Την εισαγωγή του στο βιβλίο Silence του Shusaku Endo, ο Σκορσέζε την αρχίζει με το εξής ερώτημα: «Πως ξεκινάς να αφηγείσαι την ιστορία της Χριστιανικής πίστης;» Ο 74χρονος σκηνοθέτης, μπορεί να θεωρείται ο κορυφαίος Αμερικάνος κινηματογραφιστής των τελευταίων 50 ετών, όμως είναι αρκετά σοφός ώστε να μην επιτρέψει στον εαυτό του την αλαζονεία να θεωρεί ότι δύναται να απαντήσει. Όμως, πέρα από απαντήσεις, η κινηματογραφική μεταφορά του Silence αποτελεί ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό βήμα στην καταγραφή της εσωτερικής αγωνίας του ανθρώπου απέναντι στα ερωτήματα που γεννάει η παρουσία ή ακόμη περισσότερο, η απουσία Θεού.
Η ιστορία που ζύμωνε σε εικόνες στο μυαλό του ο Σκορσέζε για περισσότερα από 25 χρόνια, διαδραματίζεται τον 17ο αιώνα και έχει στο επίκεντρό της δυο Ιησουΐτες ιερείς. Ο Sebastiao Rodrigues (Άντριου Γκάρφιλντ) και ο Francisco Garrpe (Άνταμ Ντράιβερ) θα αναλάβουν εθελοντικά ένα επικίνδυνο ταξίδι από την Πορτογαλία στην Ιαπωνία, στην καρδιά των αιματηρών διώξεων των Χριστιανών, έχοντας στόχο να βρουν τον χαμένο από καιρό μέντορά τους, τον Cristóvão Ferreira (Λίαμ Νίσον), ο οποίος φημολογείτο πως απαρνήθηκε την πίστη του κατά τη διάρκεια των βασανισμών του. Η αβάσταχτη αυτή φήμη ταλανίζει την ψυχή των δυο αθώων ιερέων που χωρίς αποσκευές αλλά με πίστη στις καρδιές τους, θα θελήσουν να δοκιμαστούν για να βρουν απαντήσεις. Ο πατέρας Ferreira προσευχήθηκε με όλη τη δύναμή του και εισέπραξε αυτό που λαμβάνουν όλες οι προσευχές από καταβολής Χριστιανισμού: απόλυτη σιωπή. Ο Ferreira θεωρείται λοιπόν ένας έκπτωτος ιερέας, ένας βλάσφημος αποστάτης, μυθολογικό αντίστοιχό του παρανοϊκού στρατιώτη Kurtz, που ζει στην Καρδιά του Σκότους. Στο Silence, η έννοια της προσευχής χάνει την στενή θρησκευτική της έννοια και έρχεται να σημάνει μια γενναία αντιμετώπιση του εσωτερικού εαυτού. Τα γράμματα πίσω στην πατρίδα των δυο Ιησουιτών μετατρέπονται σε προσευχές, γραμμένες σε εξομολογητικό τόνο, με τους ήρωες να θέλουν να κουβαλήσουν το σταυρό που δεν κατάφερε ο μέντοράς τους. Σαν να θέλουν να τον εξιλεώσουν, ως εθελοντές μάρτυρες, σε μια τυφλή αποστολή.
Το Silence χάρη στην ήπια αφήγηση και τον συμπαγή λόγο του, στέκει υπεράνω κριτικής και ανάλυσης. Ντεμπούτο και κύκνειο άσμα μαζί. Σε υποβάλει με τη φωτογραφία του και σε βάζει στο υπογάστριό του με το εκτόπισμα της θεολογικής και υπαρξιακής αναζήτησης που επιχειρεί. Από τη μια βρίσκεται η ενάρετη διάδοση μιας πίστης πίσω απ’ την οποία καραδοκούν οι επεκτατικές διαθέσεις της Καθολικής εκκλησίας. Από την άλλη, η πολιτική σκοπιμότητα των διώξεων που επιβάλλεται με αυταρχισμό. Εκεί ανάμεσα, στις σκηνές που οι χωρικοί προκαλούνται να απαρνηθούν τη θρησκεία τους, ενώπιοι του Ιάπωνα ανακριτή που ζητάει την απόδειξη της αφοσίωσης στον Βουδισμό, αισθάνεσαι πως ο φακός του Σκορσέζε βιώνει τα πάθη τους. Με παντελή την απουσία μουσικής επένδυσης, η ταινία εντείνει το αίσθημα κατάνυξης και υπογραμμίζει τη Σιωπή που περιβάλλει τους ήρωες οι οποίοι μάταια αναζητούν θεϊκή παρέμβαση ή καθοδήγηση.
Η στωική ματιά του Σκορσέζε στο ταξίδι των ηρώων του, θέλει να δώσει μια ερμηνεία στους πόνους και τα κρίματα όσων θυσιάστηκαν σε ολότελα μάταιες ιεραποστολές και ξοδεύτηκαν πνευματικά σε άγονα διδάγματα. Το μοντάζ είναι προσεκτικά σχεδιασμένο ώστε να αφήνει χώρο σε πολλαπλά, αντικρουόμενα συμπεράσματα. Τα ηχητικά εφέ χτίζουν μια περιχέουσα ησυχία, με εσωτερικές εντάσεις. Βλέποντας το φιλμ, αισθάνεσαι όλη τη δουλειά που έκανε ο Σκορσέζε, όχι στο γύρισμα ή στην αίθουσα του μοντάζ, αλλά στο μυαλό του. Κάπου ανάμεσα στον υπαρξιακό διαλογισμό του Μπέργκμαν, την οραματική περιπλάνηση των ηρώων του Μπρεσόν και την θρησκευτική αναζήτηση του Ντράγιερ, ο Μάρτι υπέγραψε ένα αμιγές δοκίμιο νωχελικών ρυθμών που διαρρηγνύει τα ζητήματα που θέτει μέσα από μια ενάρετη ιχνιλάτηση των πιο αμφιλεγόμενων αντιφάσεων της πίστης.
Ο Άντριου Γκάρφιλντ μέσα στην απόγνωσή του μοιάζει με άγιο σε πίνακα του Καραβάτζιο, ο Άνταμ Ντράιβερ χάνεται στην αμφισβήτηση του βλέμματος του και ο Λίαμ Νίσον είναι καθηλωτικός, ειδικά στον τρόπο που χαμηλώνει το βλέμμα από ντροπή μπροστά στον μαθητή του. Όμως, προσέξτε την αόρατη παραβολή που κρύβεται πίσω από τη φυσιογνωμία του Kichijiro. Ο Ροντρίγκεζ τον εξομολογεί τρεις φορές. Την πρώτη τον αντιμετωπίζει σαν πεφωτισμένος της Δύσης που μέσα στην άγνοιά του, του περισσεύει συμπάθεια για μια χαμένη ψυχή. Την δεύτερη φορά, όταν είναι χαμένος, τον αντιμετωπίζει με αποστροφή, σαν μίασμα που δεν αξίζει την αγάπη κανενός θεού. Την τρίτη φορά, ως Ιάπωνας πλέον και εξίσου παρατημένος και μόνος, ο Ροντρίγκεζ έρχεται σε απόλυτη ισοτιμία με τον άλλοτε γλοιώδη Kichijiro. Η Χριστιανική συμπόνια επετεύχθη άδοξα. Ο Ροντρίγκεζ μπορεί να μην υμνηθεί ποτέ σαν άγιος (μάλλον θα είναι η ντροπή της Καθολικής εκκλησίας καθώς έχει απαρνηθεί μετά βδελυγμίας τον Θεό), αλλά ποιος είναι αυτός που θα κρίνει την πορεία του και τις επιλογές του; Το rosebud εδώ, είναι ένα αυτοσχέδιο σταυρουδάκι που θα ήταν αθέατο στον ωκεανό πλούτου του κάθε Βατικανού. Πρόκειται για μια γενναία αμφισβήτηση της ιδέας του οσιομάρτυρα και μια αποδόμηση της κληρονομιάς κάθε αυτόκλητου εκπροσώπου του Θεού που αποζητά τη συμβολική δόξα μέσω ενός μαρτυρικού θανάτου.
Όπως οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι του Θεού είναι αυτοί που βασανίζονται από αμφιβολίες, έτσι και η αβεβαιότητα των εικόνων του Silence είναι η μεγαλύτερη του αρετή. Τα πιο σπουδαία βιβλία μένουν ανοιχτά πριν την τελευταία σελίδα, τα πιο αμφίσημα ερωτήματα μένουν αναπάντητα και οι πιο προσωπικές ταινίες έχουν την αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Ο Σκορσέζε με κάνει να νιώθω δικαιωμένος που αγαπάω τόσο παράφορα το σινεμά του, με όλο τον σεβασμό και την τρυφερότητα ενός Ιερέα ως προς την Αγία Γραφή. Τα ιερά κείμενα και τα σωτήρια κειμήλια άλλωστε είναι μια απόλυτα προσωπική υπόθεση και δεν υπακούν σε δογματικές παραδόσεις – όπως σοφά καταδεικνύει η κατακλείδα της τρίωρης σχεδόν ταινίας. Ο ναός που θα πρέπει να κοινωνήσει κάθε θεατής (είτε θρησκευόμενος, είτε άθεος, είτε αγνωστικιστής) αυτή την ταινία είναι η ίδια η κινηματογραφική αίθουσα. Εκεί που η σιωπή είναι σχεδόν πάντα καθησυχαστική.