Η ψηφιακή αριθμητική δυσαρμονία με την πραγματικότητα είναι δεδομένη. Τα 8.525 views για τα παιξίματα του Vampyr του Dreyer, εντός YouTube σύμπαντος, δυστυχώς δεν αθροίζονται με όσους έχουν ένα κάποιο DVD, ή ακόμη-ακόμη την έκδοση της Criterion. Το φιλμ του 1932, με το διαρκώς αγωνιώδες βλέμμα ενός χαρακτήρα με το όνομα Allan Gray, έχει ιδωθεί από πολλούς περισσότερους απ’ ότι μαρτυρούν οι διαδικτυακοί αριθμοί, έχει φτάσει να παρεισφρύει σε μικρόκοσμους, να μπλέκεται με τα φαντάσματα και τους βρυκόλακες του Ρήγα Γκόλφη κι αυτό το παραπεμπτικό παιχνίδι ιστοριών που βαστάνε σχεδόν έναν αιώνα πίσω, είναι το ελάχιστο που μπορείς να πιστώσεις σε περιπτώσεις όπως του Κωστογιώργη. Και στην υπόθεση του πρώτου του δίσκου, η διαπίστωση περί των καταβολών και των αναφορών όπου «από πίσω, στα πιανιστικά παιξίματα, μαρτυρούνται ακούσματα ελληνικά, ελαφρά, αμερικάνικα τζαζίστικα, συνδεδεμένα με τον τρόπο του Λούκυ, του Bill και του Μάνου, με τη ροή που μια οικογενειακή δισκοθήκη περνούσε δίχως αγκυλώσεις απ’ όπου ήταν ωφέλιμο», δεν αποτελούσε μια δημοσχετίστικη φιλοφρόνηση, πιστέψτε με. Ο Κωστογιώργης έδειξε πως κατανοεί βαθιά τα υλικά του, ώστε να τα μεταποιεί με τρόπο που τον πήγε δύο σκάλες παραπάνω στα  Άνανθα Χρόνια Μου, όσο άχαρο κι αν φαίνεται αυτό το συγκριτικό σχήμα. Αποδείχθηκε ωριμότερο, με σχέδιο περισσότερων διακλαδώσεων. Αναπόφευκτα επαινείς με προκατάληψη «συνειδησιακά» συγγενείς κατηγορίες μουσικών που σε πηγαινοφέρνουν στα οικεία, που σου ανοίγουν τα μάτια και για άλλα που γρήγορα θα τα «αγοράσεις» για να τα στοιβάξεις μαζί με τα υπόλοιπα. Σκοπίμως αυτός ο πρόλογος γράφεται πριν καν πατήσω το πόδι μου στο Piraeus Academy, ως μια εισαγωγή-θα έλεγε κανείς παρέμβαση πρώτη και τελευταία- για να ξεκαθαρίσω πως περιπτώσεις σαν του Κωστογιώργη (αλλά και του Τσαντέ, των Καλογεράκηδων και όλων αυτών των γύρω στα 30 που διαβάσματα κι ακούσματα έχουν) σπρώχνουν προς τα μπρος την υπόθεση ελληνόφωνο τραγούδι, περνώντας το κατ΄ ελάχιστο μακριά από τη συντήρηση του τετριμμένου.

Επανέρχομαι στο ζήτημα της αριθμητικής δυσαρμονίας. Το Spotify προφίλ του Κωστογιώργη έχει μόλις 387 ακόλουθους (παρότι τα τραγούδια μερικές χιλιάδες παιξίματα), μα γνωρίζω πως ο 2ος του δίσκος είναι εξαντλημένος στη φυσική βινυλιακή του μορφή. Δεν θεωρώ πως ταυτίζονται τα δύο σύνολα, φάνηκε περίτρανα στο πολυπληθές Piraeus Academy, το βράδυ της Δευτέρας 24ης Φεβρουαρίου. Φάνηκε και από τις κόπιες της επανέκδοσης του πρώτου του, Το Καλοκαίρι πέρασε σα ρίγος, που στο φινάλε του περίπου δίωρου live, ήταν εμφανώς λιγότερες. Το υλικό του πρώτου, καταπώς στο δίσκο, ερμηνεύτηκε από τον Αργύρη Μπακιρτζή, και κάπου εδώ ας τελειώσουμε με την αριθμητική. Είναι συγκινητικό το ξεδιάλεγμα των ποιημάτων του Κωστογιώργη, το ξετύλιγμα των βιογραφικών για τους ποιητές, για την τύχη των ποιημάτων. Αν μη τι άλλο, για όσους είναι γνώριμοι των συναυλιών των Χειμερινών Κολυμβητών, περιττεύει μια περιφραστική ρεπορταζιακή αποτύπωση της εκφοράς του Μπακιρτζή για τα «Κι όταν φτάση η άνοιξη» (Χατζόπουλος) (όπου να κι η σύμπτωση με το Μιχάλη Καλογεράκη από τον πρόλογο να το συνοδεύει), «Κυρία» (Ουράνης), «Σα διώ» (Εφταλιώτης), και πάλι Χατζόπουλος με την Κατερίνα Σισίννι, και Λαπαθιώτης και Τέλλος Άγρας, χωρίς αυτή τη σειρά.

Ο Κωστογιώργης (πλήκτρα, φωνή) οδήγησε σε τρεις πυλώνες την εμφάνιση του, μαζί με τους Πάνο Βουλγαράκη (ηλεκτρικό μπάσο, κοντραμπάσο), Γρηγόρη Οικονόμου (τύμπανα, electronics) και Κωστή Σταμούλη (βιολί, omnichord). Στον πρώτο του δίσκο, στο δεύτερο και σε όσα ετοιμάζει. Στην περίπτωση του δεύτερου, μιας κι εκεί συμμετέχει ο Φοίβος Δεληβοριάς σε δύο κομμάτια, η μετά το διάλλειμα εκκίνηση επέτρεψε στο να ακούσουμε και δικά του, όπως τον «Καθρέφτη» ή το «Αδιάκοπα» (με την πίσω από το τραγούδι σύνδεση με τους Μπακιρτζήδες). Κι είναι αυτός ο δεύτερος δίσκος, με τον οποίο πέτυχε, μέσω Μήτσου Παπανικολάου, Θεοτόκη, Χατζόπουλου, Γκόλφη, Έμιλυ Ντίκινσον, Φιλύρα, και αυτοπεποίθηση να βρει στη δική του φωνή και να υπηρετήσει το jazzy, swingin μπρίο της Κατερίνας Σισσίνι, που επιβεβαιώθηκε περίτρανα και στο live. Σωστά τα μοίρασε στο να είναι εκείνη στο «Σονέτο 17», σωστά στο να πει εκείνος το ξεχωριστό «Κελάδισμα» του Ρήγα Γκόλφη (με την αφιέρωση στο Σπύρο Χώλη και το Σταύρο Καρτσωνάκη, που ακόμη κι αν δε σας λένε κάτι τα ονόματα τους, η συμβολή τους στο να φωτιστούν παλιές και νέες καταγραφές της ελληνικής δισκογραφία έχει πολλάκις επιβεβαιωθεί), ισορροπώντας μεταξύ της δικής του συστολής και της ανοιχτότερης Σισσίνι. Και σε αυτή τη στροφή βρίσκεται όπως έγινε κατανοητό από τα νέα του τραγούδια, εκεί που πια στην στιχουργία βρίσκεται ο ίδιος, με γνώμονα τη φωνή της Σισσίνι.

Από τα περιφρονημένα ποιήματα στα απενοχοποιημένα synth pop, στο πλέγμα Kraftwerk, MGMT ή ακόμη-ακόμη και Field Mice, όπως ανακάλεσε φίλος, στο πεδίο του Δεληβοριά ή και του Boy, στο κατώφλι των «εύληπτων», που έδειξε πως πάει να διαβεί με αυτοπεποίθηση στα 27 του χρόνια. Καταλαβαίνω πως δεν το απασχολεί το ζύγι των «δικών» του με τα ποιήματα, αντιλαμβάνομαι πως αναζητά μέσα σε ένα ξέμπλεγμα αναφορών κι αμηχανίας, προσωπικό προορισμό, ακόμη κι αν αυτό ξενίσει. Απάντησε από μικροφώνου, περί των όσων κάνουν οι άνθρωποι αναφορικά με εκείνα για τα οποία προορίζονται, οπότε εκεί μπαίνει το πάσο για τις σκέψεις και τα πονταρίσματα, άρα μένει να δούμε πως έχει σκοπό ο Κωστογιώργης να αποτυπώσει στουντιακά τις δικές του σκέψεις μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, πλάι σε αυτές του Καψάλη και του Λαπαθιώτη. Ταλέντο έχει, ο νεανικός πυρήνας στον οποίο κινείται έχει πάψει να ασχολείται με τα debate φασεϊσμού και pure ελιτισμού (αυτά τελικά αφορούν περισσότερο τους ακροατές, χωρίς τελικά να ωφελούν σε κάτι), όποτε αναμένουμε για το που θα την πάει τη δουλειά, δεδομένα χωρίς προκαταλήψεις.

Έκλεισε με το «Σ’αγαπώ» του Γκόλφη, μαζί με τον Αργύρη Μπακιρτζή κι έδωσε ραντεβού στο δρόμο στις 28 Φεβρουαρίου. Η δευτεριάτικη συναυλία αυτής της παρέας αν μη τι άλλο, κλιμακώθηκε σπιτίσια, μεταξύ ανεκδοτολογικών ιστοριών και συναισθηματικής απλοχεριάς. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured