Το να παρακολουθείς την Κέιτ Μπλάνσετ στη μεγάλη οθόνη είναι από μόνο του ένα δώρο για τους οφθαλμούς σου, πόσο μάλλον όταν η πολυβραβευμένη, ωραιοτάτη και ανακουφιστικά σικ κυρία του σινεμά ερμηνεύει μια «πειραγμένη», εκκεντρική ηρωίδα. Στη νέα ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ ο φακός ακολουθεί σαν ερωτευμένο σκυλάκι την πρωταγωνίστρια της ιστορίας, Μπερναντέτ. Μια γυναίκα που φαίνεται να τα έχει όλα αλλά, όπως θα καταλάβουμε στη διαδρομή, έχει θυσιάσει ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού της για να τα αποκτήσει.
Ένας τρυφερός σύζυγος, μια έφηβη κόρη που δείχνει πρωτοφανώς αφοσιωμένη στη μαμά της, το οικονομικό πρόβλημα λυμένο. Αυτά συνθέτουν την πραγματικότητα της Μπερναντέτ Φοξ, και εγγυώνται μια ισορροπία που σύντομα αποδεικνύεται πλασματική. Ζώντας εδώ και 20 χρόνια στον μικρόκοσμο των οικογενειακών υποχρεώσεων και κρυμμένη μονίμως πίσω από τα κομψά μαύρα γυαλιά της, η Μπερναντέτ είναι εντελώς αποκομμένη από τον κοινωνικό της περίγυρο.
Κανένας κάτοικος του βροχερού Σιάτλ (όπου μετακόμισε κάποτε από το ηλιόλουστο Λος Άντζελες) δεν είναι φίλος της, ενώ οι γειτόνισσές της απεχθάνονται την παραξενιά και τον σνομπισμό της. «Η δημοφιλία είναι υπερτιμημένη», λέει αποφασιστικά, επικεντρωμένη τώρα στο προγραμματισμένο οικογενειακό ταξίδι στην Ανταρκτική· το οποίο, είναι βέβαιη, θα της προκαλέσει τη χειρότερη ναυτία της ζωής της. Η προοπτική αυτού του ταξιδιού θα πυροδοτήσει ακόμα πιο παράξενες συμπεριφορές από την πλευρά της και θα ωθήσει τους «ειδικούς» να τη σώσουν από τον αυτοκαταστροφικό της εαυτό.
Αγοραφοβική, αρρωστοφοβική, μανιοκαταθλιπτική, με τάσεις αυτοκτονίας. Η δυσοίωνη διάγνωση οδηγεί τον άντρα της Μπερναντέτ σε απόγνωση, την κόρη της σε μια απρόσμενη, υπερασπιστική στάση και την ίδια στη φυγή. Όμως η ατμόσφαιρα της ταινίας δεν βαραίνει ποτέ πραγματικά, χάρη στην ανάλαφρη, ελαφρώς σαρκαστική αύρα που αναβλύζει και από το στόρι και, κυρίως, από την προσέγγιση της Μπλάνσετ στην ηρωίδα της. Στην πορεία, μαθαίνουμε όσα χρειάζονται για να καταλάβουμε και τη συμπεριφορά της, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση με το παιδί της.
Η ταινία στηρίχθηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαρία Σεμπλ. Η κεντρική ιδέα της ιστορίας είναι η άσβεστη ανάγκη του δημιουργού να δημιουργήσει, ώστε να μην μαραζώσει και «ξεφύγει»· όμως η ευκαιρία να αναδειχθεί το ενδιαφέρον, γεμάτο ζουμί πορτραίτο του «νευρωτικού καλλιτέχνη», που φέρει την ιδέα αυτή, πήγε χαμένη. Το Πού Χάθηκες, Μπερναντέτ μοιάζει ανθρωποκεντρικό, αλλά το βαθιά ανθρώπινο άγγιγμα που χαρακτηρίζει τους ήρωες αρκετών αγαπημένων ταινιών του Λινκλέιτερ (Πριν το Ξημέρωμα, Πριν το Ηλιοβασίλεμα, Πριν τα Μεσάνυχτα, Boyhood) απουσιάζει μυστηριωδώς. Αν ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος γοητεύτηκε στ’ αλήθεια από την παρεξηγημένη Μπερναντέτ, δεν μας το έδειξε, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτήρες τον απασχόλησαν επιδερμικά, αν κρίνουμε από το πώς κινούνται γύρω της –σαν αναπόφευκτοι, άνυδροι δορυφόροι. Το αποτέλεσμα είναι λοιπόν άνευρο και, το χειρότερο, αχρείαστα ζαχαρωμένο.
Ναι, η Μπλάνσετ είναι σαγηνευτική και αποτελεί τον βασικό λόγο να δει κανείς την ταινία, αλλά ούτε καν αυτή δεν κατόρθωσε να δώσει πνοή ζωής στην ηρωίδα. Πείθοντάς μας ότι είναι τρισδιάστατη και όχι πρωταγωνίστρια κάποιας οικογενειακής κομεντί του σωρού, με ωραίο φόντο τους επιβλητικούς πάγους και τους χαριτωμένους πιγκουίνους.
Η.Π.Α. 2019
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ
Πρωταγωνιστούν: Κέιτ Μπλάνσετ, Μπίλι Κράνταπ, Έμμα Νέλσον, Λόρεν Φίσμπερν
Διανομή: Odeon