζητήσεων του Ονείρου. Κυρίως όμως, μέσω της ειλικρίνειας που διακρίνει τη γραφή του Gaiman και της διακριτικής μα και βαθιά αλληγορικής χρήσης διαφόρων συμβόλων, η σειρά λειτουργεί σαν ένα όχημα που διασχίζει άφοβα τα «βαθύτερα νερά» του ανθρώπινου ασυνείδητου. Το ταξίδι του Μορφέα είναι μια εμπειρία κατά την οποία ο ίδιος -και παράλληλα οι θεατές- βιώνει διαρκώς την πολυπλοκότητα και τις -άλλοτε απότομες, άλλοτε βίαιες, άλλοτε γαλήνιες και άλλοτε ασυναίσθητα φυσιολογικές- εναλλαγές της ανθρώπινης φύσης. Με ένα εξαιρετικό ensemble cast και ένα production design που μαρτυρά αρκετές φορές την ανάμιξη της Warner στο project, το τηλεοπτικό Sandman χάρισε ήδη δύο από τα καλύτερα stand-alone επεισόδια της τηλεοπτικής σεζόν (24/7 και The Sound of Her Wings) και, εν αναμονή της δεύτερης σεζόν της σειράς, έκανε σαφές ότι η οικογένεια των Αιωνίων ήρθε στο τηλεοπτικό στερέωμα για να μείνει.
Arcane (2021 – σήμερα)
To Arcane ήρθε τo 2021 για να γίνει, όχι μόνο η καλύτερη original animated σειρά του καναλιού, αλλά και το καλύτερο video-game adaptation που έχει υπάρξει μέχρι σήμερα. Η Riot Games έδωσε το πράσινο φως για μια τηλεοπτική σειρά βασισμένη στο πολύ πετυχημένο League of Legends, ενώ το γαλλικό Studio Fortiche ανέλαβε την παραγωγή σε συνεργασία με το Netflix. Η σειρά που αποτελείται από 9 επεισόδια, δεν απαιτεί από τον θεατή να γνωρίζει τίποτα για τον κόσμο και το lore του παιχνιδιού. Αντιθέτως, λειτουργεί εντελώς αυτόνομα από εκείνο -με κλεισίματα του ματιού στους φανατικούς gamers όπου χρειάζεται, διακριτικά και ενταγμένα απόλυτα οργανικά στην κεντρική πλοκή- και με ένα storytelling που αποτελεί ήδη το απόλυτο blueprint για μελλοντικές απόπειρες παρομοίου ύφους. Αφηγείται μια συναρπαστική ιστορία φιλίας και προδοσίας με φόντο την steampunk ουτοπία του Piltover, καθώς παράλληλα μια ταξική διαμάχη μαίνεται διαρκώς στους δρόμους και στις γειτονιές της φουτουριστικής μεγαλούπολης. Η μίξη παραδοσιακού 2D και 3D, στα πρότυπα ταινιών όπως το Spider-Man: Into the Spider-Verse, καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα που συνεπαίρνει με την προσοχή και την επιμέλεια που έχει δώσει στο εικαστικό μεγαλείο της σειράς η ομάδα ανάπτυξης. Το voice-acting είναι συναρπαστικό και όλοι οι ηθοποιοί πίσω από τους εκάστοτε χαρακτήρες δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, συμβάλλοντας καθοριστικά στη δημιουργία τρισδιάστατων πρωταγωνιστών και ανταγωνιστών, με τους οποίους μπορεί εύκολα ο θεατής να ταυτιστεί και να αφουγκραστεί τους βαθύτερους προβληματισμούς και αγωνίες τους. Εν πάση περιπτώσει, το Arcane είναι μια πρωτότυπη animated σειρά – διαμάντι του Netflix, την οποία οφείλει να ανακαλύψει οποιοσδήποτε φίλος της μικρής οθόνης και του σύγχρονου animation -gamer και μη!
The Crown (2016 – σήμερα)
O Peter Morgan των Frost/Nixon, The Queen, Damned United και Rush μεταξύ άλλων, ανέλαβε το 2016 να μετατρέψει τη ζωή της Βασίλισσας Ελισάβετ ΙΙ σε μια τηλεοπτική σειρά που θα κάλυπτε χρονικά σχεδόν έναν αιώνα και μια σειρά από ιστορικά, πολιτικά και πολιτισμικά γεγονότα, τα οποία διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα της αγαπημένης Βασίλισσας των Βρετανών, αλλά και την ίδια την ιστορία του νησιού τους. Το τελικό αποτέλεσμα χρηματοδοτήθηκε από την πλατφόρμα του Netflix και μέχρι σήμερα μετράει ήδη 129 τηλεοπτικά βραβεία, καθώς και ένα εξαιρετικά υψηλό viewer-ship σε κάθε σεζόν του. Με 5 κύκλους ήδη στο ενεργητικό της σειράς και τρείς διαφορετικές ηθοποιούς να ενσαρκώνουν τη Βασίλισσα στα διάφορα στάδια της ζωής της (οι Claire Foy για τις σεζόν 1–2, η Olivia Colman για τις 3–4, and η Imelda Staunton για την σεζόν 5 και την επερχόμενη 6 και τελευταία σεζόν της σειράς), το ensemble cast, γεμάτο αστέρες και στιβαρά υποκριτικά ταλέντα της Βρετανικής -και όχι μόνο- σκηνής (ενδεικτικά εμφανίζονται σε σημαντικούς ρόλους οι Matt Smith, Tobias Menzies, Jonathan Pryce, Vanessa Kirby, Helena Bonham Carter, Timothy Dalton, John Lithgow, Derek Jacobi, Matthew Goode, Michael C. Hall, Clancy Brown, Natascha McElhone, Gillian Anderson, Elizabeth Debicki, Dominic West και Jared Harris μεταξύ πολλών άλλων) συμβάλλουν τα μέγιστα στο να αποδοθεί το καλογραμμένο και γυαλισμένο σενάριο του Morgan όσο το δυνατό αρτιότερα στην οθόνη. Παράλληλα, το production design είναι πιθανότατα το πιο εντυπωσιακό από όλες τις πρωτότυπες σειρές του καναλιού, με μια συναρπαστικά προσεγμένη ανασύσταση εποχής και γυρίσματα σε φυσικά μέρη, στοιχεία τα οποία προσδίδουν μια παλιομοδίτικη νότα αυθεντικότητας και φρεσκάδας στη σειρά -θυμίζοντας πολλές φορές τη χρυσή εποχή των δραμάτων βρετανικής εγκράτειας του James Ivory, ιδιαίτερα στις πρώτες σεζόν. Αν κάτι όμως ξεχωρίζει το The Crown από ένα τυπικό δράμα εποχής για χαρακτήρες με τους οποίους μοιάζει αδύνατο να ταυτιστεί κανείς, είναι η μεταχείρισή τους ως μαριονέττες ενός απαρχαιωμένου θεσμού, με στόχο την κατάδειξη της αμφιλεγόμενης σημασίας του για τον Αγγλικό λαό. Παράλληλα, οι πρωταγωνιστές λειτουργούν και ως ιστορικοί καταλύτες της πορείας της Αγγλικής κοινωνίας στον 20ο και 21ο αιώνα, φιλτράροντας όλες τις σημαντικές οικονομικό-πολιτικές αλλαγές της χώρας τους από τη δική τους οπτική. Εν τέλει, η σειρά κατορθώνει με τα παραπάνω να καταπιαστεί με μια πληθώρα ουσιωδέστερων θεματικών από εκείνες που φαινομενικά περιμένει κανείς, με κυριότερο αυτό του «καθήκοντος εναντίον ατομικότητας» από το οποίο πηγάζει και το ουσιαστικότερο δράμα πίσω από τον κάθε χαρακτήρα της σειράς. Το The Crown είναι πράγματι το στέμμα του Netflix, μια σειρά επικών διαστάσεων, η οποία πίσω από το γυαλισμένο της περιτύλιγμα κρύβει ένα σενάριο κοφτό, βαθύ και πολύπλευρο, ιδανικό στο να προκαλεί προβληματισμούς επίκαιρους μέχρι και σήμερα.
Bojack Horseman (2014 – 2020)
O Bojack Horseman είναι ένα ανθρωπόμορφο άλογο που πρωταγωνιστούσε τη δεκαετία του ’90 σε μία πολύ επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά. One-hit wonder που λένε και στο Hollywood, ο Bojack δεν σταύρωσε ποτέ επιτυχία στη μετέπειτα καριέρα του, απέκτησε προβλήματα αλκοολισμού και σταδιακά απομονώθηκε στην έπαυλή του στο Los Angeles, βλέποντας ξανά και ξανά σε επανάληψη τις παλιότερες επιτυχίες του -κάνοντας παράλληλα τη ζωή δύσκολη στον πολύ περιορισμένο στενό κοινωνικό του κύκλο. Και έτσι απλά, η σειρά κινουμένων σχεδίων με πρωταγωνιστή έναν αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα σε πλήρη παραίτηση έγινε -μαζί με τους Simpsons- το σημαντικότερο αμερικάνικο ενήλικο cartoon στην ιστορία της μικρής οθόνης. Ο δημιουργός της σειράς, Raphael Bob-Waksberg, αποφάσισε να πάρει έναν, κάπως στερεοτυπικό χαρακτήρα, ο οποίος πάσχει εμφανώς από μια ψυχική ασθένεια και να μην μπει στη διαδικασία αποκρυπτογράφησής του, αλλά να τον αντιμετωπίσει σαν αληθινό «άνθρωπο». Η σειρά μέσα από τη διεξοδική ενδοσκόπηση που πραγματοποιεί στον ψυχισμό του πρωταγωνιστή της και την meta φύση που σταδιακά αποκαλύπτει στον ανυποψίαστο για αυτό που ακολουθεί θεατή -αρνούμενη να φυσικοποιήσει τη συμπεριφορά και τις συνήθειες του Bojack- βρίσκει το θάρρος να μιλήσει και να θίξει σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα των ημερών μας. Όχι στο επιφανειακό επίπεδο της φαρσοκωμωδίας ενός South Park ή -ακόμα χειρότερα- ενός Family Guy, αλλά μπήγοντας πραγματικά το μαχαίρι βαθιά μέχρι το κόκκαλο. Στο τέλος της ημέρας, το Bojack Horseman είναι μια σειρά της οποίας η ειλικρίνεια χτυπάει διαρκώς τον ευαίσθητο συναισθηματικό της κόσμο, με τρόπο που φανερώνει το συναισθηματικό τέλμα που έχει φτάσει η κοινωνία του 21ου αιώνα. Αν μια σειρά αξίζει ίσως τα πρωτεία της σπουδαιότερης original παρακαταθήκης που μας έδωσε το Netflix, αυτή είναι αδιαμφισβήτητα ο Bojack Horseman, η πιο επίκαιρη, διαχρονική και ειλικρινής δημιουργία του καναλιού μέχρι σήμερα.
Russian Doll (2019 – σήμερα)
Δημιούργημα των Natasha Lyonne, Leslye Headland και Amy Poehler, το Russian Doll θέλει την Natasha Lyonne να ζει σε μια ατελείωτη λούπα το ίδιο πάρτι των 36ων γενεθλίων της, πεθαίνοντας διαρκώς με διαφορετικούς τρόπους και ξαναρχίζοντας πάλι από την αρχή. Αυτό το χρονικό παράδοξο ξεφεύγει όμως γρήγορα από τον φαρσικό του χαρακτήρα και τις κωμικές αναφορές στο Groundhog Day, καταλήγοντας σε ένα pop υπαρξιακό roller-coaster ζωής, θανάτου, προσωπικών τραυμάτων και άλλων «εκπλήξεων» που θα ήταν κρίμα να αποκαλυφτούν εδώ -και να μην βιωθούν από τον θεατή κατά τη διάρκεια της σειράς. Είναι επίσης ένα πραγματικά συναρπαστικό ευτύχημα να παρακολουθεί κανείς μια σειρά για τον σύγχρονο άνθρωπο και τα αδιέξοδά του, γραμμένη από τρεις πολύ σημαντικές σύγχρονες γυναίκες-σεναριογράφους, στα πρότυπα που και οι Tina Fey, η Amy Sherman-Palladino ή η Phoebe Waller-Bridge μεταξύ άλλων δημιουργούν τηλεοπτικά διαμάντια με βαθιά γυναικεία φωνή και τη δική τους προσωπικότητα αποτυπωμένη με ειλικρίνεια στα εκάστοτε σενάρια -οι Natasha Lyonne και Amy Poehler δεν χρειάζονται συστάσεις, ενώ η Leslye Headland με ήδη μια μεγάλη πορεία στον χώρο της τηλεόρασης ως σκηνοθέτρια, έχει ήδη ξεσκονίσει τα lightsaber της για το επερχόμενο The Acolyte του ευρύτερου τηλεοπτικού σύμπαντος του Star Wars. Η σειρά απέκτησε μια κάπως αχρείαστη δεύτερη σεζόν, καθώς η πρώτη κλείνει ιδανικά το όλο ευφάνταστο χώρο-χρονικό υπαρξιακό κουλουβάχατο που σκαρφίστηκαν οι δημιουργοί. Δυστυχώς, δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά παραπάνω για τη φύση της σειράς προς αποφυγήν spoilers που ίσως χαλάσουν την εμπειρία που περιμένει τον ανυποψίαστο τηλεοπτικό θεατή αυτού του πρωτότυπου μικρού αριστουργήματος του Netflix. Η επίσκεψη στο ανατρεπτικό σύμπαν του Russian Doll πρέπει να θεωρείται δεδομένη από τους συνδρομητές του Netflix, μιας σειράς που κατέχει πλέον περίοπτη θέση στα καλύτερα και πιο αξιοπερίεργα originals του καναλιού.
The Dark Crystal: Age of Resistance (2019)
To prequel της cult παιδικής ταινίας ηρωικής φαντασίας του 1982 από τον Jim Henson, ξεκίνησε αρχικά ως sequel και πέρασε αρκετά χρόνια αναπτυξιακής κόλασης και πολλαπλών δημιουργικών αδιεξόδων. Τελικά κατέληξε στα χέρια του Netflix το 2017, το οποίο έδωσε τους απαραίτητους πόρους -και καλλιτεχνική ελευθερία- στη Lisa Henson και στη Jim Henson Company που κληρονόμησε από τον πατέρα της, ώστε να προβούν στην υλοποίηση του οράματος του Jim Henson για το μέλλον του Dark Crystal. Και εκείνοι, όχι απλά τίμησαν την κληρονομιά του σπουδαίου μαριονετίστα -υπεύθυνου μεταξύ άλλων για τα Muppet Show και Fragile Rock- αλλά την ξεπέρασαν κιόλας, κατασκευάζοντας μια εποποιία ηρωικής φαντασίας με μαριονέτες -και ελάχιστο, διακριτικό CGI- που σε επίπεδο world-build τολμάει να κοιτάξει στα μάτια κινηματογραφικές παραγωγές – μεγαθήρια του είδους, όπως το Star Wars ή το Lord of the Rings. Στην πρωτότυπη ταινία και σε έναν κόσμο βγαλμένο από τα πιο βαθιά έγκατα της ηρωικής 80s φαντασίας, ο νεαρός Jen έπρεπε να θεραπεύσει τον κρύσταλλο που γινόταν πηγή δύναμης των Skeksis, πλασμάτων που εκμεταλλεύονταν εκείνον και τη φυλή του. Στο The Dark Crystal: Age of Resistance η ιστορία πάει πολλά χρόνια πίσω, ώστε να αφηγηθεί την αρχή της επανάστασης εναντίων τον Skeksis και των γεγονότων που οδήγησαν στη διαμάχη της πρωτότυπης ταινίας. Η σειρά βρίθει απαράμιλλης τεχνικής και production design, με τα πάντα να έχουν κατασκευαστεί στο χέρι και με παραδοσιακούς τρόπους, κάτι που αυτομάτως της δίνει μια «παλιομοδίτικη» αισθητική και η οποία κερδίζει εύκολα τον θεατή. Το lore, το world-building όπως προ-αναφέρθηκε και οι καλογραμμένοι χαρακτήρες εντυπωσιάζουν με το βάθος και την προσοχή στη παραμικρή λεπτομέρεια που έχει δοθεί στη δημιουργία τους. Αν και η δεύτερη σεζόν που περίμεναν οι δημιουργοί της σειράς δεν ήρθε ποτέ, λόγω του μεγάλου κόστους παραγωγής της πρώτης, η σειρά έχει ένα υποτυπώδες και άκρως ικανοποιητικό φινάλε, ενώ μπορεί να παρακολουθηθεί αυτόνομα από τη πρωτότυπη ταινία. Το The Dark Crystal: Age of Resistance είναι μια από τις πιο ιδιαίτερες original δημιουργίες του καναλιού, το μοναδικό ίσως προϊόν επικής ηρωικής φαντασίας που τολμάει να διεκδικήσει λίγη από τη λάμψη του Lord of the Rings την τελευταία 20ετία -όσες σεζόν ή spinoffs μετρήσουν τα συγγραφικά πονήματα του R.R. Martin.
The Haunting of Hill House (2018)
O Mike Flanagan δεν είναι απλά ένας σκηνοθέτης ταινιών τρόμου «της σειράς», αλλά ένας auteur του είδους, ο οποίος με το πρόσχημα του τρόμου, δημιουργεί ιστορίες για την ενοχή, τη μετάνοια και την απώλεια, τις οποίες και εντάσσει με έναν εξαιρετικό τρόπο στο διαπροσωπικό δράμα που κρύβεται πίσω από κοινωνικούς θεσμούς, όπως εκείνους της οικογένειας ή της κλειστής κοινότητας. Και στο The Haunting of Hill House, αυτός ο διαρκώς παλλόμενος τρόμος δεν μοιάζει βγαλμένος από τα φαντάσματα που απειλούν την οικογένεια Crane -η οποία μετακομίζει στην έπαυλη του Hill House για να την ανακαινίσει, πριν τους προλάβει μια αναπάντεχη τραγωδία- αλλά δείχνει να προέρχεται από την ίδια την οικογένεια και τα «φαντάσματα» που εκείνη κουβαλάει μέσα της. Μυστικά, εμμονές, φόβοι και αδυναμίες έρχονται διαρκώς στην επιφάνεια, καθώς η διαπεραστική διακριτική ματιά του Flanagan αναδεικνύει ώριμους προβληματισμούς, με τους οποίους είναι εύκολο να ταυτιστεί κανείς. Το Netflix πέτυχε κίνηση-ματ με το να εντάξει στο δημιουργικό του team έναν δημιουργό όπως ο Flanagan, ο οποίος με δουλειές όπως το Midnight Mass και τα Midnight Club ή The Haunting of Bly Manor μεταξύ άλλων, έδωσε στο κανάλι μια σειρά ταινιών και σειρών τρόμου βαθύτερων ανησυχιών, οι οποίες υπερβαίνουν τα στενά πλαίσια του genre. Το The Haunting of Hill House είναι πιθανότατα η καλύτερη τηλεοπτική προσπάθειά του μέχρι σήμερα.
When they see us (2019)
To 1989 στη Νέα Υόρκη, μια 28χρονή λευκή γυναίκα κακοποιείται, βιάζεται και εν συνεχεία εγκαταλείπεται αβοήθητη στο Central Park. Η αστυνομία την βρίσκει σε κακή κατάσταση και αφότου περάσει λίγος καιρός και αναρρώσει από τα τραύματά της, δηλώνει ανίκανη να καταθέσει στο δικαστήριο καθώς οι ελάχιστες μνήμες που της έχουν απομείνει από το φρικτό γεγονός δεν είναι ικανές να ταυτοποιήσουν τον δράστη. Πέντε νεαρά αγόρια 13 έως 16 ετών, τα οποία επέλεξε τυχαία η αστυνομία το ίδιο βράδυ ως πιθανούς υπόπτους, θα χειραγωγηθούν από τις αρχές και θα φορτωθούν το έγκλημα, σε μια άνευ προηγουμένου ρατσιστική δικαστική σκευωρία που θα τους στερήσει τα νιάτα τους, Με οδηγό τα πραγματικά γεγονότα πίσω από την ιστορία των «Πέντε του Central Park», η Ava DuVernay του Selma σκηνοθετεί με νεύρο μια ιστορία που στοιχειώνει τους Νεοϋορκέζους μέχρι και σήμερα, καθώς καταδεικνύει τη συστημική φύση του ρατσισμού, μέσω ενός κλίματος παράνοιας που «έκαιγε» σαν καύσιμο μια ρατσιστική ρητορική, βαθιά αποτυπωμένη στο συλλογικό ασυνείδητο των κατοίκων των ΗΠΑ. Με μια ερμηνεία – αποκάλυψη του νεαρού Jharrel Jerome -τον οποίο πρωτοείδαμε στο Moonlight του Barry Jenkins- και μια σφικτή δομή που διαρκώς σε κρατάει στην άκρη του καθίσματός σου, το When they see us είναι αδιαμφισβήτητα το mini series τεσσάρων επεισοδίων που ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα Netflix originals.
House of Cards (2013 – 2018)
Last but not least, η σειρά που έβαλε το Netflix στον παγκόσμιο τηλεοπτικό χάρτη και ξεκίνησε την επέλαση του Αμερικανικού streaming κολοσσού στους τηλεοπτικούς δέκτες των περισσότερων χωρών του κόσμου. Το ημερολόγιο έγραφε 1η Φεβρουαρίου 2013 όταν σε μια πρωτοφανή κίνηση για τα τηλεοπτικά δεδομένα, ολόκληρη η πρώτη σεζόν της σειράς εμφανίστηκε στο κεντρικό menu του καναλιού -σε μια απολύτως φυσική εξέλιξη του video-club όπως το γνωρίζαμε μέχρι τότε. Η σειρά γράπωσε με τη μια τους θεατές, οι οποίοι πιάστηκαν σαν τα ποντίκια στη «φάκα» του Frank Underwood, ο οποίος αφού βοήθησε την παράταξή του να κερδίσει τις Αμερικανικές εκλογές και δεν πήρε την αντίστοιχη ανταμοιβή που του έταξαν -μια θέση στο υπουργικό συμβούλιο- ενορχήστρωσε μαζί με την εξίσου βιτριολική σύζυγό του, Claire, ένα σχέδιο εξόντωσης κάθε πολιτικού τους αντίπαλου. Βασισμένο στο ομότιτλο Βρετανικό τηλεοπτικό πολιτικό θρίλερ του 1990, το House of Cards έχει ένα εξαιρετικό cast να επιδείξει, αλλά και μεγάλα ονόματα στην παραγωγή -με μεγαλύτερο εκείνο του David Fincher, ο οποίος σκηνοθέτησε και τα δύο πρώτα επεισόδια της σειράς. Μπορεί ο τίτλος, στις έξι συνολικά σεζόν που κράτησε, να σημαδεύτηκε από το σκάνδαλο Kevin Spacey -ο οποίος απομακρύνθηκε από τη σειρά μετά το τέλος της 5ης σεζόν – όμως το House of Cards κέρδισε άκοπα τη θέση του στην τηλεοπτική ιστορία της νέας, χρυσής εποχής του μέσου. Πέντε χρόνια μετά το φινάλε του, το House of Cards παραμένει μια από τις πιο σημαντικές τηλεοπτικές σειρές των 00s -και μοιραία η σημαντικότερη original σειρά του Netflix, η οποία άλλαξε τα τηλεοπτικά δεδομένα οριστικά και αμετάκλητα.