Ας το πάμε λίγο ανάποδα εδώ, ξεκινώντας ευθύς αμέσως με σύγκριση: πολλοί είχαν μιλήσει, προτού καν βγει το τρέιλερ, για έναν Λύκο της Γουόλ Στριτ των roaring ‘20s, μια ανεστραμμένη ωδή στους λιμπερτίνους της tinseltown, ακριβώς στο μεταίχμιο της μετάβασης από το βουβό κινηματογράφο στα «αναθεματισμένα» talkies – και, σαφέστατα, λίγο πριν την έλευση του υπερσυντηρητικού κώδικα Hays. Εάν, όμως, ο δάσκαλος Scorsese ευφυέστατα έθεσε ένα σχεδόν φορμαλιστικό αμοραλισμό καθ’ όλη τη διάρκεια της βαθύτατα πασοκικής εποποιίας του, καθιστώντας το όποιο «ηθικό δίδαγμα» ξεκάθαρα αποτιμώμενο εκ της υποκειμενικότητας του εκάστοτε θεατή (κάποιοι θα έχουν ενδεχομένως ακούσει για τις ιαχές θριάμβου στην ιδιωτική προβολή σε Νεοϋορκέζους τραπεζίτες κατά τη διάρκεια της σκηνής όπου ο τσιτωμένος DiCaprio σκίζει μανιωδώς τα μαξιλάρια του καναπέ για να βρει τη «σκόνη» του), ο (πολύ μικρότερός του) Damien Chazelle θέτει τους δραματικούς του άξονες σε κοινή θέα, περνώντας άμεσα το μήνυμα ότι «αυτή η πόλη (και η ζωή) δεν είναι για σένα». Ούτε θα είναι ποτέ.

Χωρίς να μπορεί να εγγυηθεί κανείς αν αναγνωρίζει κάποια στοιχεία του εαυτού του στην μοναδική ηθική πυξίδα στο αέναο όργιο που λέγεται Hollywood και υποδύεται με περισσή ανθρωπιά (και μάλλον πρωτόγνωρη σε εκείνα τα κατατόπια) ο Diego Calva, ο πρωταγωνιστής ξεκινά ως ένας φέρελπις «άνθρωπος-για-όλες-τις-δουλειές» στα κινηματογραφικά πλατό μεγάλων στουντιακών παραγωγών, ανελίσσεται στην κλίμακα της ιεραρχίας καταφέρνοντας να γίνει σημαίνων studio executive, για να τα παρατήσει όλα κατόπιν σερί τραγικών συμβάντων, περνώντας την υπόλοιπη ζωή του ως μικροπωλητής ηλεκτρονικών ειδών. Η άνωθεν μακροπερίοδος αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του τι είχε κάνει ο Scorsese προ σχεδόν δεκαετίας και του τι θέλει να δείξει στο τώρα ο Chazelle: μέσω αυτής της κυκλικής πορείας, η μοίρα του καλόβουλου πρωταγωνιστή επί της ουσίας επισφραγίζει τη ματαιότητα του να επιβιώνει – ή απλά να υπάρχει – κανείς σε αυτό το χώρο. Το δε μοντάζ-επιμύθιο που συνιστά έναν σχεδόν σουρεαλιστικό φόρο τιμής στη μαγεία του κινηματογράφου, μαζί με την προσεγμένη στην εντέλεια εικαστική προσέγγιση της Βαβυλώνας εν γένει, μάλλον είναι τα μοναδικά δείγματα του όποιου καθαρού φόρου τιμής ήθελε να αποτίσει ο Chazelle στην 7η τέχνη.

Η Βαβυλώνα είναι ένα πραγματικά εντυπωσιακό κατασκεύασμα. Έχει σχεδόν ισόποσες δόσεις κωμωδίας και δράματος, χαρακτήρες που να μπορεί κανείς να θυμάται και να συζητά για κάμποσο καιρό μετέπειτα της προβολής, τα χαρακτηριστικά πλέον τζαζ ιντερλούδια του Justin Hurwitz να εναρμονίζονται με το σύνολο χωρίς να προσπαθούν να κλέψουν βίαια την παράσταση καθώς και μια συνολική προσέγγιση ενός ανθρώπου που, στα 37 του μόλις χρόνια, διαθέτει αξιοθαύμαστο έλεγχο πάνω στο μέσο που επέλεξε να υπηρετήσει. Μια ταινία που πάτωσε από την πρώτη μέρα στα ταμεία της Αμερικής, κατά κύριο λόγο, φαντάζει κάπως περίεργο αυτό το γεγονός όμως αν σκεφτεί κανείς ότι ο παραπλήσιος θεματολογικά «Λύκος» τετραπλασίασε το 100 εκατομμυρίων μπάτζετ του στις εισπράξεις. Εκεί είχες ένα μεγάλο σταρ (DiCaprio) να τραβήξει σε μεγάλο βαθμό το κουπί των εισιτηρίων, εδώ συμβαίνει ακριβώς το ίδιο (Brad Pitt). Άρα; Είναι μόνο το γεγονός ότι ο Martin Scorsese άφησε τελείως περιπαιχτικά μια χαραμάδα υποψίας στο κοινό του ότι μπορεί να κατακτήσει τη δόξα και τα πλούτη με σκιώδεις μεθοδεύσεις έναντι ενός κάποιου διδακτισμού από πλευράς του Chazelle; Ή μήπως είναι και το γεγονός ότι, ενώ αμφότερες ταινίες απαρτίζονται από εν δυνάμει αυτόφωτες βινιέτες, η «Βαβυλώνα» καταφέρνει με κάποιον τρόπο να μη μπορεί να τις κάνει να αναπνεύσουν μονάχες, εντάσσοντάς τες σε ένα σύνολο που εν τέλει βγαίνει στο πανί πολύ πιο χαοτικό απ’ όσο μπορεί να αντέξει ο μέσος θεατής των multiplex; Κάπως ειρωνικό που απέτυχε εμπορικά το συγκεκριμένο, μιας και η ταινία ξεκίνησε την παραγωγή της υπό το βλέμμα του «παραδοσιακού» τέως CEO της Paramount, Jim Gianopulos (και θιασώτη της κινηματογραφικής εμπειρίας), για να διανεμηθεί στις αίθουσες υπό την ηγεσία του τέως προέδρου της Nickelodeon (πάλαι ποτέ σκηνοθέτη του Norbit, θεός φυλάξοι) και διαβόητου λομπίστα του streaming, Brian Robbins.

Το επιτελείο των ηθοποιών, ωστόσο, περνάει μια χαρά και αυτό βγαίνει προς τα έξω με απροκάλυπτα διασκεδαστικό τρόπο. Ο Diego Calva, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, φέρει εις πέρας με απόλυτη επιτυχία το ρόλο του ες αεί (όπως αποδείχθηκε) outsider της βιομηχανίας, ο Brad Pitt πιο ώριμος από ποτέ συνιστά τον μάλλον πιο συμπαθή χαρακτήρα της ιστορίας υποδυόμενος αστέρα που βρίσκεται κοντά στη δύση του, η Margot Robbie συνεχίζει να σερβίρει άφθονη, εξεζητημένη τρέλα την οποία έχει καταστήσει πλέον ως trademark της, ενώ η Jean Smart στο ρόλο της αδιάκριτης κοσμικογράφου θα αναγκάσει περισσότερο κόσμο να γνωρίζει πλέον το όνομά της. Τρεις μικρότεροι ρόλοι ξεχωρίζουν αβίαστα: ο μπασίστας των Red Hot Chili Peppers υποδύεται μεγαλοπαραγωγό που, μη μπορώντας να συγκρατήσει τα νεύρα του, προκαλεί αξιομνημόνευτο (έστω και βραχύβιο) γέλωτα, η Li Jun Li συνιστά μια σχεδόν υπερφυσική παρουσία (λειτουργώντας ως από μηχανής θεός σε μία συγκεκριμένη σκηνή) που, εκτός των άλλων, διαθέτει το πιο ενδιαφέρον μουσικό νούμερο της ταινίας, ενώ ο Tobey Maguire σπάει πλάκα ως κρίπουλας γκάνγκστερ σε μια παραπλήσια έρημο, ωθώντας τον πρωταγωνιστή σε ένα υπόγειο “club” που θα μπορούσε με λίγη φαντασία να συνιστά το Berghain της Αμερικής των ‘20s, στην μακράν πιο γκροτέσκα σκηνή της ταινίας (μετά από αυτό δεν γίνεται να θυμάται κανείς το εναρκτήριο γλέντι με τους ελέφαντες).

Κάτι πολύ παραπάνω από μια ευγενή αποτυχία, η «Βαβυλώνα» αποτελεί ένα γράμμα αγάπης στην αφήγηση και στον κινηματογράφο μεγάλων διαστάσεων, έστω και αν δεν καταφέρνει να βρει σημάδι. Ενώ αδιαμφισβήτητα χωλαίνει σε σημεία, η κριτική και το κοινό (στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, έστω) της συμπεριφέρθηκαν, ειρωνικά, με τρόπο παρόμοιο με αυτόν που εισέπραξαν οι τρεις πρωταγωνιστές στη λύση του δράματος. Θα ευχόταν κανείς να βρει νέα ζωή σε VOD/Blu-Ray/streaming αλλά, ειλικρινά, με τέτοιο θέαμα, κρίμα είναι.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured