Έχει γίνει πλέον βέβαιο ότι η νοτιοκορεάτικη τηλεοπτική σειρά του Netflix Squid Game του σκηνοθέτη και σεναριογράφου Hwang Dong-hyuk έχει κερδίσει τη μεγαλύτερη παγκόσμια τηλεθέαση μέχρι σήμερα στο διάσημο συνδρομητικό κανάλι. Την ίδια εικόνα παίρνω και κατά την καθημερινη μου επαφή με ανθρώπους της ηλικίας μου, αλλά και νεότερους: το Squid Game έκανε θραύση, ιδιαίτερα σε νέους ηλιακά τηλεθεατές, ακόμα και παιδιά 9 έως 11 ετών, με αποτέλεσμα την κρούση του κώδωνος του κινδύνου από τους μεγαλύτερους, εξαιτίας των σκηνών έντονης βίας που εμπεριέχει. Όπως και να ‘χει, το Squid Game κατόρθωσε να κερδίσει την προσοχή του κοινού, σε έναν αδιάκοπο ανταγωνισμό πλήθους τηλεοπτικών σειρών. Επομένως, το Squid Game μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα τηλεοπτικό θέαμα αντιπροσωπευτικό του φαινομένου που ονομάζεται τρέχουσα ποπ κουλτούρα.
Βέβαια, η κριτική εναντίον αυτής αυτής της κουλτούρας είναι έντονη και διαχρονική, συχνά από το μετερίζι των πιο συντηρητικών διανοούμενων, οι οποίοι την υποβιβάζουν σε “μαζική”. Ωστόσο η ποπ ή -κατά το ελληνικότερον- λαϊκή ή -όπως χαρακτηρίζεται πλέον από τους ακαδημαϊκούς κύκλους- δημοφιλής κουλτούρα πραγματικά τιμάει το όνομά της: όχι μόνο αγαπιέται φανατικά από ένα ευρύ κοινό, ανεξαρτήτως μόρφωσης, ηλικίας, φύλου και οικονομικής δυνατότητας, αλλά και εκφράζει πολυδιάστατα τις νοοτροπίες του. Κάπως έτσι και το Squid Game εκφράζει ή, καλύτερα, αναπαριστά ισχυρές τρέχουσες πολιτικές και κοινωνικές στάσεις, αντιστάσεις και νοοτροπίες. Ακόμα περισσότερο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μια τηλεοπτική σειρά που έχει δεθεί τόσο με την τρέχουσα ποπ κουλτούρα, όπως είναι το Squid Game, επηρεάζει υπόγεια αλλά δυναμικά αυτές τις νοοτροπίες.
Το γενικό πλαίσιο της πλοκής της σειράς είναι ότι άνθρωποι οικονομικά κατατρεγμένοι και κοινωνικά περιθωριοποιημένοι, οι οποίοι έχουν υπέρογκα χρέη, μεταφέρονται, περίπου με τη θέλησή τους, σε ένα απομονωμένο νησί, όπου συμμετέχουν σε αλλόκοτα παιχνίδια, με έπαθλο ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Ωστόσο, η ήττα του καθενός από τους παίκτες ισούται με τον χαμό του στο πεδίο των θανατηφόρων παιχνιδιών. Κάθε φορά που ένας παίκτης πεθαίνει, το χρηματικό έπαθλο αυξάνεται. Τελικά, ένας μόνο παίκτης από τους συνολικά 456 θα επιζήσει από αυτόν τον απάνθρωπο διαγωνισμό, αυτός που θα κατορθώσει να εξοντώσει τους υπόλοιπους. Η αφήγηση εστιάζει σε μερικούς από τους παίκτες, με πρωταγωνιστή τον Seong Gi-hun, που ενσαρκώνει με έμπνευση και κέφι ο Lee Jung Jae: πρόκειται για έναν άνεργο τζογαδόρο και ανεπαρκή πατέρα (η πρώην γυναίκα του έχει πάρει την έφηβη κόρη τους και ζει με άλλον άντρα), ο οποίος συγκατοικεί με τη γριά μητέρα του.
Αν θέλουμε να εμβαθύνουμε κάπως στο ύφος και στην αισθητική του Squid Game, πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να επικεντρωθούμε στο είδος του. Πρόκειται για ένα “survival drama”, επηρεασμένο αποφασιστικά όχι τόσο από τη σειρά ταινιών Hunger Games, όσο από το εκπληκτικό γιαπωνέζικο φιλμ Battle Royale (2000), το οποίο είχε προκαλέσει αίσθηση στους κύκλους των ανεξάρτητων σινεφίλ. Επομένως, η έντονη, σε σημεία gory, βία αλληλεπιδρά με το σασπένς και την ολοκληρωμένη ψυχογράφηση των πλασματικών χαρακτήρων. Έπειτα, η τοπογραφία της σειράς είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, καθώς τα αστικά υποφωτισμένα αστικά τοπία του πρώτου επεισοδίου -προσωπικά μου θύμισαν εικόνες από ταινίες του Wong Kar Wai- γρήγορα αντικαθίσταται από τους χώρους που εξελίσσονται τα παιχνίδια: τεράστιοι και λαβυρινθώδεις, με έντονα χρώματα, οι οποίοι με έναν σουρεαλιστικά φρικτό τρόπο φέρνουν στο νου παιδικά δωμάτια. Παράλληλα, ιδιαίτερο βάρος έχει δοθεί και στα κοστούμια: πανομοιότυπες πράσινες στολές για τους παίκτες και κόκκινες για τους κουκουλοφόρους απρόσωπους φρουρούς και διαχειριστές των παιχνιδιών.
Δεν είναι, λοιπόν, δύσκολο να συμπεράνουμε ότι στο Squid Game ακολουθείται το πνεύμα του διάσημου Parasites (2020). Όπως ήδη έχει σημειωθεί στην πλειονότητα των κριτικών για τη σειρά, στο “Παιχνίδι του Καλαμαριού” κριτικάρεται το “παιχνίδι” του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, που υπόσχεται ότι ο κάθε άνθρωπος διακρίνεται αξιοκρατικά και δημοκρατικά σε έναν ελεύθερο και ισότιμο ανταγωνισμό. Φρούδες υποσχέσεις. Αντίστοιχα στο Squid Game, οι παίκτες συμμετέχουν φαινομενικά με τη θέληση τους στο παιχνίδι (στον έξω κόσμο τους περιμενουν υπέρογκα χρέη), σε ένα κλίμα που μπορεί να είναι, βέβαια, σκληρό και αδυσώπητο, αλλά τουλάχιστον χαρακτηρίζεται από ισότητα και υγιή άμιλλα. Όμως, η κατάσταση δεν αργεί να εκτραχυνθεί, καθώς γρήγορα το πάνω χέρι παίρνει η πανουργία, η ανηθικότητα και η ωμή βία. Παράλληλα, στη σειρά εμπεριέχονται και αναφορές σε πληγές της κοινωνίας της Νότιας Κορέας, όπως η καταπίεση του συνδικαλιστικού κινήματος και το τεράστιο ιδιωτικό χρέος της χώρας. Εδώ, αξίζει να σημειωθεί ότι όλη αυτή η παγκόσμια οπτική της σειράς, στην οποία εν μέρει οφείλεται και η μεγάλη της επιτυχία, αλληλεπιδρά με ένα έντονο στοιχείο εντοπιότητας, το οποίο είναι εμφανέστατο κυρίως στην προέλευση των παιδικών παιχνιδιών: πρόκειται για παραδοσιακά νοτιοκορεάτικα παιχνίδια του δρόμου. Κάπως έτσι ένα local color στοιχείο αποκτά έναν γοητευτικό εξωτισμό για τον μη εντόπιο θεατή. Έχουμε να κάνουμε με το μιντιακό φαινόμενο που η ακαδημαϊκός Svetlana Boym στο βιβλίο της The Future Of Nostalgia (2001) χαρακτηρίζει ως glocal, ένα πάντρεμα του παγκόσμιου (global) με το εντόπιο (local). Κάπου εδώ θα πρέπει να προειδοποιήσουμε ότι στη συνέχεια του κειμένου υπάρχουν κάποια spoilers, αλλά αποφεύγεται η καθαρή και ξάστερη αποκάλυψη του φινάλε του πρώτου κύκλου σειράς. Σκέφτηκα να μην το παρατραβήξω, ακολουθώντας τη λαϊκή ρήση: “μην κάνεις αυτά που δεν θέλεις να σου κάνουν".
Όλος αυτός, λοιπόν, ο ανταγωνισμός για το τεράστιο χρηματικό ποσό εγκιβωτίζεται σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που κυριαρχεί στο νησί. Τα παιχνίδια συγκροτούν ένα οργουελικό μακάβριο reality game, του οποίου η ομαλη διεξαγωγή εξασφαλίζεται χάρη στην αυταρχικότητα του καθεστώτος του νησιού. Τελικά αυτά τα απάνθρωπα παιχνίδια πραγματοποιούνται για να διασκεδάσει μια παρέα διεφθαρμένων λευκών πλούσιων ανδρών, οι οποίοι στοιχηματίζουν μεγάλα ποσά στους δύσμοιρους παίκτες. Έτσι τα βέλη της κριτικής του Squid Game στρέφονται εναντίον των ανισοτήτων που τελικά αποδεικνύονται συνιστώσες του καπιταλισμού: η σημερινή εξέλιξη της αποικιοκρατίας και του φυλετικού ρατσισμού, αλλά και ο σεξισμός. Μάλιστα ο καθένας από τους κεντρικούς θετικούς ήρωες, στην ουσία αντιπροσωπεύει και μία περιθωριοποιημένη κοινωνική ομάδα, όχι μόνο της νοτιοκορεάτικης, αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας: ο φτωχός άνεργος, το αποτυχημένο golden boy, η βορειοκορεάτισσα δραπέτης (ή ο πολίτης των ολοκληρωτικών καθεστώτων), ο εξαθλιωμένος μετανάστης, ο άρρωστος ηλικιωμένος.
Οπότε, καταλήγουμε που; Στο ότι αυτή η αντικαπιταλιστική κριτική μετατρέπει τη συγκεκριμένη τηλεοπτική σειρά σε μια συνειδητοποιημένη πολιτική πράξη που συμβάλλει στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης; Ο Slavoj Žižek πάντως, σε ένα σύντομο σχόλιο του για το Squid Game, δίνει αρνητική απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Κι εμείς, ως ένα βαθμό, συμφωνούμε μαζί του, καθώς οι μηχανισμοί της ποπ / δημοφιλούς κουλτούρας εισχωρούν και ανατρέπουν τα δεδομένα. Ελπίζω να συμφωνείτε πως είναι αδύνατο μια τόσο ανατρεπτική τηλεοπτική σειρά να μπορούσε να προβληθεί από το Netflix, μια πλατφόρμα, βέβαια πολιτικά προοδευτική, αλλά πλήρως ενταγμένη στην “πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού”. Η ανατρεπτική προοδευτική, τολμώ να πω αριστερή ματιά στο Squid Game έχει ένα σαφές όριο, ένα όριο που έχει διατυπώσει ο Umberto Eco ήδη από το 1972. Ο Eco στη μελέτη του Ο Υπεράνθρωπος των Μαζών υποστηρίζει ότι οι λαϊκές μυθοπλασίες, από τα μυθιστορήματα του 19ου αιώνα ως τα υπερηρωικά κόμικ, ενώ μερικές φορές τείνουν προς μία σοσιαλιστικού τύπου ανατρεπτικότητα, στην ουσία καταφάσκουν στο κυρίαρχο status quo. Ο μηχανισμός για να πετύχουν κάτι τέτοιο είναι ο χαρισματικός ήρωας, μια μετεξέλιξη του νιτσεϊκού υπερανθρώπου, “ο υπεράνθρωπος των μαζών”.
Στο Squid Game, αυτός ο λαοφιλής υπεράνθρωπος είναι ο Seong Gi-hun, ο οποίος αποδεικνύεται πολυμήχανος, με φοβερές αντοχές αλλά και ανεξάντλητη ανθρωπιά. Οι θεατές αρχικά τον λογαριάζουν, απλά, ως ένα καημένο άνεργο τζογαδόρο, λίγο τον περιγελούν και λίγο τον λυπούνται, ωστόσο αργότερα ταυτίζονται μαζί του και τελικά δεν μπορούν παρά να θαυμάσουν τα υπεράνθρωπα χαρίσματά του. Η πλοκή της σειράς είναι τέτοια που ο Seong Gi-hun, αναλαμβάνει προσωπικά να εκδικηθεί για την αδικία που επιτελείται στο παιχνίδι, επαναφέροντας τη δημοκρατία και χειραφετώντας την κοινωνία. Αλλά στην ουσία τρέφει τη φαντασίωση του κοινoύ για ουτοπία, παρηγορεί τον τηλεθεατή, ο οποίος δέχεται όλη την αδικία του συστήματος που τον κυβερνά. Όπως γράφει ο Eco: “ο Υπεράνθρωπος είναι η απαραίτητα πρώτη ύλη για την καλή λειτουργία του μηχανισμού της παρηγοριάς. Κάνει τη λύση των δραμάτων άμεση και απροσδόκητη, παρηγορεί γρηγορότερα και καλύτερα”. Στον δεύτερο κύκλο του Squid Game αναμένουμε την προσωπική εκδίκηση του κύριου Gi-hun, αλλά και ίσως μια πιο απρόβλεπτη εξέλιξη, στους δρόμους μιας προοδευτικότερης ποπ κουλτούρας.