Ακριβώς τέσσερα χρόνια και δύο μήνες πριν, η συναυλία των Fall στο Club 22 γράφτηκε με τα μελανότερα (που λέει ο λόγος...) των γραμμάτων στις συναυλιακές συνειδήσεις των περισσοτέρων που έφυγαν κακήν κακώς από το venue, μετά από την παραληρηματικά ζοχαδιασμένη συμπεριφορά του Mark E. Smith. Κάποιοι έκλαιγαν τα λεφτά τους, κάποιοι άλλοι εκτονώθηκαν μπινελικώνοντας αγρίως τον στριμμένο Βρετανό, ενώ υπήρχαν κι εκείνοι που έχοντας γνώση του τι εστί «Mark E. Smith on stage» πήραν -δίχως πολύ άδικο- αυτό ακριβώς που περίμεναν.
Έχοντας τα παραπάνω ως δεδομένα, το ότι το Gagarin την Παρασκευή που μας πέρασε ήταν σχεδόν γεμάτο θα μπορούσε να θεωρηθεί απορίας άξιον, αν δεν ήταν γνωστό τοις πάσοι το ιδιαίτερο συναυλιακό προφίλ του εν Ελλάδι ακροατηρίου, με τα κακά κι εν προκειμένω με τα καλά κολλήματά του.
Για τους Victory Collapse που άνοιξαν τη βραδιά έχω γράψει εγκωμιαστικά σχόλια στο παρελθόν. Και δε σκοπεύω κάνω κάτι άλλο πέρα από αυτό και τώρα. Δεμένοι σαν τον πιο καλοδουλεμένο προσκοπικό κόμπο, παρουσίασαν παλιό και φρέσκο υλικό ακριβώς στη βραδιά που φαντάζομαι τα παιδιά θα ονειρεύονταν από την πρώτη στιγμή που έπιασαν όργανα στα χέρια τους. Το ότι κάποιοι μπαίνοντας στο χώρο λίγο αφού είχαν ξεκινήσει αναρωτιόντουσαν «αν είχαν ξεκινήσει οι Fall?!» μόνο ως κοπλιμέντο για τους Victory μπορεί να θεωρηθεί. Και στην περίπτωσή τους τους αξίζει ολοκληρωτικά. Ο ήχος τους, ελέω υποδειγματικού soundcheck φαντάζομαι, ήταν εξαιρετικός, το στριφνό και κοφτερό παίξιμό τους ήταν απόλυτα ανταποκρινόμενο στις post-punk μονομανίες τους, και η σκηνική τους παρουσία ήταν τόσο λακωνική όσο θα περίμενε κανείς από μία μπάντα που προσπαθεί επιμελώς να χτίσει ένα συγκεκριμένο attitude. Και αργά αλλά σταθερά τα καταφέρνουν περίφημα.
Μετά ήταν που άρχισαν τα στοιχήματα. «Θα παίξει πάνω από είκοσι λεπτά;», «πόσες φορές θα κλείσει τον ενισχυτή της κιθάρας;», «λέτε να μας πετάξει και καμιά ροχάλα;» και άλλα τινά ακούγονταν στα πέριξ των bars.
Κι όμως, ο Smith στάθηκε αντίθετος σε όλα τα προγνωστικά. Κάτι πλέον της μίας ώρας πέρασε από τη στιγμή που ανέβηκε μέχρι τη στιγμή που κατέβηκε από τη σκηνή. Διάστημα στο οποίο, πέραν του ότι πείραξε μόνο δυο-τρεις φορές τους ενισχυτές (μηδενικής σημασίας γεγονός εφόσον μιλάμε για τον Mark E. Smith!), τραγούδησε με όλο το φλέγμα που σχεδόν στάζει από τη μύτη του, επέτρεψε στους μουσικούς του να του αποδείξουν ότι όντως αξίζουν να στέκονται δίπλα στην αυτού μεγαλειότητά του και σχεδόν χαμογέλασε (έστω και εν είδει μειδιάματος). Και σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, τίναξε τη μπάνκα στον άερα βγαίνοντας -ποιος, αυτός!- για ένα encore! Μόλις αυτό τελείωσε, υπήρξαν κάποιοι που ξεθάρρεψαν και περίμεναν και δεύτερο. Ε, μερικές φορές τα θέλουμε όλα δικά μας, μου φαίνεται...