Για τον Βασίλη Σπανό στο Nope λείπει η εγκεφαλικότητα των προηγούμενων ταινιών του Peele αλλά το ψυχαγωγικό σινεμά κερδίζει στο τέλος
Στο Nope, ο σύγχρονος Rod Serling του αμερικανικού σινεμά φαντασίας και τρόμου, Jordan Peele, αφήνει σε δεύτερο χρόνο την έντονη πολιτική του οξυδέρκεια σε θέματα όπως ο συστημικός ρατσισμός των ΗΠΑ και η ξενοφοβία -τα οποία εξέτασε στα Get Out και Us αντίστοιχα- και στρέφεται προς τον… ουρανό και το μεγάλο θέαμα, παραδίδοντας εν τέλει την πιο φιλόδοξη και ‘’μεγαλύτερη’’ ταινία του μέχρι σήμερα.
Το Nope γυρίζει τον χρόνο πίσω, σε μια εποχή που τα καλοκαιρινά blockbusters δρούσαν υπό διαφορετικούς όρους σε σχέση με αυτούς που δρουν σήμερα: δεν βιάζεται να παίξει τα μεγάλα του χαρτιά, αλλά αντιθέτως λειτουργεί με έναν αναπολογητικά φειδωλό ρυθμό, καθώς στήνει μεθοδικά την κεντρική σκηνή που αναμένεται να παρουσιάσει το ‘’μεγάλο’’ του θέαμα. Η ταινία παίρνει τον χρόνο της και δεν ενδίδει στη θέα του ‘’τέρατός’’ ή στα αναπάντητα ερωτήματα που εγείρονται από τη ‘’λακωνική’’ του παρουσία, αρνούμενη να θυσιάσει το σασπένς και την κλιμακούμενη αγωνία στον βωμό του εύκολου θεάματος και της pop corn εφετζίδικης πανδαισίας εκρήξεων και χρωμάτων. Παίζει όσο χρειάζεται με τις προσδοκίες και το μυαλό του θεατή -ιδιαίτερα στα πρώτα 2/3 της- παρασύροντάς τον σταδιακά σε μια Ζώνη του Λυκόφωτος και μια αλληλουχία ετερόκλητων φαινομενικά ιστοριών, οι οποίες συνοδεύουν την κεντρική ιστορία και θα ήταν κρίμα να αποκαλυφθεί η παραμικρή λεπτομέρεια για τον τρόπο με τον οποίο ‘’δένουν’’ τα πάντα στο τελευταίο της μέρος.
Το Nope επίσης -πολύ περισσότερο από τις δύο προηγούμενες δημιουργίες του Peele- είναι μια ταινία που ανοικτά ‘’φωνάζει'’ τις επιρροές της και δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να τις κρύψει: από τον Hitchcock μέχρι τον Kubrick και τον… John Ford, φαίνεται ότι ο Peele έχει πάρει τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία των παραπάνω σκηνοθετών και τα έχει ενσωματώσει στο δικό του ύφος, με ακόμα περισσότερη ‘’αυθάδεια’’ και αυτοπεποίθηση, συγκριτικά με εκείνη του Get Out ή του Us. Όμως αν είναι μια επιρροή του σκηνοθέτη, η οποία ξεχωρίζει, είναι ο Steven Spielberg του Jaws και του Close Encounters of Third Type -ειδικά από το πρώτο, ο Peele ξεσηκώνει σχεδόν αυτούσια μέρη της κεντρικής ιστορίας, διαφοροποιώντας ωστόσο επαρκώς την θεματική της δικής του ταινίας, εστιάζοντας τα ‘’πυρά’’ του στον χώρο του θεάματος και δη στην ίδια την κινηματογραφική βιομηχανία: H ‘’μεγάλη εικόνα’’ και το κυνήγι της καλύτερης δυνατής απαθανάτισής της μπορεί να αποβεί μοιραίο σε αυτούς που δεν έμαθαν ποτέ να την αντιμετωπίζουν με σεβασμό ή σε εκείνους που δεν έμαθαν ποτέ τα όριά τους, αναζητώντας περισσότερη δημοσιότητα και λάμψη. Στο τέλος, είναι οι άνθρωποι πίσω από τις κάμερες, οι ‘’εργάτες’’ πίσω από το θέαμα και τα φώτα, που με την αναλογική τεχνολογία θα καταφέρουν να φέρουν το ‘’τέρας’’ στα νερά τους και να το ‘’τιθασεύσουν’’.
Κατά τη διάρκεια αυτής της νέας άσκησής του στο σασπένς και τον τρόμο, ο Peele αποκλίνει αισθητά από τις 2 προηγούμενές του ταινίες και για πρώτη φορά δεν βάζει τους κεντρικούς χαρακτήρες στο μικροσκόπιο, αλλά τους αναπτύσσει με γνώμονα την ιστορία που θέλει να αφηγηθεί. Αν μη τι άλλο είναι μια στροφή η οποία ενδέχεται να ξενίσει σε ένα βαθμό τους φίλους του σκηνοθέτη, δίχως όμως να χρειάζεται να τους ανησυχήσει, μιας και ο Peele βρίσκει μια χρυσή ισορροπία και δεν αποξενώνει το κοινό από τους κεντρικούς ήρωες, αντιθέτως όμως καταφέρνει να το κάνει να νοιαστεί για τις τύχες τους, καθώς η ταινία προχωράει όλο και περισσότερο προς το μεγάλο της φινάλε. Ο Daniel Kaluuya συναντά ξανά τον Peele μετά το Get Out και είναι εξαιρετικός στην χαμηλών τόνων πρωταγωνιστική του παρουσία, ενώ η Keke Palmer στέκεται αρκούντως δυναμικά δίπλα του, φτιάχνοντας ένα πρωταγωνιστικό δίδυμο με αδιαμφισβήτητη χημεία επί της οθόνης. Την παράσταση όμως κλέβουν, ο καρατερίστας Michael Wincott στον αλα Quinn ρόλο του ως έμπειρου φωτογράφου/κινηματογραφιστή και σε έναν ακόμα μικρότερο ρόλο, ο βετεράνος Keith David και η χαρακτηριστική βαθιά μπάσα φωνή του.
Η φωτογραφία του Hoyte van Hoytema (Interstellar, Dunkirk, Tinker Taylor Soldier Spy, Let The Right One In) είναι ο δεύτερος μεγάλος πρωταγωνιστής της ταινίας. Η απεραντοσύνη της αμερικανικής επαρχίας και των μεγάλων εκτάσεων, καθώς και η σκοτεινή, πηχτή και απαστράπτουσα ανά στιγμές νύκτα, δεν θα μπορούσαν να έχουν κινηματογραφηθεί με καλύτερο τρόπο, χαρίζοντάς μοναδικά κάδρα και εντυπωσιακές σεκάνς. Ο Michael Abels στο soundtrack, συνεργάζεται ξανά με τον Peele και παραδίδει πιθανότατα το καλύτερό του score μέχρι σήμερα, ενώ ο συνδυασμός της μουσικής του με το καταπληκτικό sound design της ταινίας -ο ήχος της ‘’απειλής’’ είναι από τα πιο ανατριχιαστικά ηχητικά εφέ των τελευταίων ετών- είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσουν ολόκληρο το music and sound department της ταινίας στα φετινά Oscar. Σε γενικές γραμμές, το τεχνικό κομμάτι του Nope είναι αδιαμφισβήτητα το peak των ταινιών του Peele μέχρι τώρα, αγκαλιάζοντας πλήρως το όραμα του σκηνοθέτη για ‘’μεγάλο σινεμά’’ και καθιστώντας την ταινία 100% κατάλληλη για θέαση αποκλειστικά σε κινηματογραφική αίθουσα. Είναι μια πολύ όμορφη συγκυρία, που το καλοκαίρι του 2022 έδωσε 2 ταινίες -το ‘’Nope’’ και το ‘’Top Gun: Maverick’’- οι οποίες με παραδοσιακά μέσα και ελάχιστη συνδρομή ψηφιακής τεχνολογίας -ανάλογα πάντα με το μέγεθός τους-, μας θύμισαν ξανά την αναγκαιότητα θέασης τέτοιων εμπειριών στην μεγάλη οθόνη,
Κλείνοντας, το Nope μπορεί να μην έχει την εγκεφαλικότητα των 2 προηγούμενων δουλειών του Peele, είναι όμως ένα είδος ψυχαγωγικού σινεμά που έχει λείψει κατά πολύ από την εποχή μας. O Jordan Peele είναι ένας αυθεντικός auteur του σινεμά του φανταστικού και του παράδοξου, που ενώ δεν κρύβει τις επιρροές του, βρίσκει διαρκώς την δική του φωνή μέσα από αυτές. Είναι πολύ ευχάριστο να παρακολουθείς μια καλοκαιρινή blockbuster ταινία, η οποία να σε έχει στην άκρη του καθίσματός σου διαρκώς και να μην μπορείς να την αποκρυπτογραφήσεις από τα πρώτα 15-20 λεπτά της, καθώς παράλληλα θα σε ρουφάει όλο και περισσότερο μέσα της. Και αν το τελευταίο της τρίτο μετατρέπει την ταινία, από μια άσκηση στο σασπένς σε ένα ξέφρενο roller coaster δράσης, αυτό δεν αναιρεί τίποτα από τον ψυχαγωγικό της χαρακτήρα και τη μοναδική εμπειρία που μόνο ο κινηματογράφος και η δύναμη της εικόνας μπορεί να προσφέρει.
Για τον Δημήτρη Μάστορη το Nope είναι ένα monster movie που δεν στερείται αστείρευτης ψυχαγωγίας
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα προ εικοσαετίας SNL σκετσάκια είναι μια σατιρική προσέγγιση στην εξαιρετικά δημοφιλή σειρά Friends, όπου οι 6 αγαπημένοι τηλεοπτικοί φίλοι παρουσιάζονται σαν από ένα παράλληλο σύμπαν όπου όλοι τους πάσχουν από μια περίεργη υπαρξιακή κατάθλιψη. Σε ένα σημείο, ο guest Matthew Perry στο ρόλο του Joey διακόπτει ενοχλημένος τον Colin Quinn ο οποίος υποδύεται τον Chandler ως γκέι faux αριστοκράτη – μίλια μακριά από μια «σωστή» μίμηση Chandler δηλαδή. Την ώρα που προσπαθούν να λύσουν τη μεταξύ τους παρεξήγηση, ο Chris Kattan που υποδύεται (στα όρια της απαράδεκτης υπερβολής μεν, εξαιρετικά δε) τον Ross παρεμβαίνει, με τον Perry να του απαντάει “do yourself a favor and stick to characters that don’t speak”.
Παραπάνω από 20 χρόνια αργότερα, στο στην τρίτη ταινία του Jordan Peele, ένας από τους πρωταγωνιστές, ο Ricky “Jupe” Park, πάλαι ποτέ child actor-σταρ του δημοφιλούς sitcom Gordy’s Home, αναφέρει στα βασικά πρόσωπα της ταινίας ότι η σειρά που πρωταγωνιστούσε – και περιλάμβανε έναν εκπαιδευμένο χιμπατζή ως βασικό μέλος της επί οθόνης οικογένειας – βασιζόταν σε μια υποτιθέμενη σειρά από σκετσάκια του ‘90s Saturday Night Live στην οποία ο Chris Kattan υποδυόταν μια μαϊμού. Μια αναφορά που δουλεύει υπέροχα σαν meta-commentary/shout-out στα αγαπημένα ερεθίσματα/επιρροές του Peele, διότι ενώ προφανώς δεν υπήρχε ποτέ σειρά με χαρακτήρα ονόματι “Gordy”, είχε πράγματι προβληθεί μεμονωμένο σκετσάκι με τον Kattan να υποδύεται μια «υπερκινητική» μαϊμού με το όνομα “Mr. Peepers”.
Τέτοιου είδους αναφορές και συσχετισμοί μάλλον κάνουν τη διαφορά στο Nope, μια ταινία της οποίας η σύλληψη πραγματοποιήθηκε εν μέσω πανδημίας/καραντίνας και ενός γενικότερου κλίματος πνιγηρής αβεβαιότητας αναφορικά (και) με το μέλλον του κινηματογραφικού θεάματος. Δεν θα βρείτε τον κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό που διέτρεχε τα Get Out και Us -ίσως ένα από τα λίγα plot twists της παρούσας ταινίας είναι η πλήρης απουσία αυτού ενώπιον ενός κοινού που μπαίνει στην αίθουσα υποψιασμένο σχετικά με τα αφηγηματικά τερτίπια του Peele. Αντ’ αυτού, εδώ συναντάμε ένα υπέρ του δέοντος θεαματικό (και δυνητικά ψυχαγωγικό) sci-fi monster movie που είναι αυτό ακριβώς που είναι. Επί μέρους νοηματικά layers υπάρχουν μεν, βρίσκονται δε πιο κάτω στην όποια κλίμακα προτεραιότητας.
Εν συντομία: δύο αδέρφια κληρονομούν το κτήμα/επιχείρηση του πατέρα τους που προμηθεύει άλογα σε χολιγουντιανές παραγωγές στην έρημο Agua Dulce (Γλυκά Νερά, λολ) της Καλιφόρνια αφότου ο δεύτερος σκοτώνεται ξαφνικά από ουρανοκατέβατο freak accident. Όσο προσπαθούν να συντονίσουν τις επαφές τους με την κινηματογραφική βιομηχανία αλλά και με τον γείτονα τους, Ricky Park, ιδιοκτήτη θεματικού ράντσου με σκοτεινό παρελθόν, αντιλαμβάνονται ότι κάτι τεράστιο, επικίνδυνο και, κατά πάσα ένδειξη, εξωπλανητικό, κρέμεται πάνω από το κεφάλι τους. Παρουσιάζεται άρα πρώτης τάξεως ευκαιρία να το βγάλουν φωτογραφία και να το στείλουν στην Oprah για να πλουτίσουν: ένα κυριολεκτικό “money shot”, λοιπόν.
Οι περισσότεροι που κριτίκαραν (ή απλώς είδαν) το Nope μίλησαν για την αλαζονεία του ανθρώπου ο οποίος διαχρονικά νομίζει ότι μπορεί να τιθασεύσει κάθε λογής άγριο πλάσμα που βρίσκεται στο διάβα του – εδώ, εν προκειμένω, για να το βγάλει στο κλαρί σαν θέαμα έναντι αντιτίμου. Αυτό ακριβώς μας διηγείται η ιστορία του Ricky Park, του οποίου η σειρά (όταν ο ίδιος ήταν παιδί ακόμα) διεκόπη απότομα κατόπιν ανεξήγητης δολοφονικής επίθεσης του χιμπατζή προς τους ηθοποιούς της σειράς. Ο Ricky επιβίωσε, μαζί με ένα ακόμα άτομο (κρατήστε το αυτό και ανακαλέστε το σε ένα άκρως ανατριχιαστικό πλάνο που περιλαμβάνει ένα πέπλο προσώπου να δέχεται σφοδρό κύμα ανέμων), εντούτοις φέρει διά βίου εσωτερικά τραύματα. 14 χρόνια μετά από αυτήν την καταστροφή, ενήλικος πλέον, εκμεταλλεύεται θέαμα εξ’ ουρανού με παντελώς ριψοκίνδυνο (και μάλλον ηλίθιο τρόπο). Το ίδιο ακριβώς θέαμα που θέλουν να φωτογραφίσουν πάση θυσία οι ήρωές μας.
Χωρίς να χρειάζεται επ’ ουδενί να γίνουν βεβιασμένες συγκρίσεις, ο Jordan Peele εμπνέεται από τους Steven Spielberg και M. Night Shyamalan ούτως ώστε να καταστρώσει τη δική του sci-fi horror περιπέτεια. Μόνο που, κατά μια έννοια, αν στόχευε στο να δημιουργήσει το δικό του Close Encounters of the Third Kind, εν τέλει πιο κοντά φτάνει σε κάτι σαν το Jaws. Επί της ουσίας, δεν υπάρχει κάτι το “sci-fi” εδώ πέρα, κάποια high-concept επιστημονικών καταβολών ιδέα ή οτιδήποτε παρεμφερές: αντ’ αυτού, έχουμε να κάνουμε με ένα σχετικά ευθύ monster movie, το οποίο ναι μεν προσφέρει τα πάντα πρωτότυπα και καλοδεχούμενα πονηρά παιχνιδίσματα του Peele αλλά παραμένει ακριβώς αυτό: ένα monster movie.
Η βερμπαλιστική φειδώ του Daniel Kaluuya αντιτίθεται αρκετά γραφικά με την ακατάσχετη φλυαρία της Keke Palmer, ο Brandon Perea προσπαθεί να γίνει κάτι σαν comic relief (που δεν βγαίνει ποτέ εν τέλει), ο Steven Yeun ίσως να έπρεπε να έχει περισσότερο character development (και άρα screen time), κάτι που υποδεικνύει πως ο μοναδικός πραγματικά απολαυστικός χαρακτήρας είναι ο βετεράνος κινηματογραφιστής Antlers Holst του εξαιρετικού καρατερίστα Michael Wincott, με την ανατριχιαστικό γρέζι στη φωνή του να αντιπαραβάλλεται εξαιρετικά με τη «τζοβενίστικη» εμφάνισή του - ζακέτα, βερμούδα, σκουλαρίκι – τρία πράγματα τα οποία σίγουρα δεν τον φαντάζεσαι να φοράει αν τον ακούς στο ραδιόφωνο. Παραβλέποντας το γεγονός ότι η κατάληξη του χαρακτήρα του φαντάζει άγαρμπη έως και πλήρως ανεξήγητη, αποτελεί ένα ακόμα εύστοχο meta-σχόλιο του (σκηνοθέτη) Peele σχετικά με το αδυσώπητο κυνήγι για την «τέλεια λήψη» - ενδιαφέρουσα η σημειολογία ότι είναι η πρώτη του ταινία που γυρίζεται σε φιλμ (και IMAX). Το character design του πλάσματος (το οποίο σχεδιάστηκε με τη συνδρομή του καθηγητή ρευστομηχανικής του Caltech, John Dabiri) υφίσταται μετασχηματισμό που, αν και ανεξήγητος αφηγηματικά είναι πραγματικά εντυπωσιακός εικαστικά, αποκαλύπτοντας περαιτέρω την πολυσυλλεκτικότητα του Peele όσον αφορά τις επιρροές του – από cult anime σειρές μέχρι ζελατινοειδή πλάσματα της θάλασσας. Πολλούς έξτρα πόντους συγκεντρώνει η σκηνή-εμπαιγμός του Peele με το genre του alien invasion (ίσως η μοναδική πραγματικά κωμική στιγμή της ταινίας), όπου ο πρωταγωνιστής του Kaluuya (νομίζει ότι) έρχεται σε επαφή με εξωγήινους επισκέπτες που έχουν εισβάλλει στο στάβλο του.
Το γεγονός ότι ο Peele επί της ουσίας θωράκισε τον εαυτό του από τις ομολογουμένως αρνητικές αντιδράσεις προς το παρόν πόνημα, βαφτίζοντάς το “Nope” (από τις «αντιδράσεις που πίστευε ότι θα πάρει η ταινία», σε μια ευφυέστατη έξαρση στεγνού αυτό-σαρκασμού) δεν σημαίνει κιόλας ότι το περιεχόμενο της ταινίας δικαιολογεί τον τίτλο του. Σαφέστατα δεν μιλάμε για αριστούργημα, δεν σημαίνει όμως ότι στερείται αστείρευτης ψυχαγωγίας. Ούτε σημαίνει ότι όσες αναφορές αναφωνήσεις “nope” με τα όποια επί οθόνης τεκταινόμενα είναι κάτι απαραίτητα κακό – περισσότερο μάλλον ένα σαδιστικής προέλευσης knee-jerk reaction/φιλοδώρημα από τον ίδιο το δημιουργό.