Από τον τίτλο της ταινίας και μόνο, μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι ο Pablo Larrain δεν έχει πρόθεση να αφηγηθεί μια κινηματογραφική βιογραφία με έναν συμβατικό, ακαδημαϊκό τρόπο. Το Spencer δεν είναι ‘’Diana’’ και κατευθείαν, από τις πρώτες κιόλας σεκάνς του έργου, είναι προφανές ότι τα κουτσομπολιά, οι φήμες, τα tabloids, και το όποιο pop culture status υπάρχει γύρω από την ιστορία της Diana, αγνοούνται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Αντ’ αυτού, έχουμε ένα σύγχρονο, γοτθικό σκοτεινό παραμύθι, το οποίο πατάει μεν σε πραγματικά γεγονότα επικαλούμενο την ιστορική μνήμη, παραμένει όμως ένα παραμύθι στον πυρήνα του.
Το σενάριο του Steven Knight (Peaky Blinders, Locke), προϊόν μυθοπλασίας, τοποθετεί την Diana στο παλάτι του Sandringham, όπου θα περάσει ένα οικογενειακό σαββατοκύριακο, τις παραμονές της πρωτοχρονιάς του 1991, παρέα με τη βασιλική οικογένεια. Η ιστορία του παλατιού, οι στενοί διάδρομοι, τα ασφυκτικά υπερφορτωμένα υπνοδωμάτια, η κλινική ατμόσφαιρα των κουζινών και κοινόχρηστων χώρων, καθώς και τα ομιχλώδη, βαλτώδη τοπία της αγγλικής εξοχής, δημιουργούν ένα αποστειρωμένο περιβάλλον που ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό, το όνειρο και τον εφιάλτη. Αυτό το σκηνικό, μοιάζει να πνίγει τις όποιες αυθόρμητες ανάγκες ή μύχιες επιθυμίες έχει η πριγκίπισσα, ασκώντας της μια ιδιάζουσα μορφή ψυχολογικού τρόμου. Στο αποκορύφωμα αυτού του υπαρξιακού εφιάλτη, η ίδια παλεύει με την σωματική της δυσκαμψία και το αδιέξοδο που διαρκώς την οδηγεί, η οποιαδήποτε μορφή συναναστροφής με την βασιλική οικογένεια.
Βουβοί κατά κύριο λόγο και απρόσωποι στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, σαν μια παρέα παρελθοντικών φαντασμάτων -μόνιμοι κάτοικοι του Overlook Hotel της "Λάμψης"- τα οποία δεν νιώθουν τίποτα ανθρώπινο, οι μονάρχες απαιτούν από το μοναδικό μέλος της οικογένειάς τους με ανθρώπινα χαρακτηριστικά, να φερθεί σαν αυτά, βάζοντας το ‘’καθήκον’’ πάνω από την επιθυμία. Οποιαδήποτε παράταιρη συμπεριφορά καταδικάζεται σε μια μοίρα, παρόμοια με εκείνη της Anne Boleyn, της οποίας η ιστορία -και η παρουσία- μοιάζει σαν να καταπίνει και να καθορίζει διαρκώς την Diana και τις επιλογές της. Σε αυτόν τον αφηγηματικό καμβά, ο Larrain ‘’ζωγραφίζει’’ ένα ιμπρεσιονιστικό πορτραίτο μιας γυναίκας, η οποία σταδιακά οδηγείται στην αυτοκαταστροφή και σε μια μορφή παράνοιας, πασχίζοντας παράλληλα να πετύχει, ένα είδους αυτονομίας και αυτοδιάθεσης. Εργαλεία του σε αυτή τη προσπάθεια, πλην του σεναρίου, το ύφος του κλειστοφοβικού θρίλερ δωματίου που επιχειρεί να δώσει στην σκηνοθεσία, η εκτεταμένη χρήση ευρυγώνιων παραμορφωτικών φακών και η εξαιρετική Claire Mathon (Portrait of a Lady on Fire) στη φωτογραφία.
Στο ερμηνευτικό κομμάτι, η Kristen Stewart είναι αποκαλυπτική, καθώς χωρίς να μπαίνει σε κάποιου είδους μανιέρας και μιμητισμού, πείθει απόλυτα για την εύθραυστη ψυχολογική κατάσταση, της καταπιεσμένης, μελαγχολικής ηρωίδας που υποδύεται. Υιοθετεί εν μέρει μια κινησιολογία και μια στάση σώματος που παραπέμπει στην πραγματική Diana, όμως αναμιγνύει την εικόνα της με εκείνη μιας γυναίκας η οποία, σαν προφανέστατο μέλος της βρετανικής μπουρζουαζίας, μέσω του λάθους που έκανε και της μοίρας που επέλεξε να ακολουθήσει, αρχίζει να νιώθει μια πρωτόγνωρη μορφή τυραννίας και καταπίεσης, σε πλήρες κοντράστ με την πραγματική της φύση. Ξεφεύγει αισθητά από την εικόνα της ευγενικής και καλόκαρδης πριγκίπισσας ‘’του λαού’, μπαίνοντας περισσότερο στα παπούτσια μιας genuine διαταραγμένης μεγαλοαστής, της οποίας το μικρό-σύμπαν διαλύεται, παρασύροντας και εκείνη διαρκώς στον βυθό.
Σύμμαχος στην ερμηνεία της Stewart, όπως εν τέλει και του ίδιου του Lorrain, ίσως το καλύτερο soundtrack της χρονιάς -και ένα από τα καλύτερα των τελευταίων ετών- από τον Johnny Greenwood. Με μια jazz διάθεση και ένα baroque ύφος, παντρεύει διαρκώς τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της κεντρικής ηρωίδας με το αποστειρωμένο παλάτι, τις εκτεταμένες σιωπές και τις ευαίσθητες νευρικές χορδές που ψάχνουν διαρκώς τρόπο να ‘’τεντώσουν’’, φτιάχνοντας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ πνευστών, εγχόρδων και τυμπάνων, που εναρμονίζεται πλήρως με την τρικυμία των συναισθημάτων της Diana.
Ίσως το πιο εμφανές ψεγάδι του έργου, όπου ο Lorrain φαίνεται ότι δεν είναι Polanski, είναι στον τρόπο που χρησιμοποιεί τον συμβολισμό, καθώς το κάνει με αρκετά προφανή τρόπο –όχι πάντα- και χωρίς την απαραίτητη διακριτικότητα που θα απαιτούσε ένα καθ’ όλα πιο ‘’καλλιτεχνικό’’ -και ίσως ουσιαστικότερο- παρόμοιο βιογραφικό πορτραίτο. Επίσης, αν μη τι άλλο, όσο διαφορετικές προθέσεις και αποστάσεις έχει τραβήξει η ίδια η ταινία, υπάρχει ένας μικρός αστερίσκος στο κατά πόσο μπορεί να ταυτιστεί απόλυτα ο θεατής με μια καταπιεσμένη πλην προνομιούχα πριγκίπισσα. Η ιστορία θα πει ότι η ταύτιση είναι μεγάλη, καθώς η Diana και η τραγική της κατάληξη, δεν έπαψε ποτέ να είναι συμπαθής και να προκαλεί συγκίνηση στην κοινή γνώμη και στο μεγαλύτερο μέρος του λαού. Όμως η ταινία, καθότι πλήρως αφαιρετική και αποκομμένη από οποιαδήποτε σχεδόν αναφορά σε κουτσομπολίστικες φήμες και παρόμοια γεγονότα, ίσως να μην γίνει δεκτή εύκολα από μια μερίδα θεατών, οι οποίοι αναζητούν περαιτέρω τρόπους να ταυτιστούν με το δράμα μιας γαλαζοαίματης μεγαλοαστής. Είναι μια καθαρά προσωπική επιλογή του θεατή και ίσως η ίδια η ταινία θα έπρεπε να φροντίσει, σε έναν μεγαλύτερο βαθμό, να μην αποτελεί η συγκεκριμένη οπτική, αντικείμενο προς συζήτηση.
Το Spencer είναι μια εμφανώς διαφορετική σε σύλληψη και εκτέλεση βιογραφική ταινία, η οποία επιχειρεί ένα εναλλακτικό και άκρως ενδιαφέρον take, σε μια από τις πιο διάσημες προσωπικότητες των τελών του 20ου αιώνα. Ηθελημένα δεν ενδιαφέρεται για μια τυχόν αποδόμηση της μοναρχίας ή μια εκ βαθέως κοινωνικοπολιτική κριτική πάνω σε αυτή -αν και υπάρχουν πολλές σκηνές όπου, διακριτικά και μη, αυτή βάλλεται με διαφόρους τρόπους- ρίχνοντας το βάρος καθαρά στο πορτραίτο μιας γυναίκας που παλεύει για αυτοδιάθεση και προσωπική ελευθερία, κάτω από την πίεση της παράδοσης, των κοινωνικών δομών στις οποίες ανήκει και του ξεπεσμένου θεσμού της μοναρχίας. Ένα κερδισμένο στοίχημα από τον Larrain και η καλύτερη πιθανότατα ερμηνεία της σεζόν από την Kirsten Stewart.