Αν δεν είσαι του περιχαρακωμένου γούστου, δεν γίνεται να φύγεις από συναυλία της Μαρίας Παπαγεωργίου και να μην αισθανθείς προβληματισμένος. Ίσως φύγεις εκνευρισμένος, συγκινημένος ή και τα δύο μαζί (γίνεται, πώς δεν γίνεται), αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα είσαι βαριεστημένος, αδιάφορος, έτοιμος να απαντήσεις «κααααλή ήταν μωρέ» σε όποιον σε ρωτήσει πώς τα πέρασες. Κι αυτό είναι κάτι από μόνο του, που εξηγεί μια χαρά γιατί μπαίνει τόσο συχνά σφήνα στην τριάδα Νατάσσα Μποφίλιου - Γιώτα Νέγκα - Ελεωνόρα Ζουγανέλη, διατηρώντας το δικό της γκελ στον νεαρόκοσμο.
Το γκελ επιβεβαιώθηκε άλλωστε και τη Δευτέρα, καθώς το club του Σταυρού του Νότου γέμισε τόσο κάτω, όσο και πάνω. Και εντάξει, τον εξώστη τον επάνδρωσε ένα σχολείο από την Κοζάνη (πολύ θα ήθελα να μάθω πώς βρέθηκε εκεί), επομένως μιλάμε για κάτι έκτακτο. Αλλά και χωρίς αυτό, είχε κόσμο. Νέο σημειωτέον κόσμο, που δεν νοιαζόταν αν το πρόγραμμα ξεκίνησε λίγα λεπτά μετά τις 22.30, άρα θα τελείωνε σίγουρα μετά τις 00.30 –όπως κι έγινε. Το μόνο θέμα ήταν πως το μαγαζί χωρίστηκε στα δύο: κάτω οι αφοσιωμένοι της Παπαγεωργίου, οι οποίοι παρακολουθούσαν ευλαβικά, έκαναν κερκίδα όποτε χρειάστηκε και σιγοτραγουδούσαν τους στίχους· και πάνω αγόρια και κορίτσια της Β΄Λυκείου που δεν γνώριζαν το ρεπερτόριο, που κάπου ίσως κουράστηκαν και το έριξαν στην ενοχλητική πάρλα. Χαλώντας έτσι το κλίμα της βραδιάς και φέρνοντας και την ίδια την οικοδέσποινα σε δύσκολη θέση, ειδικά όταν ξεκίνησαν παραγγελιές για Μποφίλιου και... "Μοναξιά Μου Όλα".
Δεν ξέρω τι μπορεί να πέρασε από το μυαλό της Μαρίας Παπαγεωργίου αντιμετωπίζοντας αυτήν την κατάσταση, πάντως το χειρίστηκε ψύχραιμα. Περιστοιχισμένη από εξαιρετικούς μουσικούς –τον Σταύρο Ρουμελιώτη στην κιθάρα, τον απίθανο Άγγελο Παπαδάτο στο κοντραμπάσο, τον Χρήστο Τόλη στα πλήκτρα, τον Νίκο Παπαβρανούση στα τύμπανα και (ενίοτε) τον Κοσμά Λαμπίδη στο νέι– έστησε ένα πρόγραμμα ελεύθερο από στυλ και «πρέπει». Στο οποίο ενοποιήθηκαν η εγχώρια παράδοση, το έντεχνο τραγούδι, το ροκ και οι folk τροβαδούροι της Αμερικής. Ένας πλούσιος κόσμος, που σε άλλα χέρια ίσως κατέληγε αχταρμάς, μα που η τραγουδοποιός από τα Γρεβενά υπεράσπισε από καρδιάς, όντας πειστικότατη σε κάθε διαδρομή: μπορεί να μην έχει τη φωνή που θα σε καθηλώσει, είναι όμως μια τραγουδίστρια ευέλικτη, με μεγάλη ερμηνευτική πειθώ. Το "Ξημερώνει" του Μίκη Θεοδωράκη (από το Ραντάρ), η νεοπαραδοσιακών χρωμάτων "Νεράιδα" του Γιώργου Κωνσταντινίδη, το "Crazy" των Gnarls Barkley, η "Πατρίδα" του Αλκίνοου Ιωαννίδη, μα και τα δικά της "Ιαχή" και "Αμφιβολία", στάθηκαν δίχως συζήτηση highlights ενός προγράμματος που δεν φοβόταν να «κουνάει»: άκουγες έντεχνο, μα το πείραζαν διάφορα τζαζ περάσματα· κι άκουγες παραδοσιακά, που κατέληγαν όμως σε ηλεκτρικές ροκ εξάρσεις.
Από την άλλη, δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ ότι από μικρό και από τρελό μαθαίνεις κάποιες τουλάχιστον αλήθειες. Ήταν άραγε τελείως αδικαιολόγητα εκείνα τα κορίτσια που φώναζαν να τους παίξει Μποφίλιου και "Μοναξιά Μου Όλα"; Ήταν απλώς άσχετα; Ναι, κατά πάσα πιθανότητα ήταν –όμως μέσα στο συγχυσμένο τους μυαλό έπιασαν νομίζω και κάποια «σύνορα» της Παπαγεωργίου με εκείνο το έντεχνο της μίρλας και της θολής ποιητικότητας, που ανακατωμένο με ηλεκτρικές κιθάρες κατέληξε κάποτε στο «δικό μας ροκ». Το "Τι Να Θυμηθώ" π.χ. του Απόστολου Ρίζου προξένησε ρίγη συγκίνησης στο (κάτω) κοινό, πιθανολογώ και στην ίδια την ερμηνεύτρια (αν κρίνω από τη θέρμη με την οποία το είπε), εντούτοις η δική μου εντύπωση για την αξία του παραμένει εκ διαμέτρου αντίθετη. Η Εύη δίπλα μου διαφωνούσε βέβαια κάθετα, όταν όμως προς το τέλος του προγράμματος ήρθαν και οι "Κακές Συνήθειες" του Μίλτου Πασχαλίδη, αναγκάστηκε να αποδεχθεί πως δεν βρίσκομαι (εντελώς) εκτός τόπου και χρόνου.
Αν και η παράμετρος αυτή επηρέασε τον βαθμό στον οποίον απόλαυσα το πρόγραμμα, δεν αναιρεί το θετικό του πρόσημο. Ίσως μάλιστα και να το τονίζει, με έναν έμμεσο τρόπο. Θέλω να πω ότι η Μαρία Παπαγεωργίου αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εγχώριας γενιάς δημιουργών/ερμηνευτών που τώρα τριανταρίζει. Μιας γενιάς που δεν στερείται ταλέντου, που την αφορά η ντόπια παράδοση (ίσως γιατί έχει και βιώματα από την επαρχία;), που θέλει να εκφράζεται ελληνικά μα δεν αμελεί να ακούει και την «ξένη» μουσική της εποχής –αν και όχι στον βαθμό που χρειάζεται, θεωρώ. Μα που ταυτόχρονα είναι και μια μπερδεμένη γενιά, η οποία κουβαλάει στον 21ο αιώνα διάφορα βαρίδια από το ας το πούμε «κακό έντεχνο» και πρέπει κάποια στιγμή να βρει το θάρρος για τα απαιτούμενα ξεσκαρταρίσματα.
Τούτη ωστόσο η (ενίοτε) ασταθής ισορροπία διαθέτει και μια αυθεντικότητα: βλέποντας δηλαδή την Παπαγεωργίου στο club του Σταυρού του Νότου σκέφτηκα πως εκπροσωπεί την αληθινή όψη των πραγμάτων, πέρα από πόζες και επίπλαστες «εναλλακτικότητες». Μαζί λοιπόν με όσους εμφορούνται από ανάλογες ανησυχίες, είναι και ο δικός της αγώνας, οι νίκες μα και οι ήττες της, εκείνος ο οποίος θα καθορίσει πού θα πάει τελικά –αν πάει κάπου– το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι που επιδιώκει ν' ανθίσει πέρα από την επικράτεια της λαϊκής έκφρασης.
{youtube}D3RZ_eITLmc{/youtube}