Η πικρή αλήθεια είναι ότι το Netflix εδώ και κάμποσα χρόνια προσπαθεί να παράξει «ποιοτικό περιεχόμενο» [sic] με τη μορφή κινηματογραφικών (ας πούμε) έργων, χωρίς κάποιο πραγματικό «πυροτέχνημα». Τα μόνα που έρχονται κατά νου σε πρώτη ανάγνωση είναι τα Irishman του Martin Scorsese και Mank του David Fincher, με το ζόρι και κάποιες δουλειές των Alfonso Cuarón (Roma), Bong Joon-ho (Okja) και Paul Greengrass (22 July). Φυσικά, τα προαναφερθέντα απέχουν παρασάγγας από το να αποτελούν «αριστουργήματα» των αντίστοιχων δημιουργών, έθεσαν ωστόσο θεωρητικά κάποια θεμέλια για την πιθανή «ανοχή» του εν λόγω στούντιο σε θρασείες παραγωγές, πρωτίστως στην υπηρεσία ενός απόλυτα προσωπικού οράματος, καθ’ επιταγήν του auteur theory.
Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησαν στην πλατφόρμα τα Blonde του Andrew Dominik και Athena του Romain Gavras– δύο κατασκευάσματα που πληρούν τους κανόνες του άνωθεν μανιφέστο, δύο τολμηρά οράματα (στο χαρτί, έστω), για τα οποία εικάζει κανείς πως δύσκολα θα έβρισκαν αλλού στουντιακή θαλπωρή και επαρκή χρηματοδότηση. Αμφότερα πραγματοποίησαν την πρεμιέρα τους στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας, αποσπώντας ένθερμες αντιδράσεις και, σε σημαντικό βαθμό, θετικές κριτικές. Το ότι στο πρώτο όλη η αίθουσα χειροκροτούσε από 11 μέχρι 14 λεπτά είναι μια «κιτρινισμένη» λεπτομέρεια που περισσότερο σε κάνει να αναρωτιέσαι για το πόσες τενοντίτιδες προκλήθηκαν από το πουθενά παρά για την αυτή καθαυτή ποιότητα της ταινίας. Σε κάθε περίπτωση, άλλη μια μικρή νίκη δημοσιότητας για τη δημοφιλή πλατφόρμα.
Ο Andrew Dominik αποτελεί έναν από τους σπουδαίους κινηματογραφικούς οραματιστές του 21ου αιώνα, αν και παραμένει διαβόητα φειδωλός ως προς τη συχνότητα με την οποία μας τροφοδοτεί με πονήματά του. Φέρνει κανείς εύκολα κατά νου την αντίστοιχη περίπτωση του Jonathan Glazer, ο οποίος υποτίθεται θα έχει έτοιμη την τέταρτη ταινία του εντός ενός έτους από τώρα. Ο δε Dominik, με την τέταρτη ταινία του, μπέρδεψε πολύ κόσμο – σε αντίθεση με τα δύο εξαιρετικά ντοκιμαντέρ που γύρισε τελευταία για τον επιστήθιο φίλο του, Nick Cave (κρατήστε το αυτό), αυτά άρεσαν σε όλους. Και δεν πιάνονται για «μυθοπλασία».
Μυθοπλασία -ενδιαφέρουσα λέξη σχετικά με το Blonde. Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο, ετούτη εδώ η (περίπου) βιογραφία του απόλυτου icon Marilyn Monroe πουλήθηκε αρχικά ακριβώς έτσι, τονίζοντας αρκετά παραπάνω απ’ όσο έπρεπε (στη συνείδηση του κοινού, έστω) την υποτιθέμενη κυριολεξία της κατάστασης. Για να καταλαβαινόμαστε, οποιαδήποτε αποτίμηση αυτής της ταινίας με τέτοιους όρους ακυρώνεται αυτόματα: εδώ έχουμε να κάνουμε με καταγραφή της ζωής της Monroe σε ελεύθερη φόρμα, με κάμποση «ποιητική αδεία» που κατάφερε να εξοργίσει κόσμο που προσδοκούσε ανιαρό, by-the-book biopic. Θερμά συλλυπητήρια σε όλους αυτούς, υπάρχει πάντοτε ο νερόβραστος Ron Howard για ασφαλή ψυχαγωγία.
Δεν έχω κατασταλάξει ακόμα στο αν είδαμε μια «φεμινιστική» προσέγγιση στο εν λόγω πορτραίτο, παρ’ όλες τις ευλογίες της συγγραφέα, Joyce Carol Oates προς το όραμα του σκηνοθέτη Dominik, ήδη ένα χρόνο πριν κυκλοφορήσει η ταινία. Αυτό που μας είχε μείνει τότε ήταν οι αγώνες του δεύτερου με τη διοίκηση του streaming κολοσσού ουτως ώστε να περάσει το δικό του cut στις οθόνες των συνδρομητών. Τα κατάφερε εν τέλει. Κατάφερε να καρφιτσώσει στην ταινία του ένα απαγορευτικό «αυστηρώς ακατάλληλο κάτω των 17» rating για «σεξουαλική βία και γυμνό». Υπερβολή που περισσότερο καλό έκανε σε έντυπα που ασχολήθηκαν αφειδώς με το όποιο “gossip” κομμάτι της ταινίας παρά σε οποιονδήποτε άλλον. Είχε άδικο η Ana de Armas όταν έλεγε πως «οποιοδήποτε επεισόδιο του Euphoria και να δεις έχει υλικό πολύ πιο ακατάλληλο από το Blonde»; Spoiler alert: φυσικά και όχι.
Είχε ένα δίκιο πάντως ο Dominik, ασχέτως αν άρεσε η ταινία ή όχι: αποτελεί «μια χιονοστιβάδα από εικόνες» με ελάχιστο (απ’ όσο θα μπορούσε να έχει) διάλογο. Και είναι ακριβώς αυτό: ποιητικό, ελεγειακό, σκοτεινό εκεί που απαιτείται, φωτεινό εκεί όπου είναι ανοιχτές οι κουρτίνες – ή παρούσες οι φλόγες. Ούτε κατά διάνοια μη γίνουν συνειρμοί με το αριστουργηματικό The Assassination of Jesse James - τέτοια αριστουργήματα, άλλωστε, ανήκουν στην κατηγορία once-in-a-lifetime. Οι ηθοποιοί είναι όλοι ταιριαστοί στους ρόλους δημιουργώντας ένα στιβαρό ensemble παρατρεχάμενων, τα φώτα ωστόσο δικαίως βρίσκονται συνεχώς πάνω στην Ana de Armas, η οποία αποτέλεσε για πολλούς τον μοναδικό λόγο για να δουν την ταινία μέχρι τέλος. Άλλη μια υπερβολή κάπου εδώ, χωρίς ωστόσο να είναι παραφουσκωμένη.
Μικρή υποσημείωση για τη μουσική επένδυση των Nick Cave και Warren Ellis: όσο έβλεπα την ταινία και άκουγα τη μουσική υπόκρουση, σκεφτόμουν ότι μάλλον αυτοί οι δύο βαρέθηκαν λίγο και χρησιμοποίησαν outtakes ή παρατεταμένα pieces από το Ghosteen – πράγμα όχι κακό διότι σε γενικές γραμμές δεν αποσπούσε έντονα από την εικόνα. Ενδιαφέρουσα δε η σημειολογία ότι ο σκηνοθέτης Dominik είχε πάρει credit «μίξης» στον προαναφερθέν δίσκο – οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι υπάρχει σοβαρή περίπτωση η μουσική να συντέθηκε πριν καν ακουστεί ο πρώτος κρότος της κλακέτας, τεχνική βέβαια που μας έχει χαρίσει δουλειές όπως τα Dollars Trilogy του Sergio Leone και Interstellar του Christopher Nolan.
Αν και με μπέρδεψε ως καλλιτεχνική δήλωση το “Blonde”, δεν μπορώ παρά να σχολιάσω το πόσο κρίμα είναι να λοιδορείται μια ταινία (ειδικά εάν προέρχεται από τόσο αξιόλογο δημιουργό που δεν διστάζει να δαμάζει τρικυμίες προερχόμενες από κεφάλια των στούντιο) επειδή παρερμηνεύθηκαν οι αρχικοί (και δηλωμένοι) στόχοι της. Ή επειδή η ταινία είναι «παραβιαστική» ως προς την Monroe – αλήθεια, δεν έχουν ακούσει ποτέ καμία περίπτωση ανερχόμενης starlet η οποία αναγκάστηκε να κλειδώσει κάποιο ρόλο διά της προεδρικής κλίνης; Πώς ακριβώς το να εθελοτυφλεί η μάζα ακυρώνει την ύπαρξη τέτοιων πρακτικών που, ακόμα και αν δεν συνέβησαν στην Marilyn την ίδια (επαναλαμβάνω, «μυθοπλαστική βιογραφία») συνέβησαν σε τόσες και τόσες άλλες; Φυσικά, αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα – δεν νομίζω ότι χρειάζεται να αναφερθεί κι άλλο.
Σε ό, τι αφορά το Athena του Romain Gavras, μάλλον θα εκφραστεί ακόμα μία φορά η συλλογική ετυμηγορία: ο άνθρωπος αδιαμφισβήτητα κατέχει το εικονοπλαστικό κομμάτι, καθώς και ένα εξαιρετικό μουσικό γούστο, οι δύο αρετές βασικά που τον έκαναν ευρέως γνωστό στα τέλη των aughts. Περίτρανες αποδείξεις (και) εδώ, το εναρκτήριο δεκάλεπτο (φαινομενικά) μονοπλάνο που αποτυπώνει χαοτικές εξεγέρσεις (άλλο ένα απροκάλυπτο φετίχ του) σε προάστιο του Παρισιού, καθώς και η εξαιρετική μουσική επένδυση του Surkin, με τη στιχουργική συνεισφορά του Noda Pappa των Acid Baby Jesus στα βαρύγδουπα, χορωδιακά μέρη. Αλλά, δυστυχώς, μέχρι εκεί. Η όποια (ισχνότατη) δραματουργία φαντάζει πλέον σαν δικαιολογία να επεκτείνει το εξαιρετικό προ δεκαετίας κλιπ που έκανε για τους Kanye West και Jay-Z (“No Church in the Wild”) σε διάρκεια 90 λεπτών – δεν θα αναφερθεί καν το καθ’ όλα controversial φινάλε που άπαντες σχολίασαν. Δίνει την εντύπωση ωστόσο ότι πρόκειται για δημιουργό με ταυτότητα στον οποίο φαίνεται να αρέσουν τα ρίσκα, έστω και ανεπαρκώς προσχεδιασμένα.
Για το τέλος, το ανοιχτό ερώτημα θα παραμένει ανοιχτό όσο το Netflix συνεχίζει να δίνει στέγη και πόρους σε σύγχρονους auteurs: αρκεί η πίστη στο προσωπικό όραμα αυτό καθαυτό; Ή πρέπει το προσωπικό όραμα να έχει αδιάσειστο λόγο ύπαρξης, απόλυτα ευκρινή πολύ πριν το πρώτο ζευγάρι οφθαλμών τρίτου το αντικρίσει; Ή μήπως υπάρχει κάποιου είδους κατάρα που αφαιρεί αυτομάτως την ικανότητα «σοβαρών σκηνοθετών» να δημιουργούν κάτι πραγματικά αξιόλογο εάν και εφόσον συνάψουν συμφωνία με τον Διάβολο που λέγεται “streaming service”;