Το John Wick χτύπησε σαν κεραυνός εν αιθρία τις αίθουσες το 2014, αφού ο πρώην κασκαντέρ και νυν σκηνοθέτης Chad Stahelski κέντρισε το ενδιαφέρον των περισσότερων φίλων του παραδοσιακού action gunfight σινεμά με τη δημιουργία ενός αξιοπρόσεκτου συνόλου υπέρ-στυλιζαρισμένων χορογραφιών ακατάπαυστης δράσης με άμεσες παραπομπές στη βαριά παράδοση του κινηματογραφικού αυτού genre και στα πρωτόλεια φιλμικά σύμβολα που καθόρισαν τη μορφή του.
Πράγματι, ο John Wick κοίταξε κατάματα τους μοναχικούς χαρακτήρες των ταινιών του Jean-Pierre Melville και τους ατομικιστές αντί-ήρωες των αμοραλιστικών spaghetti western του Sergio Leone, λούστηκε με το neo-noir ύφος του πρώιμου John Woo και αφομοίωσε πλήρως την ικανότητά του να χορογραφεί μοναδικά εκρηκτικές σεκάνς δράσης και βίας, ενώ τέλος υιοθέτησε εν μέρει την αστική μελαγχολία ηρώων, όπως ο Ghost Dog του Jim Jarmusch ή ο ανώνυμος οδηγός του Drive από τον Nicolas Winding Refn. Σε αυτό το ιντριγκαδόρικο μείγμα προστέθηκε στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Keanu Reeves, ένας ηθοποιός – ιερό τοτέμ του χώρου, ο οποίος είχε όλα τα ερμηνευτικά και φυσιογνωμικά χαρίσματα, ώστε να μπορέσει να σταθεί αντάξιος των παραπάνω κινηματογραφικών κληρονομιών. Η deadpan ερμηνευτική προσέγγιση που επεδίωξε για τον κεντρικό χαρακτήρα, έδωσε συν τοις άλλοις την ιδανική δόση ειρωνείας που χρειαζόταν η ταινία για να λειτουργήσει αποτελεσματικά -εναρμονισμένη πλήρως με την κωμική ακρότητα των περισσοτέρων σεκάνς δράσης της.
Η επιτυχία του John Wick έδωσε τρία sequel, έθεσε τις βάσεις για ένα spin-off (το επερχόμενο Ballerina με την Ana De Armas), αποτέλεσε το πρότυπο για την παραγωγή μιας πληθώρας παρόμοιων υφολογικά ταινιών -Atomic Blonde, Nobody, Kate, Headshot κλπ- και κυρίως μπήκε σφήνα στο εμπορικό μονοπώλιο των comic book movie franchises, αποδεικνύοντας ότι το καλό σινεμά δράσης και δη εκείνο που προτείνεται να αγκαλιάσει με ειλικρίνεια την b-movie κληρονομιά του παρελθόντος και όχι να την αναπαραγάγει στείρα και τεχνητά, θα έχει πάντα μια ξεχωριστή θέση στις καρδιές των θεατών.
Έτσι, με το John Wick 4 να καταφθάνει αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες, ανατρέχουμε σε 5 ταινίες οι οποίες αποτέλεσαν βασική επιρροή -η κάθε μια με τον τρόπο της- για το franchise.
Επιχείρηση: Χαός /Επιχείρηση: Χάος 2 [The Raid/The Raid 2: Retaliation] (2011/2014)
Η μοναδική σειρά ταινιών της εν λόγω λίστας, η οποία ίσως δεν αποτέλεσε μια τόσο απευθείας επιρροή του John Wick franchise όσο οι υπόλοιπες, αλλά μοιράστηκε μια βαθύτερη πυρηνική σύνδεση μαζί του. Ο Ουαλός Gareth Evans σκηνοθέτησε στα μέσα των 00s ένα documentary για την Ινδονησιακή πολεμική τέχνη Pencak Silat, η οποία τον κέρδισε σε τέτοιο βαθμό που της αφιέρωσε την επόμενή του ταινία -το cult Merantau του 2009. Στη συνέχεια, μετακόμισε στην Ινδοκίνα και αφιερώθηκε στην παραγωγή μιας πιο φιλόδοξης ταινίας, μεγαλύτερης σε κάθε επίπεδο από το Merantau. Αυτή ήταν το μετέπειτα sequel του The Raid με αρχικό τίτλο Berandal, πλάνο που εγκαταλείφθηκε λόγω δυσκολιών στη χρηματοδότηση. Tο σενάριο άλλαξε και απλοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό και εν τέλει προέκυψε το αρχικό The Raid του 2011. Η τεράστια και απροσδόκητη επιτυχία της ταινίας, η οποία την έστειλε σε δεκάδες φεστιβάλ ανά το κόσμο -μέχρι και στο Toronto International Film Festival όπου κέρδισε Midnight Madness/ People's Choice Award- έδωσε το πράσινο φως για ένα sequel, στο οποίο ο Evans θα είχε την ευκαιρία να «μεγαλώσει» την κλίμακα της αρχικής ταινίας, επιστρέφοντας στις αρχικές ιδέες που είχε για το Berandal. To The Raid 2: Retaliation προβλήθηκε το 2015 και εξέλιξε σε κάθε βαθμό όλες τις αρετές της πρώτης ταινίας, εντάσσοντας την πιο λιτή αρχική ιστορία σε μια ευρύτερη γκανγκστερική εποποιία πολεμικών τεχνών με ρίζες στο σινεμά του Scorsese, του Michael Mann και ακόμα πιο εμφατικά σε εκείνο του John Woo. Σε μια εποχή που το κοινό είχε να απολαύσει πραγματικά αξιομνημόνευτες σκηνές δράσης από την εποχή του Matrix, ο Evans κινηματογράφησε με απόλυτη ευκρίνεια και αψύ μονταζιακό νεύρο τις άψογα εκτελεσμένες χορογραφίες θανάτου της διλογίας του, οι οποίες σε δεύτερο χρόνο σχεδόν μετατράπηκαν σε μια ξεχωριστή κινηματογραφική γλώσσα. Προέκυψε έτσι ένα πολύ ιδιαίτερο είδος οπτικής αφήγησης, το οποίο έδωσε στις δύο αυτές ταινίες το μοναδικό προνόμιο της χρήσης της χορογραφίας ως αυτόνομη μορφή κινηματογραφικής τέχνης. Τα Raid/Raid 2: Retaliation μπορούν άνετα να μοιραστούν σήμερα με το Mad Max: Fury Road, τον θρόνο των καλύτερων action ταινιών της προηγούμενης -και τρέχουσας- δεκαετίας.
Ghost Dog: Ο τρόπος των σαμουράι [Ghost Dog: The Way of the Samurai] (1999)
Σε μια ανώνυμη αμερικανική μεγαλούπολη, ένας Αφρό-Αμερικάνος εκτελεστής ακολουθεί πιστά το “Hagakure: Ο Τρόπος των Σαμουράι”. Ζει μόνος του σε μια ταράτσα με ένα περιστερώνα για συντροφιά και αυτοαποκαλείται Ghost Dog. Ο άνθρωπος που του έσωσε τη ζωή πριν οκτώ χρόνια είναι πλέον εργοδότης του και μέλος της τοπικής Ιταλικής μαφίας. Όταν η κόρη του Αφεντικού γίνεται μάρτυρας μιας εκτέλεσης του Ghost Dog, ο ίδιος γίνεται με τη σειρά του πλέον αναλώσιμος. Ο Jim Jarmusch δημιουργεί έναν σύνθετο, μεταμοντέρνο σκελετό, ο οποίος ενώνει την αφρό-αμερικανική κουλτούρα των ghetto με εκείνη της Ιαπωνικής παράδοσης, τοποθετώντας τη δράση σε ένα σύγχρονο Ιταλό-Αμερικάνικο μαφιόζικο περιβάλλον. Αυτό το ετερόκλητο πολιτισμικό κολλάζ χρησιμοποιείται ιδανικά ως αφηγηματικό όχημα μιας υπαρξιακής ιστορίας αστικής ποίησης, διανθισμένη με μια γλυκιά μελαγχολία για το διαφαινόμενο φινάλε των καιρών και την αλλαγή σκυτάλης μεταξύ παλιού και νέου. Διόλου τυχαίο που η εν λόγω ταινία κυκλοφόρησε το 1999, μια χρονιά που το σινεμά αντιμετώπιζε γενικότερα το millennium ως το τέλος εποχής του σύγχρονου πολιτισμού/κόσμου. Ο Forest Whitaker υποδύεται εξαιρετικά τον μυστηριώδη δολοφόνο – ασκητή, ο οποίος ζει ολομόναχος, με αυστηρούς κώδικες τιμής, πειθαρχημένος και πλήρως συνειδητοποιημένος ότι η φθορά του χρόνου έχει φτάσει και για το δικό του «είδος». Το αριστουργηματικό soundtrack του RZA και το νωχελικό, σχεδόν υπνωτικό κινηματογραφικό ύφος του Jarmusch προσδίδουν ένα υποβόσκον νοσταλγικό συναίσθημα σε κάθε σχεδόν καρέ της ταινίας, ενώ οι κωμικές καρικατούρες των Ιταλών μαφιόζων έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τη φιγούρα του Ghost Dog και λειτουργούν σαν ένα διεργετικό αντίβαρο όλων αυτών που πρόκειται να περάσουν σύντομα, στη σφαίρα των αναμνήσεων. Μια από τις πιο αξιόλογες ταινίες του ανεξάρτητου Αμερικάνικου κινηματογράφου των 90s, που εντάσσεται πετυχημένα και άκρως οργανικά στη γενικότερη φιλμογραφία του σπουδαίου Αμερικανού σκηνοθέτη.
Επαγγελματίας δολοφόνος [The Killer] (1989)
Στο The Killer, η σχολή John Woo παρουσιάζεται σε όλη της τη δόξα στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα, αφομοιώνεται ως de facto φιλμική γλώσσα από σκηνοθέτες όπως ο Quentin Tarantino, ο πρώιμος Luc Besson και ο Robert Rodriguez, ενώ καταφέρνει να απλώσει τα δίχτυα της ως την ευρύτερη pop κουλτούρα -όπως πχ την hip hop σκηνή της εποχής, με τον Raekwon των Wu-Tang Clan μεταξύ άλλων να ενσωματώνει samples από την ταινία στο πρώτο του, κλασσικό πλέον solo album. Ο Chow Yun-fat υποδύεται τον δολοφόνο που άθελά του τυφλώνει μια νεαρή τραγουδίστρια και αυτομάτως μπαίνει συνειδητά στο δρόμο της εξιλέωσης, αναλαμβάνοντας μια τελευταία δουλειά που θα πληρώσει και τα χειρουργικά έξοδα για την αποκατάσταση της όρασης του άτυχου θύματός του. Τα αφεντικά του όμως τον θέλουν νεκρό -γιατί αποκάλυψε την ταυτότητά του στις αρχές του Hong Kong- ενώ ο αστυνομικός που τον καταδιώκει σχηματίζει σταδιακά μια περίεργη σχέση σεβασμού και εκτίμησης προς το πρόσωπό του. Με επιρροές από το σινεμά του Martin Scorsese -και δη τους Κακόφημους Δρόμους- αλλά και τη μυθολογία των western, των βίαιων αμερικάνικων comic και του παραδοσιακού μελοδράματος, το cult πλέον δημιούργημα του Woo βρίθει μιας άκρως παλιομοδίτικης αντίληψης περί ηθικών αξιών -αποτυπωμένης βέβαια στο έργο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο- και κυρίως σκηνών δράσης που όμοιές της δεν είχε ξαναδεί το ευρύ κοινό: σφαίρες σφυρίζουν διαρκώς, καθώς κορμιά λικνίζονται εκστατικά κάτω από χορογραφίες βίας και χάους ασύγκριτης σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ. Παράλληλα, καμία σπιθαμή του κινηματογραφικού κάδρου δεν μένει αμέτοχη σε αυτό το εκρηκτικό κομφούζιο δράσης, κάνοντας εν τέλει τον Woo ως έναν μοναδικό οραματιστή του action cinema, ο οποίος συνέχισε να μεγαλουργεί και τα επόμενα χρόνια με κλασσικές πλέον ταινίες, όπως τα Bullet in the Head και φυσικά το Hard Boiled. Αν μια ταινία από τη συγκεκριμένη λίστα «μιλάει» τόσο κοντά στη γλώσσα του John Wick, αυτή είναι σίγουρα το The Killer.
Ο Κόκκινος Κύκλος [Le Cercle Rouge] (1970)
Μετά την πρόσφατη αποφυλάκισή του, ένας διαβόητος ληστής συνεργάζεται με έναν δραπέτη και έναν διεφθαρμένο αστυνομικό στη μεγαλύτερη ληστεία διαμαντιών του Παρισιού -με την αστυνομία ήδη στο κατόπι τους. Όπως σε όλες σχεδόν τις ταινίες του σπουδαίου Jean-Pierre Melville, έτσι και εδώ η πλοκή λειτουργεί ως υποστηρικτικό κομμάτι στην ανάδειξη και ισχυροποίηση ενός κώδικα τιμής και ηθικής, μέσω του οποίου φιλτράρεται όλη η συναισθηματική πολυπλοκότητα των ηρώων του, με μοναδική αφηγηματική κι αισθητική ακρίβεια. Η κορύφωση της ταινίας έρχεται στη σεκάνς της ληστείας, ένα βουβό masterclass σκηνοθεσίας διάρκειας σχεδόν μισής ώρας, όπου μέσω κάθε κίνησης ή κάθε νεύματος των πρωταγωνιστών, ο Melville καταφέρνει να αναδείξει πλήρως όλες τις λεπτομέρειες του εσωτερικού τους κόσμου -το απόλυτο σημείο αναφοράς για μεταγενέστερους σκηνοθέτες όπως ο Christopher Nolan ή ο Michael Mann. Alain Delon, André Bourvil, Gian Maria Volonté και Yves Montand συνθέτουν το εξαιρετικό cast της ταινίας, ενώ η εξαίσια φωτογραφία του Henri Decaë και το φανταστικό soundtrack του Éric Demarsan έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη του Le Cercle Rouge ως την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Melville, ένα κλασσικό crime noir που συνεχίζει να ασκεί μια ακαταμάχητη γοητεία ακόμα και σήμερα.
Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος [The Good, the Bad and the Ugly] (1966)
Τρείς τυχοδιώκτες πιστολέρος, κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού εμφυλίου αναζητούν έναν κρυμμένο θησαυρό που σταδιακά θα τους φέρει αντιμέτωπους τον ένα με τον άλλο. Το The Good, the Bad and the Ugly χρειάζεται ελάχιστες συστάσεις, καθώς η θέση του στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα έχει περάσει προ πολλού στη σφαίρα του θρύλου. Ο Leone ξέρει πως μπορεί πολύ εύκολα να μετατρέψει τους ήρωές του από κοινούς θνητούς σε μυθικές φιγούρες, τοποθετώντας τους σε ένα χώρο-χρονικό πλαίσιο εντελώς μη ρεαλιστικό και πλήρως κινηματογραφικό -καθώς τα αργόσυρτα, μακροσκελή και άψογα καδραρισμένα πλάνα δίνουν τη θέση τους σε επιθετικά και άκρως στυλιζαρισμένα close-ups των προσώπων των αντί-ηρώων του. Από αυτό το αμοραλιστικό γαϊτανάκι δεν λείπει το κυνικό χιούμορ και το απαράμιλλο κωμικό timing που ο Leone δεν φοβήθηκε ποτέ να ενσωματώσει στις ταινίες του, καθώς η ταινία οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε ένα από τα πιο κλασσικά φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου. Η ταινία αποτελεί το τρίτο και τελευταίο μέρος της άτυπης «Τριλογίας του Δολαρίου» μετά τα A Fistful of Dollars και For a Few Dollars More -αυτοτελή όλα, με μοναδικό κοινό στοιχείο τον χαρακτήρα του Man with no Νame που πρωταγωνιστεί και στις τρεις ταινίες- με τους Clint Eastwood, Eli Wallach και Lee Van Cleef στους κεντρικούς ρόλους και το εμβληματικό soundtrack του Ennio Morricone ως τέταρτο και ισότιμο πρωταγωνιστή δίπλα τους. Συνολικά το δημιούργημα του Leone αγαπήθηκε όσο ελάχιστα κινηματογραφικά έργα των τελευταίων 50 ετών, τόσο λόγω των αλλεπάλληλων iconic στιγμών του, όσο και για το πόσο άμεσα ενσωματώθηκε στην ευρύτερη κινηματογραφική -και μη- pop κουλτούρα.