Βραδιά πολυσυλλεκτική την Παρασκευή, με ενδιαφέρον τόσο για εκείνους που στη δεκαετία του 1980 έλιωναν με την τρελοπερσόνα της Lydia Lunch –η οποία, πριν πολλά-πολλά χρόνια είχε προσγειώσει μια Fender Stratocaster στο κεφάλι ορεξάτου Αθηναίου θεατή– όσο και για τους πιστούς των πρωτοποριακών Gallon Drunk, με επίσης παρόντα τον (πολιτογραφήμενο Αθηναίο πια) Bleine Reininger των Tuxedomoon. Και με άλλο τόσο ενδιαφέρον, φυσικά, για όσους ήρθαν στο Gagarin μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν κατά πόσο έχει επηρεάσει η ιαπωνική κουλτούρα τον Momus, έχοντας όμως, εκ των πραγμάτων, το μυαλό τους συντονισμένο κάπου στην εποχή που έκανε αίσθηση με δίσκους όπως το Tender Pervert και το Circus Maximus…

Momus του Νίκου Σβέρκου

Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τη μουσική ως ένα μονομανές εκφραστικό κομμάτι του εαυτού τους και επιλέγουν και να βλέπουν, και να μυρίζουν, και να πλάθουν. Ο Momus είναι ένας από αυτούς και τούτο το γεγονός του προσδίδει, ανεξαρτήτως γούστου, εγκεφαλικό κύρος. Πόσο μάλλον όταν στο παρελθόν έχει κατασκευάσει αυθόρμητα και τρομερά δυνατά έργα. Στη σκηνή του Gagarin ανέβηκε πρώτος και μόνος. Μια συσκευή αναπαραγωγής ήχων και μελωδιών με αλγοριθμικό ρυθμό έπαιζε τα ηλεκτροκίνητα μοτίβα της παράστασής του κι εκείνος, με θεατρικότητα και όχι με θεατρινισμούς, τραγουδούσε τις αυτοαναφορικές ιστορίες του. Η παραμονή του στην Ιαπωνία έχει επηρεάσει τη μορφολογία της έκφρασής του, πράγμα το οποίο ή θα το λατρέψεις ή θα το μισήσεις. Μέση οδός δεν υπάρχει σε αυτό βάσει της Δυτικής λογικής που επιβάλλει τον μανιχαϊσμό. Επιτρέψτε βεβαίως στον γράφοντα να διαλέξει πλευρά με πλήρη επίγνωση των συνθηκών. Το σετ του Momus δεν έπεισε, ακριβώς επειδή έθεσε σε αμφισβήτηση το παρελθόν του και το έργο του (βαρύγδουπη λέξη, σίγουρα θα τη σιχαίνεται ο Σκωτσέζος). Με άλλα λόγια, ο Momus είναι ακραία συναισθηματικός στον πυρήνα του μυαλού του, ο μεταμοντερνισμός του είναι ωστόσο δημιουργικός και όχι αρνητικός –και αρκετοί μείναμε έτσι με μια απορία. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αυτό ήθελε κι ο «καλλιτέχνης»…

Big Sexy Noise της Κάλλιας Κακαλέτρη

Μετά τον Momus, θεωρητικά σειρά είχε ο Bleine Reininger. Κάποια χωροχρονική δυσλειτουργία, παρολ’ αυτά, επέβαλε μεταβολή στη σειρά εμφάνισης, γεγονός που έγινε αντιληπτό όταν, αντί για εκείνον, εμφανίστηκε επί σκηνής ο Terry Edwards και το σαξόφωνό του. Οι Big Sexy Noise –το από κοινού πρότζεκτ της Lydia Lunch με τους Gallon Drunk– δεν είχε ως τώρα τύχει να χτυπήσουν τους ελληνικούς συναυλιακούς χώρους, παρότι δεν πάνε μόλις λίγοι μήνες που η παρέα του James Johnston ταρακουνήσε για τα καλά το An Club. Γερά υποψιασμένοι λοιπόν ότι οι Gallon Drunk θυμούνται πολύ καλά πώς γίνεται η δουλειά και με την ελπίδα ότι η Lydia Lunch δεν έχει «μπατάρει» με τα χρόνια, όλες οι προσδοκίες περιστρέφονταν γύρω από κάτι με πολύ έντονη δυναμική.

Όπως συμβαίνει σε αρκετές αντίστοιχες περιπτώσεις όπου παλιές μουσικές φιλίες (και λυκοφιλίες) αναβιώνουν και συνασπίζονται υπό μία κοινή σκέπη, το συνδυαστικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να «βαραίνει» πολύ, να είναι αταίριαστο ή να δηλώνει εξ’ αποστάσεως πως αφορά καιροσκοπισμό ή δουλειά του ποδαριού. Εν τέλει, στο ζουμί του, το κράμα της Lydia Lunch και των Gallon Drunk έδινε την εντύπωση μιας σαφούς αναμέτρησης δυνάμεων που, στην ουσία της, οριζόταν ως μία συνολική εκτελεστική συγκυρία η οποία απογείωνε στο έπακρο την ερμηνεία του καθενός ξεχωριστά. Μια αναμέτρηση δυνάμεων υγιής, ένας ελεύθερος ανταγωνισμός εκ των πραγμάτων αναδυόμενος, όπου παλιότερες «μεγάλες δυνάμεις» συνυπάρχουν στο πλαίσιο κάποιου ενοποιημένου σχήματος.

Σκιαγραφημένη έτσι σαν ένα παιχνίδι δράσης και αντίδρασης κατέληγε η κάθε στιγμή, με τα ασήκωτα φωνητικά της Lydia Lunch άλλοτε να δίνουν πάσες στα ασυμμάζευτα μα στυλιζαρισμένα τύμπανα του Ian White και άλλοτε στις έξτρα διαολεμένες κιθάρες του James Johnston. Από την άλλη, ο Terry Edwards των Big Sexy Noise κινείται αρκετά διαφορετικά από εκείνον των Gallon Drunk: δεν δέχεται απλές πάσες από τη Lunch. Βρίσκεται εκεί αφενός για να τη σιγοντάρει σε μια ενδεχόμενη θέση άτυπου δεύτερου frontman, πρωτίστως όμως για να κεντράρει και να προσανατολίσει τον ήχο του σχήματος σε εκείνη την πιο art πλευρά της ιστορίας, που υπερσκελίζει χαλαρά τα stoner στίγματα –είτε κάτι τέτοιο έχει να κάνει με τις κομψευόμενες επιθέσεις του στο ηλεκτρικό όργανο, είτε με την κυριολεκτική και μεταφορική εμφύσηση swamp και jazzabilly στιγμών μέσω της σαξοφωνικής συνδρομής του.

Οι Big Sexy Noise έχουν λοιπόν συναίσθηση, ο θόρυβός τους είναι όντως πολύς και σεξουαλικός. Δεν θα μπορούσε εξάλλου να γίνει αλλιώς με τη Lydia Lunch να φλερτάρει με τον πολυδιάστατο ήχο τους και να κάνει παιχνίδι, εκτοξεύοντας ανάστροφες σεξιστικές ατάκες, απειλές και σπόντες.

Το αντλούμενο υλικό από τον κοινό ομότιτλο δίσκο τους δεν ήταν, ούτως ή άλλως, ποσοτικά αρκετό ώστε να τροφοδοτήσει ένα ιδιαίτερα μακρόσυρτο σετ. Στοιχείο αδιάφορο παρολ’ αυτά, μιας και το τελευταίο υπήρξε υπέρ-αποδοτικό σε δυναμικότητα. Μια διασκευή στο “Kill Your Sons” του Lou Reed για το τέλος και η κεντρική (μεθύστερη) σκέψη δεν μπορούσε παρά να αφορά στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη διάδραση στάθηκε τόσο εύστοχη, ώστε μάλλον θα έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα.

Blaine Reininger του Νίκου Σβέρκου



Φαινόταν απολύτως λογικό ότι σε μια τέτοια βραδιά θα κατείχε χώρο στο πρόγραμμα και ο Blaine Reininger, καθώς το επέβαλλε η αισθητική αντιστοιχία των εμφανιζομένων καλλιτεχνών. Ο Reininger με την ποικιλόμορφη καριέρα του ήταν λοιπόν εκεί για να λειτουργήσει σαν γέφυρα ανάμεσα στον –με την καλή έννοια– ανώμαλο ψυχισμό του Momus και στα τρελαμένα, αισθησιακά ξεσπάσματα των Big Sexy Noise. Αλλά, προς έκπληξη των παρευρισκομένων, ανέβηκε στη σκηνή τελευταίος και με λίγα όργανα (στο βιολί και στην κιθάρα βρισκόταν, συνεπέστατος, ο ίδιος, ενώ μια έτερη κιθάρα είχε αναλάβει ο σεμνός Τηλέμαχος Μούσας) προκειμένου να ερμηνεύσει, απογυμνωμένα, ορισμένα από τα πιο σημαδιακά κομμάτια της ομολογουμένως μεγάλης πορείας του. Μπορεί ορισμένους να τους ξένισε μια τέτοια προσέγγιση, καθώς εδώ και χρόνια ο Reininger ακολουθεί –όχι δομικά– το αντίθετο της πεπατημένης. Αλλά το “Jinx” και το “In A Manner Of Speaking” είναι πολύ ωραία όπως και να παρουσιαστούν, λόγω των όμορφων μουσικών θεμάτων τους, το “Broken Fingers” απέδειξε ότι το post punk του No Tears ήταν ένα εκφραστικό μέσο το οποίο χρησιμοποιήθηκε τον καιρό που έπρεπε, ενώ η φωνή του, με τις απαραίτητες αλλαγές της, θύμισε μεγαλεία που μπορεί χρονικά να έχουν περάσει, μα ουσιαστικά είναι ακόμα τρομερά δυνατά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured