Γιος κλασσικού πιανίστα, ο David August μεγάλωσε με κλασσικό πιάνο για να αναδειχθεί αργότερα ως ένας από τους περισσότερα υποσχόμενους DJs παραγωγούς χορευτικής μουσικής των ‘00s γυρνώντας τον κόσμο ενώ ήταν ακόμα φοιτητής. H δεκαετία που ακολούθησε τον οδηγούσε με ταχύτητα σε ολοένα και υψηλότερες βαθμίδες των ηλεκτρονικών κορυφών αλλά ο David August δεν ήταν φτιαγμένος για έναν και μόνο δρόμο.
Η δεύτερη «φάση» της μουσικής του ξεκινάει το 2015 με το αυτοσχεδιαστικό Hitchcock – inspired κομμάτι “Definition of Happiness” το οποίο παρουσίασε κατά τη διάρκεια του Resident Advisor session του με επόμενα βήματα το project David August & Ensemble (μέρος του οποίου ήταν και η «δική μας» Sissi Rada) και το ορόσημο του X Poeme Symphonique – τη συνεργασία του August με την 50μελή συμφωνική ορχήστρα του Βερολίνου.
Έχει έρθει η ώρα για τον David August να αναλάβει τη θέση του μαέστρου όχι μόνο των δικών του κυκλοφοριών αλλά καλλιτεχνών και το label 99 Chants είναι το όχημα. Ό, τι κυκλοφορεί από το 2018 και μετά συνθέτει βήμα-βήμα τη νέα ολοκληρωμένη αισθητική προσέγγιση του August σε ό, τι έχει να κάνει με τη μουσική και τις πολλαπλές διαστάσεις της και οδηγεί πάντα σε κάτι πολύ διαφορετικό από το προηγούμενο.
Η τελευταία εγγραφή σε αυτό το ταξίδι είναι το VĪS, το φιλόδοξο more-than-an-album που κυκλοφόρησε ο August το περασμένο φθινόπωρο – η πρώτη ολοκληρωμένη του δουλειά εδώ και πέντε χρόνια με την οποία έχει βγει ξανά στην περιοδεία που τον φέρνει και στην Αθήνα, στις 20 και 21 Μαίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Η ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από στοιχεία χορωδιακά και field recordings, ηλεκτρονική και τζαζ, χορό και φως. Τι είναι όμως αυτό που (παρα)κινεί τον David August αδιάκοπα που τον έριξε από τα decks των clubs στα βαθιά νερά όπου η φιλοσοφία και η μουσική συναντιούνται;
Στο μουσικό σου ταξίδι δεν μας έκανες ποτέ να πλήξουμε. Τίποτα από όσα έκανες δεν έμοιαζε εντελώς με το προηγούμενό σου βήμα – ακόμα και στα πρώτα σου βήματα ως «παραδοσιακός» DJ ηλεκτρονικής μουσικής πάντα έβρισκες έναν τρόπο για ένα twist. Τι είναι αυτό που σε καθοδηγεί μέσα από τόσο διαφορετικά καλλιτεχνικά μονοπάτια με μια τόσο συγκεκριμένη αφετηρία όπως η dance μουσική;
Είναι το προσωπικό μου ταξίδι που οδηγεί το καλλιτεχνικό. Η μουσική είναι απλώς μια προέκταση της προσωπικότητάς μας και του τι έχουμε μέσα μας. Όλα πάνω μας είναι ένα συνεχές ταξίδι, μια συνεχής μεταμόρφωση, ένας συνεχής μετασχηματισμός σε κάτι. Και το πιο έντιμο που μπορώ να κάνω είναι να προσπαθώ να γίνω η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Κάποιες φορές θα χρειαστεί να κάνω ένα βήμα μπροστά, κάποιες ένα βήμα πίσω. Πάντα προσπαθώ να βρω ένα στοιχείο, ένα φως που να μπορώ να εμπιστευτώ. Το VĪS για παράδειγμα έρχεται από μια εσωστρεφή, μοναχική περίοδο, κατά την οποία προσπάθησα να απαντήσω σε πολλές υπαρξιακές ερωτήσεις όχι μόνο για τον εαυτό μου αλλά και για τον κόσμο, για το τι συμβαίνει γύρω μας. Και όλες αυτές οι παρατηρήσεις και οι ερωτήσεις δεν θα μπορούσαν να έρθουν από μια προηγούμενη εκδοχή της προσωπικότητάς μου γιατί ήταν αποτέλεσμα μιας ωριμότητας, μιας αλλαγής σε εμένα που ήρθε με τον καιρό. Νομίζω ότι τελικά η αλλαγή έρχεται όταν προσπαθείς να προσεγγίσεις τη ζωή με μια συνεχή, υγιή περιέργεια. Κι αν αλλάζεις εσύ δεν μπορεί παρά να αλλάξει και η μουσική σου.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισες σε αυτό το ταξίδι;
Είναι δύσκολο για εμένα μερικές φορές να καταλάβω πώς ο κόσμος μπορεί να περιμένει από εσένα να κάνεις συνέχεια το ίδιο, το ίδιο στιλ μουσικής για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Κάνω μουσική εδώ και 13 – 15 χρόνια, είναι πολλοί οι μήνες, οι εβδομάδες, οι μέρες. Τα πράγματα αλλάζουν, οι άνθρωποι αλλάζουν και αν προσεγγίζεις τη ζωή θέλοντας να μάθεις, θα βιώσεις έντονα αυτές τις αλλαγές και κάπου θα οδηγηθείς. Για εμένα η αλλαγή είναι κάτι συναρπαστικό, είναι μέρος της διαδικασίας – και εμπιστεύομαι τη διαδικασία. Νομίζω ότι το επόμενο πράγμα που θα κάνω θα είναι και πάλι κάτι διαφορετικό, θα εξερευνήσω μια διαφορετική εμπειρία.
Φαντάζομαι ότι αυτό το πράγμα που λες ότι μπορεί να περιμένει ο κόσμος από εσένα να κάνει συνέχεια είναι η ηλεκτρονική, χορευτική μουσική από την οποία ξεκίνησες. Υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο καμπής στο οποίο ξεκίνησε η μετακίνηση σου από αυτή και η καλλιτεχνική αλλαγή;
Όταν ξεκίνησα με την ηλεκτρονική μουσική είχα ενθουσιαστεί με τον φυσικό, τον σωματικό αντίκτυπο που έχει η χορευτική μουσική– κάτι στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένος στο πλαίσιο της «κλασσικής» μουσικής μου εκπαίδευσης. Υπάρχει βέβαια το μπαλέτο, η όπερα, αλλά και πάλι δεν είναι το ίδιο. Και όταν παίζεις πιάνο μπορεί να είναι μια σωματική εμπειρία επίσης αλλά δεν είναι το ίδιο. Οπότε η χορευτική μουσική ήταν κάτι που με είχε εξιτάρει, ήμουν αρκετά νέος και ένιωσα ότι ήταν το κομμάτι που έλειπε από το μουσικό μου παζλ. Και για μερικά χρόνια ήταν πολύ απολαυστικό όλο αυτό. Αλλά μετά πάλι άρχισα να αλλάζω, να γίνομαι περίεργος για άλλα πράγματα. Και η στιγμή που άρχισα να αλλάζω ήταν η στιγμή που ένιωσα ότι θα ήταν λίγο μονότονο για εμένα να παίζω μόνο σε ένα περιβάλλον με μουσική φτιαγμένη για μία και μόνο συνθήκη, αυτήν ενός club. Υπήρχαν άλλα πράγματα που ήθελα να εξερευνήσω και ένιωθα να με καταπιέζει η ιδέα του να είμαι ενεργός μόνο σε ένα πεδίο. Ήθελα να έχω, να κατακτήσω μια δημιουργική ελευθερία. Και είναι κάτι που ισχύει όχι μόνο στην ηλεκτρονική μουσική αλλά σε κάθε είδος: αν έχεις φτιάξει ένα όνομα σε αυτό που κάνεις, τότε μετά μπορείς να διεκδικήσεις και να κερδίσεις την ελευθερία να κάνεις ό, τι θες. Είναι δύσκολο γιατί η επιτυχία μπορεί να σε κακομάθει και το άγχος για το αν θα είναι εξίσου επιτυχημένο ή οι προσδοκίες του κόσμου που σε ακολουθεί να σε επηρεάσει. Για εμένα όμως ήταν ένα στοίχημα να κατακτήσω αυτήν την ελευθερία - είναι και αυτό για εμένα μια διαδικασία και την εμπιστεύομαι.
Ήταν η δημιουργία του 99 Chants, του δικού σου label, ένα μέρος αυτής της διαδικασίας, στον δρόμο προς την καλλιτεχνική σου ελευθερία;
Ναι σίγουρα, μου έδωσε ανεξαρτησία και πρόσθεσε ένα ακόμα στρώμα δυνατότητας έκφρασης μέσω της δημιουργίας μιας πλατφόρμας και για άλλους καλλιτέχνες. Το label ήταν σίγουρα μέρος όλου αυτού του προσωπικού μου μετασχηματισμού. Και είναι κάτι αυτόνομο και ακέραιο, έχει ζωή πέρα από την προσωπική μου solo καριέρα. Δεν εκπροσωπεί μόνο εμένα, έχει τη δικιά του ζωή.
Ακούγοντας σε να μιλάς για το πώς προσεγγίζεις την καλλιτεχνική ελευθερία και την έκφραση νιώθω όλο και περισσότερο ότι το VĪS συμπυκνώνει ίσως πιο ολοκληρωμένα από οτιδήποτε άλλο έχεις κάνει αυτή τη φιλοσοφία σου και τη στάση σου προς τη δημιουργία. Πώς έφτασες σε αυτόν τον δημουργικό σταθμό;
Νομίζω ότι από την αρχή της δημιουργίας του album ήταν ξεκάθαρο ότι η μουσική δεν θα επαρκούσε για να αποδώσει, να μεταφράσει την ιδέα πίσω από αυτό. Επίσης από την αρχή ένιωσα την ανάγκη να συνεργαστώ περισσότερο για αυτό το project, να προσθέσω περισσότερο κόσμο ακριβώς για να προσθέσω περισσότερα στρώματα στο έργο. Είναι κάτι που δεν είχα κάνει ποτέ πριν σε τέτοια έκταση, ήμουν πάντα αρκετά μοναχικός και ήταν πάντα δύσκολο για εμένα να «ανοιχτώ» κατά τη δημιουργική διαδικασία σε άλλους, να συμπεριλάβω κι άλλους σε αυτήν. Υπάρχει και ο καλλιτεχνικός εγωισμός πάντα στο παιχνίδι, αυτό που θες να τα κάνεις όλα μόνος σου. Και αυτό που κατάλαβα ήταν ότι δεν ήταν ένδειξη αδυναμίας αλλά δύναμης να ανοίξεις και να αφήσεις κι άλλους να μπουν σε αυτό που κάνεις και να δεις τι μπορείς να κάνεις όχι μόνο σου πια αλλά μαζί με άλλους. Είναι κάτι που έχω απολαύσει πολύ και έχω εκτιμήσει και θέλω να «κυνηγήσω» περισσότερο και στο μέλλον.
Σε κάθε περίπτωση αυτό το album ζητούσε τις συνεργασίες σχεδόν οργανικά. Δεν πιέστηκαν καταστάσεις. Για παράδειγμα με την Hiba Baddou που ανέλαβε και συνεισέφερε όλη την οπτική ταυτότητα του project, με αυτό το φανταστικό αλφάβητο 121 συμβόλων που αναπαριστούν τη μουσική διαδικασία – με είχε προσεγγίσει όταν έφτιαχνα το album και είδα τη δουλειά της στο προφίλ της και ένιωσα ότι αυτά τα σύμβολα με την προϊοστορική, μυστικιστική τους διάσταση ταίριαζαν αισθητικά με τη μουσική.
Γενικότερα για το VĪS είχα από την αρχή μια πιο «θεατρική» ιδέα και προσέγγιση, δεν το σκεφτόμουν απλώς ως ένα album, ένα βινύλιο ή ένα cd, αλλά ως κάτι που μπορεί να παρασταθεί σκηνικά, μια εμπειρία που μπορούμε να βιώσουμε όλοι μαζί σε πολλές διαστάσεις, ηχητικά, οπτικά, σωματικά. Με ενέπνευσε και η ιδέα της κίνησης, του τι είναι η κίνηση και τους πως μπορεί αυτή να μεταφέρει το μήνυμα αυτής της «αφηρημένης» μουσικής με έναν πιο ανθρώπινο, σωματικό τρόπο.
Και το τρίτο πολύ σημαντικό συστατικό ήταν το φως. Φανταζόμουν την ενέργεια που εκπέμπεται από τη μουσική και τι είναι η ενέργεια; Είναι φως. Το φως έπρεπε να είναι ο πρωταγωνιστής, όχι ένας δεύτερος ρόλος που απλώς φωτίζει κάτι άλλο.
Κάπως έτσι προσέγγισα το album με τη χορογραφία, το φως και τη μουσική να είναι τρία μέρη εξίσου σημαντικά για αυτό, σαν ένα ισόπλευρο τρίγωνο.
Ποιο είναι το επόμενο βήμα σε αυτό το ταξίδι;
Υπάρχουν πάντα πράγματα στον δρόμο έτοιμα να δουν το φως αλλά θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις από το πόση «φωνή» θα βρεθεί σε αυτά. Θα δούμε. Όλα συνεχίζονται και εξελλίσσονται αδιάκοπα. Μια συνεχής ροή.
Ο David August παρουσιάζει το VĪS, μια κινητική οπτικοακουστική ζωντανή εμπειρία στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά τη Δευτέρα 20 και την Τρίτη 21 Μαΐου. Μια διοργάνωση του Plisskën. Περισσότερα εδώ.