Ένας περιπλανώμενος θίασος πειραματιστών και αυτοσχεδιαστών· κάπως έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί αυτό το φεστιβάλ, το οποίο έχει γυρίσει μεγάλο μέρος της Ευρώπης και έφτασε για την τελευταία του (τετραήμερη) παράσταση στα μέρη μας, στον όμορφο και φιλόξενο χώρο του Κέντρου Ελέγχου Τηλεοράσεων στην Κυψέλη. Αξίζει να αναφερθεί ότι το MultiDOM ξεκίνησε στο Kreuzberg του Βερολίνου, κατά δήλωσή του ως «guerilla action» και λειτουργεί στη βάση της αυτοοργάνωσης, με είσοδο με τη μορφή ελεύθερης συνεισφοράς (ενδεικτική τιμή τα 3€).
Είχε λοιπόν το ενδιαφέρον της η βραδιά της Πέμπτης, με τα αρκετά και διαφορετικά μεταξύ τους acts. Όλα είχαν σαν κοινή βάση τον αυτοσχεδιασμό, αλλά οι ομοιότητές τους μάλλον σταματούσαν εκεί. Ένα σημείο που μου έκανε εντύπωση ήταν η μικρή διάρκεια των σετ, τα περισσότερα από τα οποία δεν ξεπερνούσαν τα 10 με 15 λεπτά. Θα λέγαμε καθ’ υπερβολή ότι το στήσιμο του εξοπλισμού για το κάθε σετ διαρκούσε περισσότερο απ’ το ίδιο.
Η αρχή έγινε στις 8:30 με ένα τρίο από την Τουρκία, τους Utku Tavil (τύμπανα), Cagri Erdem (κιθάρα) & Gorkem Arikan (ηλεκτρονικά), οι οποίοι μας πήραν απ’ τα μούτρα με τις εκκωφαντικές τους εντάσεις. Η μουσική τους ήταν επιθετική, θορυβώδης και σχεδόν βίαιη· μια «αντι-μουσική» αν προτιμάτε, όπου «τυπικές» αξίες όπως η αρμονία ή η μελωδία δεν είχαν καμία θέση. Μόνο σ’ ένα σημείο, στην αρχή της δεύτερης –και τελευταίας– σύνθεσης έριξαν λιγάκι τις εντάσεις, αλλά και πάλι μη φανταστείτε ότι έπιασαν τίποτα άριες. Η αφοσίωσή τους στον αγνό θόρυβο ήταν απόλυτη και υπό αυτή την έννοια μου έφεραν κατά νου ηχοτρομοκράτες σαν τους Borbetomagus. Στην περίπτωσή τους, μάλιστα, η μικρή διάρκεια του σετ ήταν ό,τι έπρεπε, γιατί ενέτεινε την έντασή του. Σίγουρα μία από τις εκπλήξεις της βραδιάς.
Ένα διάλειμμα ήταν κατόπιν απαραίτητο για να επανέλθουν τα αυτιά μας στη θέση τους. Σειρά πήρε αμέσως έπειτα η ελληνοϊταλική συνεργασία του Γιώργου Μαλεφάκη (τσέλο) με τον Dario Fariello (σαξόφωνο). Εδώ τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά, με την έμφαση να μετατίθεται στην αντίθεση του τσέλου με το τραχύ σαξόφωνο. Μια αντίθεση που, σε γενικές γραμμές, λειτούργησε και σίγουρα δεν αστόχησε κάπου χτυπητά· απ’ την άλλη, δεν είχε και πολλά για να εντυπωσιάσει. Ίσως αδικήθηκαν λιγάκι παίζοντας μετά τη θύελλα των Tavil/Erdem/Arikan, ίσως πάλι ορισμένοι δρόμοι (κυρίως του Fariello) να ήταν όντως λιγάκι τετριμμένοι.
Στη συνέχεια μας περίμενε ένα περίεργο πρότζεκτ από τη Δανία, τιτλοφορούμενο 10000V. Στη σκηνή, τέσσερα πεταλάκια παραμορφώσεων αντιδιαμετρικά τοποθετημένα, κι ένα φως που αναβόσβηνε· από κάτω, μια νεαρή γυναίκα, όρθια και ακούνητη, ζωσμένη με ένα ακόμα πεταλάκι· πίσω της ένας άνδρας, «φορούσε» κι εκείνος άλλη μία εστία παραμόρφωσης, καθώς κι ένα μικρό πιατίνι. Μια μονωτική ταινία δεμένη στους δύο λαιμούς ήταν αυτό που ένωνε την κίνησή τους. Οι παραμορφωμένες κραυγές τους, η εικονική πάλη των σωμάτων και το φως που αναβόσβηνε μονότονα, έκαναν την όλη performance να μοιάζει με θρίλερ. Είχε τη δική της βία και τη δική της ένταση· νομίζω όμως ότι σε ορισμένα της σημεία περνούσε το όριο του βερμπαλισμού.
Και το επόμενο act είχε όμως στοιχεία performance. Μια δεύτερη ελληνοϊταλική συνεργασία, ο Γιάννης Κοτσώνης μαζί με τον Paolo Gaiba-Riva και, στην εμπροσθοφυλακή, ο Ιάπωνας Michiyasu Furutani (κίνηση). Τα ηλεκτρονικά έπαιζαν με λεκτικές φράσεις ειπωμένες σε καθωσπρέπει αγγλικά του Κέιμπριτζ, τις οποίες έλουζαν με θόρυβο και τις άφηναν να αναπνεύσουν για τις ξαναπνίξουν αργότερα στον χείμαρρο των συχνοτήτων τους· μπροστά, ο Furutani πότε έβαζε τον εν λόγω χείμαρρο στο σώμα του, πότε σκαρφάλωνε σε μια σωλήνα στον τοίχο, πότε απλώς τριγυρνούσε παρωδώντας τις φράσεις που ακούγονταν. Αρκετά ενδιαφέρον και αυτό το τέταρτο.
Λίγο αργότερα, πίσω από τα ντραμς έκατσε η Γερμανίδα Teresa Riemann. Έπαιζε τύμπανα χωρίς ειρμό, ενώ παράλληλα τραγουδούσε έναν σκοπό που δεν καταλαβαίναμε (αδύνατο να γίνει καταληπτός μέσα στον θόρυβο από τα τύμπανα). Ίσως να φταίω εγώ που δεν εννόησα καλώς, πάντως αυτό το… εντέχνως άτεχνο το οποίο μας παρουσίασε μου φάνηκε αρκετά κουραστικό.
Ευτυχώς η βραδιά συνεχίστηκε, για να ολοκληρωθεί με το ντουέτο της Έλενας Κακαλιάγκου (γαλλικό κόρνο) και του Αντώνη Σταυρινού (τρομπέτες). Οι δυο τους είχαν έναν ιδιαίτερα γόνιμο διάλογο, με ορισμένα πολύ όμορφα παιξίματα, κυρίως με μία διαρκή και δυναμική –δηλαδή μη στατική– διάδραση. Οι γραμμές του κόρνου διαπλέκονταν θαυμάσια με αυτές της τρομπέτας: πότε συμπλήρωναν η μία την άλλη, πότε «διαφωνούσαν» και απομακρύνονταν, πότε «συμφωνούσαν» και συνέπιπταν. Χειρίστηκαν, επίσης, εξαιρετικά τη διαφορετικότητα των χροιών των δύο οργάνων, με την Κακαλιάγκου ειδικά να εκμεταλλεύεται στο έπακρο το φάσμα του κόρνου της.
{youtube}AnhDkg62ReM{/youtube}