H συνέχεια της εμπορικής επιτυχίας του Kingsman μπορεί να σας κάνει να αναρωτιέστε για ποιο λόγο είδατε αυτή την ταινία και γιατί χάσατε την ώρα σας, κάτι που δεν συνέβη με την πρώτη ταινία.
Η σκηνοθεσία του Matthew Vaughn έχει σχεδιαστεί με τρόπο που να αρέσει σε μεγαλύτερο κοινό: μεγαλύτερα σκηνικά, περισσότεροι σταρ, πιο πολλά τζεϊμσμποντικά γκάτζετ και άφθονη χορογραφημένη βία. Όμως η αίσθηση του «μπανάλ» και του διεκπαιρεωτικού, κυριαρχεί απ’ άκρη σ’ άκρη σε αυτό το παιδαριώδες κοκτέιλ ιστορίας ενηλικίωσης και αντικατασκοπικής περιπέτειας βρετανικής κοπής. Αμέσως μετά την αρχική σεκάνς της αυτοκινητικής καταδίωξης στο νυχτερινό Λονδίνο, όλα παίρνουν την κατηφόρα. Τα εμπνευσμένα σκηνικά, το σνομπ βρετανικό lifestyle, η σάτιρα στην αμερικανική μισαλλοδοξία και οι πολλές σινεφίλ αναφορές προσθέτουν μυρωδικά στο μείγμα, αλλά το στοιχείο της παρωδίας δεν απογειώνεται ποτέ ενώ η πλοκή είναι πιο ανάλαφρη και από ένα ποτήρι αφρώδους οίνου.
Το κόμικ του Μαρκ Μίλαρ σε έργο του οποίου είχε φυσικά βασιστεί και το απολαυστικό «Kick Ass», θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια ταινία που λοιδορεί την παράδοση του Τζέιμς Μποντ, μα στην πραγματικότητα η ταινία πουλάει εξυπνάδα παρά είναι αληθινά έξυπνη. Αυτό το σίκουελ προσπαθεί λίγο πιο έντονα απ’ όσο χρειάζεται προκειμένου να μας προσφέρει όσα νομίζει ότι θέλουμε. Έτσι, υπερ-φορτώνει την πλοκή με καρτουνίστικη βία και τοποθετεί τη δράση σε Αμερικάνικο έδαφος με το πρόσωπο του «κακού» να ενσαρκώνει η μοχθηρή Τζουλιάν Μουρ. Ο Χάρι του Κόλιν Φερθ επανέρχεται, αν και χαμένος στις πεταλούδες του, χωρίς μνήμη μέσα σε ένα λευκό κελί ενώ την παράσταση κλέβει ο ακομπλεξάριστος Έλτον Τζον που είναι παγιδευμένος για να ψυχαγωγεί την κλίκα της Τζούλιαν Μουρ.
Ο Χρυσός Κύκλος θα μπορούσε να ήταν μια απολαυστικά διασκεδαστική μπαλαφάρα, αν δεν άπλωνε το σύμπαν των Kingsman με νέους χαρακτήρες και μυστικές οργανώσεις και δεν χρησιμοποιούσε αχρείαστη υπερβολή στη δράση. Η κλασάτη βρετανική ειρωνεία του πρώτου φιλμ έπρεπε να φαρδύνει λίγο το κομψό κουστούμι της και να γίνει «κάζουαλ μπλέιζερ» για να φοριέται και λίγο απ’ το Αμερικάνικο κοινό που δεν νοιάζεται για φινέτσα και που θα βρεθεί στα multiplex το πρώτο τριήμερο ανοίγματος. Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ και η Χάλι Μπέρι δεν πείθουν στον ρόλο των “Statesman”, δηλαδή των Αμερικάνων ομολόγων των ultra cool κατασκόπων της πρώτης ταινίας.
Η μόνη ενδιαφέρουσα υποπλοκή είναι ο τρόπος που ο Αμερικάνος πρόεδρος (ο Bruce Greenwood σε ένα απολαυστικό κακέκτυπο του Τραμπ) καπηλεύεται την προπαγάνδα κατά των ναρκωτικών. Τι τα θες όμως, τα καουμπόικα stunts, η πληθωρική πλοκή και η πηχτή δράση δεν κάθονται καλά στο μπλέντερ της μονταζιέρας και το αποτέλεσμα μοιάζει με ένα οποιοδήποτε b-side του Elton John: έχει ωραίο ρυθμό, κρατάει πολύ, δεν σε συγκινεί παρά τα πολλά κουπλέ και δεν θες για κανένα λόγο να ακούσεις ξανά στο repeat.