Το ελληνικό κοινό ανταποκρίθηκε για μία ακόμα φορά στο κάλεσμα των Βρετανών κι εκείνοι ανταπέδωσαν με γερές, κεφάτες συναυλίες. Ενθουσιασμένος έφυγε από το Fix Factory Of Sound της Θεσσαλονίκης ο εκεί συντάκτης μας, λίαν ικανοποιημένος δηλώνει και ο ανταποκριτής μας στο Fuzz από το «μπλαζέ, αποστασιοποιημένα λονδρέζικο και σοφιστικέ στυλιζάρισμα» της πολυμελούς μπάντας...
Θεσσαλονίκη (24/10)
του Στέργιου Κοράνα
Παρά την ξαφνική κακοκαιρία, το βράδυ της Παρασκευής βρήκε το Fix Factory Of Sound γεμάτο για τη συναυλία των Cinematic Orchestra, οι οποίοι ήρθαν, έπαιξαν και μας έδειξαν για άλλη μία φορά για ποιον λόγο θεωρούνται ως το πρώτο όνομα της Ninja Tune.
Το ξεκίνημά μας άργησε μεν ένα μισάωρο, όμως είμαστε συνηθισμένοι: ούτε καν πταίσμα δεν θεωρείται πλέον κάτι τέτοιο. Έτσι, κατά τις 10 βγήκε μόνος του ο Jason Swinscoe για το περίπου μίας ώρας DJ σετ που είχε ανακοινωθεί πως θα προηγούταν της συναυλίας. Ήταν μεν μακριά από τα δικά μου ακούσματα, αλλά σαν σετ αποδείχθηκε αρτιότατο, με προσεγμένες αλλαγές και με την ικανότητα να χτίζει σταδιακά τη διάθεση.
Ρίχνοντας μια ματιά πίσω, μιας και είχα βρεθεί στην εντελώς πρώτη σειρά, παρατήρησα ότι πλέον το Fix είχε γεμίσει τελείως. Όχι μεν τόσο ασφυκτικά ώστε να ανοίξουν και το πατάρι, με δεδομένα όμως την τιμή του εισιτηρίου και την καταρρακτώδη βροχή, το θεώρησα ως θαύμα.
Κάπου στις 11 υποδεχτήκαμε και τους υπόλοιπους Cinematic Orchestra, οι οποίοι ξεκίνησαν τη συναυλία με το “Lessons”, ένα κομμάτι από την επερχόμενη δουλειά τους. Οκταμελής η μπάντα, πλήρης από οργανοπαίκτες ικανούς να καλύψουν σχεδόν τα πάντα. Κι όντως, παρουσίασαν ένα σετ αρκετά μοιρασμένο στη δισκογραφία τους, με εξαίρεση το ντεμπούτο τους Motion (1999), από το οποίο έπαιξαν μόνο ένα κομμάτι. Αλλά θα επεκταθούμε εκεί αργότερα.
Η προσθήκη της τραγουδίστριας αποδείχτηκε πολύ καλή: παρά την υπερπροσπάθεια την οποία εντόπισα από μέρους της, το είχε φωνητικά –φαίνεται όμως πως έλειπε κάπου η αυτοπεποίθηση. Από μια άποψη, βέβαια, είναι και λογικό, μιας και κλήθηκε να πει τα κομμάτια που στους δίσκους είχε ερμηνεύσει η Fontella Bass. Είναι ένα αρκετά δύσκολο κενό για να καλύψει κάποιος.
Οι υπόλοιποι Cinematic Orchestra έπαιξαν υποδειγματικά, χωρίς λάθη, συγχρονισμένοι σαν ρολόγια ακριβείας. Αυτό οφείλεται φυσικά στον Jason Swinscoe, ο οποίος μπορεί να καθόταν στο πλάι, χωρίς να φαίνεται πολύ, έβλεπες όμως ότι κατά διαστήματα όλοι έριχναν ματιές προς τα εκεί, για να συνεννοηθούν μαζί του. Το δε κορυφαίο το είδαμε στις περιπτώσεις που αυτοσχεδίαζαν, καθώς επικοινωνούσαν μεταξύ τους και με τον Swinscoe με τα μάτια κι εκείνος έβγαζε πλάνο επιτόπου, ανάλογα με την κρίση του! Πραγματικός ηγέτης λοιπόν, δεν άφησε τίποτα στον αέρα. Ένα επιπλέον στοιχείο που μου άρεσε πάρα πολύ, ήταν η διάθεση όλων των μελών. Έβλεπες δηλαδή τα χαμόγελά τους και γενικότερα το ύφος τους επί σκηνής· πραγματικά πιστεύω ότι το χαίρονταν πολύ περισσότερο από εμάς.
Το βασικό σετ το έκλεισαν με το “Man With A Movie Camera”, το οποίο φυσικά και τράβηξαν λίγο παραπάνω από το κανονικό. Είχαν πιάσει πλέον κάπου 1 ώρα και 45 λεπτά κι έλεγα ότι, ακόμα κι έτσι, θα έφευγα ικανοποιημένος. Κι όμως, μας επιφύλαξαν ένα encore άνευ προηγουμένου!
Ξεκίνησαν να παίζουν το “To Build A Home” λίγο παραλλαγμένο, με μόνο φωνή και κιθάρα. Την κατάλληλη στιγμή ανεβηκαν και οι υπόλοιποι και συνέχισαν το κομμάτι μέχρι την ολοκλήρωσή του. Μετά, πήρε σειρά το “Ode To The Big Sea”, το μοναδικό κομμάτι που έπαιξαν από το Motion, που κατά τη γνώμη μου στάθηκε και η καλύτερη στιγμή της βραδιάς. Από ένα σημείο και πέρα, όμως, οι Cinematic Orchestra λες και ξέχασαν ότι υπάρχει κόσμος κι άρχισαν να κάνουν κυριολεκτικά ό,τι θέλουν! Ουσιαστικά το γύρισαν σε ένα τζαμάρισμα, από ένα σημείο μάλιστα και πέρα «μαζεύτηκαν» κιόλας, προκειμένου να κλείσουν το κομμάτι. Αυτή ακριβώς είναι, κατά την άποψή μου, η πεμπτουσία μιας συναυλίας: να κάνεις πράγματα που δεν θα τ' ακούσει ποτέ κανείς σε κάποιον δίσκο. Τέλος, ο Swinscoe είπε ότι μιας και υπάρχει λίγος χρόνος ακόμα, θα μας δώσουν ένα επιπλέον τραγούδι κι έτσι έκλεισαν τη βραδιά με το “All That You Give”, το πρώτο κομμάτι από το Every Day του 2002. Συνολικά, η συναυλία κράτησε 2 ώρες κι ένα τέταρτο.
Παρά λοιπόν την κακοκαιρία που μας ταλαιπώρησε και παρά το σχετικά ακριβό εισιτήριο, είδαμε μια υποδειγματική συναυλία –και με χορταστική διάρκεια. Μέχρι στιγμής ό,τι καλύτερο είδα το 2014, μαζί με τους Clutch· συμπτωματικά και τα δύο στο Fix.
Αθήνα (25/10)
του Ανδρέα Κύρκου
Διαθέτουν γοητεία και φινέτσα στις ηχογραφήσεις τους οι Cinematic Orchestra. Έχουν άλλωστε υπογράψει μερικά από τα ιδανικότερα μουσικά χαλιά για στοχαστικές, νηφάλιες ταβανοθεραπείες. Επί αθηναίικης σκηνής, τους απολαύσαμε στην υπηρεσία της 15ετούς φήμη τους, σαν εστέτ σύνολο που μπλέκει την ατμοσφαιρική nu jazz, το ορχηστρικό trip hop και το «αστικό» fusion.
Στο κατάμεστο Fuzz, τα 8 μέλη της μπάντας βρέθηκαν σε φόρμα και απέδειξαν ότι είναι μαέστροι της ατμοσφαιρικότητας. Οι Cinematic Orchestra εκτέλεσαν με επαγγελματική συνέπεια και θέρμη 11 παλιά και νέα κομμάτια, τα οποία φρόντισαν να «απλώσουν» όσο το δυνατόν περισσότερο σε χρόνους. Η μοντέρνα jazzy προσέγγισή τους σε φιλόδοξες συνθέσεις, υποστηρίζονταν από λυγερόκορμο σαξόφωνο, από εκρηκτικό peprcussion, από χαϊδευτικές κιθάρες και από επιμελώς παλιομοδίτικα πλήκτρα, τα οποία πιθανότατα να μην έχουν παρεμβατική σημασία πλέον, αλλά διατηρούν το πολυκαιρισμένο φόντο, που αποτελεί τον «κινηματογραφικό» τους ήχο.
Κατά τη γνώμη μου, η μουσική των Cinematic δεν είναι από εκείνες που σφραγίζουν εποχές ή που αναποδογυρίζουν κατεστημένα. Όμως το δέλεαρ για να τους δούμε ζωντανά, σε μια περίοδο που βρίσκονται πολύ μακριά από τα φώτα και τις επάλξεις της επικαιρότητας, είναι ακριβώς για να διαπιστώσουμε πώς λειτουργεί σε συναυλιακό τερέν αυτή η υπερβατική αίσθηση των συνθέσεών τους. Η οποία βγάζει πλοκάμια στον χώρο και καταφέρνει να κεντρίσει τους νευρώνες του εγκεφάλου, έστω για μια γενιά που τώρα επανδρώνεται σε instrumental ονειρόκοσμους.
Πάντως, από το εναρκτήριο "Lessons" μέχρι το "Man With A Movie Camera", το κοινό έδειξε απόλυτα ικανοποιημένο με την εμφάνιση, ενώ έδειξε και σιωπηλό ενδιαφέρον στις αυτοσχεδιαστικές jazzy λούπες (που έγιναν χωρίς περιττές επιδειξιμανίες) και στις ελευθεριάζουσες εφαρμογές της ήπιας electronica, οι οποίες περισσότερο μούδιαζαν, παρά αναζωογόνησαν τις αισθήσεις. Καθόλου ασήμαντη κατάκτηση η τελευταία.
Γενικό συμπέρασμα της ενδιαφέρουσας βραδιάς είναι πως, χάρη στο μπλαζέ, αποστασιοποιημένα λονδρέζικο και σοφιστικέ στυλιζάρισμά της, η πολυμελής μπάντα –αντί για μια στυγνή επίδειξη βιρτουοζιτέ και αντί κάποιας γενικόλογης φιοριτούρας σε multimedia υπερβολή– παρέδωσε μια setlist μεστή, με ωραίες κορυφώσεις, μα και μερικές υπέρκομψες τραγουδιστικές, «σικέ» soul περιπέτειες· που, παρά τις καλές τους προσθέσεις, έκαναν πολλές φάτσες να φωτίζονται στο σκοτάδι από το φως των smatrtphone τους. Κάπου θα είχαν κι ένα τρωτό σημείο. Κανένα πρόβλημα. Άλλωστε δεν είναι τα πετυχημένα λάιβ που μας λείπουν περισσότερο, αλλά τα πολιτισμένα.
{youtube}SJroY6i_htg{/youtube}