Όταν με ρωτάνε για τις καλύτερες συναυλίες που έχω δει, αυθόρμητα λέω ότι (σε κλειστό χώρο) είναι οι Machine Head, το 2004 στο Gagarin –την εμφάνισή τους στο Rockwave 2012 τη θεωρώ ως μη γενόμενη, καθώς είχαν παίξει για περίπου 1 ώρα μόνο. Περίμενα λοιπόν με μεγάλη ανυπομονησία το φετινό τους αθηναϊκό live, το οποίο ήταν αρχικά να γίνει στο Gazi Music Hall, μετά στο Κτίριο 56 του Ελληνικού Κόσμου και τελικά διεξήχθη στο Βοτανικός Live Stage. Το μότο της βραδιάς έλεγε «δεν θα υπάρξουν opening acts, καθώς οι Machine Head θα παίξουν μια setlist που θα διαρκέσει 2,5 ώρες!». Ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο συγκρότημα είναι βέβαια το οποίο θα παίξει δυόμιση ώρες επί σκηνής, είναι όμως αλήθεια ότι αρκετά νεότερα γκρουπ (ονόματα δεν λέμε, σπίτια δεν κλείνουμε) θεωρούν ότι 90 λεπτά είναι υπεραρκετά· οπότε οι 2,5 ώρες φάνταζαν ως επιπλέον δέλεαρ για τους fans.
Φτάνοντας, πίστευα ότι θα έβρισκα τον Βοτανικό στα όρια του sold-out. Αλλά δεν ήταν έτσι τα πράγματα: κόσμο αρκετό είχε, αλλά έχω δει και περισσότερο στον ίδιο χώρο. Και είναι κρίμα για τέτοιου μεγέθους συγκροτήματα, γιατί ίσως στο μέλλον να μην έχουμε την ευκαιρία να τα βλέπουμε συχνά...
Δίχως καμιά καθυστέρηση, ακριβώς στις 21:30, οι Machine Head ξεκίνησαν με το “Imperium” και αμέσως ένιωθες ότι επρόκειτο να ζήσεις μια καταιγιστική συναυλιακή εμπειρία. Ήχος πεντακάθαρος, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω καθώς άλλαξα 2-3 φορές θέση για να βλέπω (καταλήγοντας τελικά στον εξώστη): άκουγα τα πάντα –σόλο, αρμονικές, μπάσο, δισολίες, ντραμς– σε οποιοδήποτε σημείο κι αν στεκόμουν. Την εποχή που είχε βγει το The Burning Red (1999) οι Αμερικανοί είχαν φάει αρκετό κράξιμο για τη στροφή προς το nu metal, όμως το χοροπηδητό που ρίξαμε στα “From This Day” και “The Blood, The Sweat, The Tears” δεν είχε προηγούμενο! Όσο μάλιστα πέρναγε η ώρα, τόσο ο κόσμος όσο και το συγκρότημα ζεσταινόμασταν ακόμα περισσότερο (μεταφορικά, μα και ...κυριολεκτικά!), με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό των θεατών να βγάλει τις μπλούζες, κάτι που δεν το είδαμε ούτε στα καλοκαιρινά φεστιβάλ.
Ο Robb Flynn, τώρα, είναι γνωστός φαφλατάς: συνήθως, εάν ανοίξει το στόμα του, δεν σταματάει εύκολα. Παραδόξως λοιπόν για τα δεδομένα του, στον Βοτανικό είπε λίγα και ουσιαστικά πράγματα –όπως ότι θα μπορούσαμε να ήμασταν κάπου και να ακούγαμε τα τραγούδια σε CD, αλλά προτιμήσαμε να έρθουμε στο live. Μας είπε επίσης μια μικρή ιστορία από το Rockwave 2012, όταν αντιμετώπισαν θέμα με τον μουσικό τους εξοπλισμό, αλλά αυτό που τα «είπε» τελικά όλα ήταν το βλέμμα του στο sing-along του “Darkness Within”. Πραγματικά, του έκανε εντύπωση που δεν σταματήσαμε στιγμή να τραγουδάμε.
Στο “Davidian” δοκιμάσαμε τα όρια του Βοτανικού. Κι ευτυχώς άντεξε, αν και πρέπει οι φωνές μας να έφταναν μέχρι το Γκάζι. Το “Aesthetics Of Hate” είναι από τα καλύτερα Machine Head τραγούδια και το ότι είναι γραμμένο για τον Dimebag Darrell το κάνει ακόμα πιο ιδιαίτερο. Αλλά καλύτερό του σημείο αποδείχθηκε η κιθαριστική «μονομαχία» του Robb Flynn με τον Phil Demmel, την οποία ήταν απόλαυση να βλέπεις ζωντανά. Η συναυλία είχε περάσει πλέον τις 2 ώρες, αλλά είπαμε: εάν δεν έφτανε στις 2,5, δεν θα τελείωνε! Ήθελα κι εγώ ν' ακούσω το “Old”. Το παίζουν στα περισσότερα live τους, όμως προτίμησαν να πουν το “Supercharger” και μετά το “Halo”, με το οποίο και ολοκληρώθηκε η εμφάνισή τους. Για το τέλος κάθισαν κανένα δεκάλεπτο για να μοιράσουν πένες, μπαγκέτες και όλα τα σχετικά, υπενθυμίζοντάς μας παράλληλα ότι «we, are Machine fuckin’ Head».
Η καύλα της πρώτης φοράς δεν ξεχνιέται με τίποτα και δεν νομίζω ότι θα ξεπεραστεί. Για όσους πάντως είδαν τους Αμερικανούς φέτος για πρώτη φορά, θα τη θυμούνται πιστεύω τη συναυλία για πάντα. Και, σαν κερασάκι στην τούρτα, θα θυμούνται και τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα, αναγκάζοντας τον κόσμο να κάνει ...καταδρομικές για να περάσει απέναντι στον δρόμο! Μια βραδιά που κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει.
{youtube}VOZKbdliigw{/youtube}