Η ικανότητά του Rian Johnson να αποδομεί με χειρουργική ακρίβεια ολόκληρα κινηματογραφικά genres και στη συνέχεια να τα επαναδομεί ανανεωμένα, αποπνέοντας έναν αέρα φρεσκάδας στις ρίζες και στις βασικές φόρμες τους, είναι πλέον ένα αδιαπραγμάτευτο στοιχείο που τον χαρακτηρίζει σαν δημιουργό. Η φιλμογραφία του μαρτυρά πολλές τέτοιες περιπτώσεις, από το αριστουργηματικό Brick του 2005 ή το χώρο-χρονικό παιχνίδι του Looper, μέχρι το The Last Jedi -το οποίο τον έβαλε και στο στόχαστρο των blasters της πιο σκληροπυρηνικής παλιμπαιδίζουσας κοινότητας, του πιο τοξικού fanbase στον Γαλαξία- και εσχάτως το Knives Out του 2019: ένα σπαρταριστό και πρωτότυπο whodunnit, το οποίο ανανέωσε το κορεσμένο αυτό είδος και έδωσε την ευκαιρία στον Daniel Craig να υποδυθεί έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, εκείνον του εκκεντρικού ντετέκτιβ Benoit Blanc -την σύγχρονη δηλαδή εκδοχή ενός Αμερικανού Hercule Poirot, με μια ακαθόριστη νότια προφορά και ιδιαίτερη έφεση στην επίλυση πολύπλοκων υποθέσεων.
Η αναπάντεχη επιτυχία της πρώτης ταινίας οδήγησε σε ένα sequel -καθώς Johnson και Craig έκαναν νωρίτερα σαφές ότι θα ήθελαν να μετατρέψουν τις περιπέτειες του Benoit Blanc σε ένα πιθανό franchise whodunnit ταινιών- το οποίο γυρίστηκε υπό άκρα μυστικότητα εν μέσω της πανδημίας και επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά την ικανότητα του Johnson να αναποδογυρίζει το ταμπλό των προσδοκιών, στήνοντας ευφάνταστους κινηματογραφικούς γρίφους στο πνεύμα της Αgatha Christie και μπολιάζοντας τους ταυτόχρονα με έξυπνο και διακριτικό κοινωνικό σχολιασμό.
Το γυρισμένο στις Σπέτσες και Πόρτο Χέλι Glass Onion, θέλει τον πολύ-εκατομμυριούχο entrepreneur Miles Bron να προσκαλεί την ετερόκλητη -φαινομενικά- παρέα του στο ιδιωτικό νησί που κατέχει στην Ελλάδα, ώστε να παίξουν ένα παιχνίδι μυστηρίου που έχει σκαρφιστεί -για να διασκεδάσουν κάπως το καλοκαιρινό lockdown που επέβαλε ο COVID-19. Ανάμεσα όμως στους καλεσμένους, δηλαδή τον επικεφαλής επιστήμονα της εταιρείας του, μια νευρωτική πολιτικό, έναν «φουσκωτό» Youtuber με την νεαρή του φίλη και μια ξεπεσμένη fashionista με την αγανακτισμένη βοηθό της, βρίσκεται προς έκπληξη όλων και η πρώην συνεργάτιδα του Bron, η οποία «εξορίστηκε» από την εταιρεία που σύστησαν μαζί μέσω μιας άδικης δικαστικής διαμάχης. Το κερασάκι στη τούρτα αποτελεί η επίσης απροσδόκητη εμφάνιση του παγκοσμίου φήμης ντετέκτιβ Benoit Blanc, o οποίος μη γνωρίζοντας περί τίνος πρόκειται, αποδέχτηκε το κάλεσμα για «παιχνίδι» ως αντίδοτο στη προσωπική του πλήξη και ρουτίνα.
Στο Glass Onion μπαίνει στο στόχαστρο αυτή τη φορά, η φάρα των Elon Musk, των Kardashians, των μεγιστάνων του youtube, του instagram και γενικότερα όλοι αυτοί οι «αστέρες» του 21ου αιώνα που πουλάνε ψευδό-πρόοδο και αέρα κοπανιστό, προνομιούχοι και πλήρως προστατευόμενοι πίσω από τα γυάλινα παλάτια τους -ενώ ο υπόλοιπος πλανήτης τους κοιτάζει κλεισμένος στους τέσσερεις τοίχους του σπιτιού του και αγωνιά αν ο πενιχρός του μισθός θα βοηθήσει στο να βγει ο επόμενος μήνας.
Ο Johnson γνωρίζει την απέχθεια του μέσου πολίτη για αυτή την κάστα ανθρώπων και φροντίζει να στρέψει τα βέλη της σάτιρας του προς αυτή τη κατεύθυνση, χωρίς όμως να εμβαθύνει παραπάνω από όσο ακριβώς χρειάζεται, ώστε να μην χάσει η ταινία την παιχνιδιάρικη της διάσταση και να μετατραπεί πχ. σε μια αυτή καθαυτή ταξική σάτιρα, όπως το φετινό Triangle of Sadness. Μπορεί να τείνει επικίνδυνα ανά στιγμές προς το επιφανειακό ή το προφανές -καθώς επιλέγει να μην κάνει κάτι εξίσου σαρδόνια ειρωνικό, όπως το κόσκινο από το οποίο πέρασε την σύγχρονη ξενοφοβική νεόπλουτη αμερικανική πυρηνική οικογένεια στη πρώτη ταινία- όμως οι ισορροπίες εν τέλει επιτυγχάνονται ικανοποιητικά και άκρως απολαυστικά.
Μέσα στα στενά όρια του χλευασμού και της επακόλουθης αποκαθήλωσης αυτών των σύγχρονων τοτέμ μεγαλομανίας και εφήμερης δόξας, ξετυλίγεται ένα εσκεμμένα προβλέψιμο γαϊτανάκι μυστηρίου, το οποίο όμως, για τους αρκετά παρατηρητικούς, κάνει αρκετά νωρίς προφανή την επιλογή του Johnson να μην κρύψει περιτέχνως τον πραγματικό δολοφόνο, όπως έκανε στην πρώτη ταινία της σειράς. Σε αντίθεση με την πιο κλασσική δομή ενός παραδοσιακού whodunnit της πρώτης ταινίας, εδώ η απάντηση βρίσκεται στο κέντρο ενός… γυάλινου κρεμμυδιού, το οποίο ο θεατής καλείτε να ξεφλουδίσει μεθοδικά και με ακρίβεια, για να διαπιστώσει όταν φτάσει στο τέλος, ότι όλες του οι στρώσεις είναι ίδιες με αυτό που βρίσκεται στη καρδιά του.
Και εκεί έγκειται η πραγματικά φρέσκια υπόσταση που δίνει στην ταινία ο Johnson, όσο και η εξαιρετική του αντίληψη πάνω στην ουσία των παραδοσιακών whodunnit: παίζοντας παράλληλα και έμμεσα με την φύση των ταινιών αυτών, οι οποίες πασχίζουν να σκεφτούν ολοένα και περισσότερο πολύπλοκους γρίφους για να ικανοποιήσουν το κοινό που «ψοφάει» για εγκεφαλικά «καψίματα» -και συχνά πυκνά αγνοεί στοιχειώδεις αλήθειες που βρίσκονται από την αρχή μπροστά στα μάτια του- αφήνει τα στοιχεία της πραγματικής ταυτότητας του δολοφόνου ελεύθερα στην αντιληπτική ικανότητα του θεατή. Έτσι δίνει στη ταινία του χώρο για να ανασάνει όσο χρειάζεται, καθώς αυτή πορεύεται πλέον χωρίς πίεση προς μια κατεύθυνση που ταιριάζει απόλυτα, τόσο με τον πιο fun χαρακτήρα που επιχειρεί εξαρχής να της προσδώσει, όσο και με την ανανεωτική διάθεση που φέρνει σε αυτό το νέο κυνήγι γάτας και ποντικιού.
Εννοείται πως η λύση του μυστηρίου δεν στερείται πολυπλοκότητας και οι ανατροπές δίνουν και παίρνουν, ειδικά όταν μπαίνουμε στη δεύτερη πράξη της ταινίας, όπου η αφήγηση των γεγονότων του πρώτου μέρους από μια διαφορετική οπτική γωνία απογειώνει την ταινία και αποτελεί το απόλυτο highlight της. Το τελευταίο τρίτο μέρος, στερείται το συναίσθημα της ανακουφιστικής και θριαμβευτικής δικαίωσης που πέτυχε ο πρωταγωνιστής στη πρώτη ταινία και διέπεται επιπλέον από μια ελαφρά υπερβολή, αλλά δεν χάνει επουδενί την ευκαιρία και αυτό να προσφέρει μια αντίστοιχη δικαίωση στο φινάλε του, με αρκετά θεαματικό -αν και κάπως υπέρμετρα φιλόδοξο- τρόπο.
Το ensemble cast αναμενόμενα λάμπει, με μεγάλους κερδισμένους την Kate Hudson σε μια σπαρταριστή κωμική ερμηνεία, τον Dave Batista που εξακολουθεί να επιλέγει πολύ έξυπνα ρόλους που ταιριάζουν με την κωμική του φλέβα ή το βλοσυρό του παρουσιαστικό, αλλά και τον Edward Norton, ο οποίος φοράει απολαυστικά το γλιτσερό κουστούμι του υπερφίαλου Miles Bron, κινώντας τη βασική πλοκή. Η ερμηνευτική «αποκάλυψη» της ταινίας έρχεται από την τραγουδίστρια Janelle Monáe, συνεχίζοντας επάξια την παράδοση που πάει να χτιστεί στο Knives Out universe με δυνατά γυναικεία leads -μετά την Ana de Armas της πρώτης ταινίας.
Όμως αναμενόμενα την παράσταση κλέβει ο δαιμόνιος Benoit Blanc του Daniel Craig, ο οποίος, άνετος πλέον στα λινά κουστούμια και τις λοιπές εκκεντρικές -αλλά άκρως στιλάτες- ενδυματολογικές επιλογές του χαρακτήρα του, επιδίδεται σε ένα χωρίς όρια κωμικό κρεσέντο, το οποίο εναλλάσσεται διαρκώς με τις περιστασιακές δραματικές κορόνες που απαιτεί το σενάριο, εδραιώνοντας μια και καλή έναν χαρακτήρα που νιώθεις ότι μπορεί να σηκώσει στις πλάτες του ένα ολόκληρο franchise, άκοπα και αβίαστα.
Το Glass Onion: A Knives Out Mystery μπορεί να μην ακολουθεί εντελώς τη σκληροπυρηνική whodunnit φύση της πρώτης ταινίας, μπορεί να «διασκεδάζει» ίσως παραπάνω από όσο χρειάζεται με το μεγαλύτερό του μέγεθος και την κεντρική ιδέα που το διέπει, όμως δεν προδίδει σε καμία περίπτωση την εγγενή αγάπη του προς την Agatha Christie -στην οποία αποτει και έναν έμμεσο και έξυπνο φόρο τιμής, σχετικά νωρίς στη ταινία- και την γενικότερη φύση των whodunnit ταινιών και διηγημάτων. Κατασκευασμένο με περίσσια αυτοπεποίθηση, το νέο αυτό puzzle του Rian Johnson εδραιώνει για τα καλά τη θέση του Knives Out universe στον κινηματογραφικό χάρτη των σύγχρονων πετυχημένων κινηματογραφικών whodunnits.