Δεν τη βλέπεις συχνά γεμάτη την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης του Μεγάρου Μουσικής (την κεντρική, δηλαδή), όπου λίγες μόνο θέσεις είχαν μείνει διάσπαρτα κενές την περασμένη Πέμπτη. Είναι κι αυτός όμως ένας δείκτης της αναγνωρισιμότητας και του σεβασμού που απολαμβάνει ο Λεωνίδας Καβάκος, γιατί να σας πω την αλήθεια δεν πιστεύω ότι μόνη της η Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας θα είχε τέτοια προσέλευση –ασχέτως της εγνωσμένης αξίας της και του πιστοποιημένου της επιπέδου.
Και έβαλε δύσκολα στον εαυτό του ο Καβάκος, για το πρώτο και ίσως εν τέλει καλύτερο κομμάτι αυτού του συναυλιακού ραντεβού με το κοινό της πατρίδας του: θα παρουσίαζαν δηλαδή το Τρίτο Κοντσέρτο για βιολί του Μότσαρτ, με τον ίδιο να λειτουργεί ως σολίστ και παράλληλα ως μαέστρος. Πρόκειται για αντικειμενικά «επικίνδυνη» αποστολή, για λόγους που δεν χρειάζεται ντε και καλά να είσαι ειδήμων για να καταλάβεις: διαφορετική βλέπετε η κινητικότητα ενός διευθυντή ορχήστρας, διαφορετική εκείνη του μουσικού. Και σε μια ζωντανή περίσταση, ο χρόνος είναι πραγματικά απειροελάχιστος για να περάσει ο εγκέφαλός σου από τη μία κατάσταση στην άλλη, ώστε να γίνουν ομαλά οι αναγκαίες αυτοματοποιημένες κινήσεις των μυών.
Κι όμως, ο Καβάκος ανταποκρίθηκε άψογα στην πρόκληση, φυσικώς και πνευματικώς. Έλαμψε η δεξιοτεχνία και τα «χρώματα» του παιξίματός του, ενώ την ίδια στιγμή οδήγησε την έμπειρη ορχήστρα και τα θαυμάσια της βιολιά σε μια θαλερή και ανοιχτόκαρδη ανάγνωση στο κονσέρτο του Μότσαρτ, η οποία μπόρεσε και αποτύπωσε ενώπιόν μας τη νεανική δροσιά, το κέφι και την ανοιξιάτικη εξωστρέφεια που διακρίνουν το έργο. Ήταν μια φανταστική εκτέλεση και εκτίμησα μάλιστα στη διάρκειά της την εμφανή «χημεία» που είχε ο Καβάκος με τους Γάλλους συνοδοιπόρους του.
Στη συνέχεια ακούσαμε κάτι που δεν παίζεται συχνά: το "Berceuse Elegiaque" του Φερούτσιο Μπουζόνι, έργο με σαφώς διαφορετική διάθεση –ήσυχο, ενδοσκοπικό, με πιο «υπόγεια» ροή, όπου τα πάντα σχεδόν κρίνονται από την ατμόσφαιρα. Ο χαρακτήρας αυτός αποδόθηκε στο ακέραιο από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, κάτι που δημιούργησε και την απαραίτητη «γέφυρα» και στις δικές μας διαθέσεις, ώστε να περάσουμε στο τρίτο και τελευταίο κομμάτι της συναυλίας, τις περίφημες "Εικόνες από μία Έκθεση" του Μοντέστ Μουσόργκσκι.
Ο Καβάκος και οι συνεργάτες του μας παρουσίασαν φυσικά το τελευταίο στην ενορχήστρωση του Μωρίς Ραβέλ (το πρωτότυπο έργο είναι γραμμένο για πιάνο), κάτι που απαίτησε την επί σκηνής παράταξη του πλήρους ανθρώπινου δυναμικού της γαλλικής φιλαρμονικής. Ταυτόχρονα, όμως, ξεδιπλώθηκε και η συνολική της δυναμική, καθώς –υπό τη ζωηρή μπαγκέτα του Καβάκου– αποδόθηκαν με ενάργεια όλες οι κινήσεις της σουίτας: τόσο εκείνες που ως αίσθηση συνδέονταν με τον χαρακτήρα του "Berceuse Elegiaque", όσο και τα βροντερά ρομαντικά κρεσέντο του Μουσόργκσκι με την εθνική «γεύση» από τα folk άσματα της πατρίδας του Ρωσίας.
Ακόμα και μια τόσο δυναμική performance, ωστόσο, δεν μπόρεσε να σβήσει εν τέλει από τη μνήμη τη λεπτή φινέτσα του Μότσαρτ. Και τώρα μάλιστα που, με κάποια απόσταση πλέον, γράφω τούτες τις γραμμές, αυτή την εικόνα έχω έντονα αποτυπωμένη στο μυαλό μου: τον Καβάκο να στέκει έμπροσθεν της Φιλαρμονικής της Γαλλικής Ραδιοφωνίας παίζοντας βιολί και διευθύνοντάς τη σε μοτσάρτεια μονοπάτια.
{youtube}CWGn2CKxJAw{/youtube}