Ευτυχία Διαμαντή

Η πτώση του αποκαλούμενου «τείχους της ντροπής», στο Βερολίνο το 1989, σηματοδότησε το ξεκίνημα μιας εποχής πολιτικής και πολιτιστικής ενοποίησης. Οι Ανατολικοί και Δυτικοί Βερολινέζοι, ήταν πλέον ελεύθεροι πολίτες, απαλλαγμένοι από δογματισμούς και
διαχωρισμούς, έτοιμοι να βουτήξουν στη ζωή και να διαμορφώσουν την καθημερινότητά τους, με γνώμονα μόνο τις δικές τους επιθυμίες κι ανάγκες. Τα μηνύματα που μετέδιδε η πρώιμη ηλεκτρονική και techno σκηνή της Γερμανίας διακατέχονταν πάντοτε από δυναμισμό κι επαναστατικό πνεύμα, ενώ αντιτάσσονταν σθεναρά σε οποιαδήποτε φορεμένα «καλούπια» και κοινωνικές επιταγές. Στις αρχές του ’90 , λοιπόν, δόθηκε ο χώρος σε πολλούς νέους μουσικούς και παραγωγούς της ηλεκτρονικής και techno σκηνής να δοκιμάσουν τα όριά τους, δημιουργώντας μια κολλεκτίβα ανθρώπων οι οποίοι, θέλοντας να γιορτάσουν τη ζωή, είτε θα επιδίδονταν σε ατέλειωτα ξενύχτια και ξέφρενο χορό στα clubs, είτε θα οργάνωναν οι ίδιοι παράνομα rave parties μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Δεν υπάρχει ούτε ένας πιστός fan της electronica, που να μη γνωρίζει το Berghain, που μέχρι και σήμερα φιλοξενεί μεγάλα ονόματα της techno σκηνής, λειτουργώντας ως σημείο συνάντησης των fans του είδους. Άλλωστε σε μια πόλη με μια τόσο πολυδιάστατη ταυτότητα, όπως το Βερολίνο, ο καλύτερος τρόπος να εγκλιματιστείς, είναι να γίνεις μέλος αυτής της κοινότητας.

Το ταλαντούχο electronic duo των Lea Porcelain, o Markus Nikolaus και ο Julien Bracht, ορμώμενοι από τη Φρανκφούρτη, έχουν επιλέξει ως βάση τους τα τελευταία 6 χρόνια το Βερολίνο, ακριβώς για τους παραπάνω λόγους: «Julien: Το Βερολίνο είναι η δημιουργική
μας στέγη για σχεδόν 6 χρόνια τώρα. Αγαπάμε πραγματικά αυτή την πόλη και μας δίνει τον κατάλληλο χώρο και επίσης μια αίσθηση "αγριότητας". Όταν μετακομίσαμε στο Funkhaus το στούντιο μας, μας έδωσε πραγματικά αέρα να αναπνεύσουμε με δημιουργικό τρόπο,
ολόκληρο το κτίριο είναι φτιαγμένο για να είναι παραγωγικό και δημιουργικό. Η ατμόσφαιρα αυτής της περιοχής μας εμπνέει επίσης πραγματικά. Και το Βερολίνο είναι μια νέα, άγρια, όμορφη και μερικές φορές άσχημη πόλη που φέρνει κοντά πολλούς ανθρώπους
απ’ τον κόσμο της τέχνης». Η αρχή για τους Lea Porcelain, όμως έγινε στην Φρανκφούρτη.«J: Γνωριστήκαμε σε ένα techno club στη Φρανκφούρτη το 2012. Ήμουν παραγωγός techno και έκανα περιοδεία με ένα live set με επιπλέον ακουστικά drums εκείνη την περίοδο. Ο
Markus είχε ένα solo project, όπου έκανε φωνητικά κι έπαιζε weird pop, αν αυτή η περιγραφή του ακούγεται αρκετά cool. Ήθελα πολύ να δοκιμάσω κάτι μαζί του ως τραγουδιστής, γιατί είδα τεράστιες δυνατότητες στη φωνή του, αλλά πίστευα ότι δεν είχε
τις σωστές παραγωγές και μελωδίες, οπότε κάναμε μαζί ένα session και ήταν μαγικό. Έφτιαχνα αυτές τις τεράστιες συνθετικές γραμμές και drums με πολλά επίπεδα όπως θα το έκανες στην techno και ο Markus έγραψε αυτούς τους καταπληκτικούς στίχους και μελωδίες
πάνω τους. Αυτή ήταν κι η αφετηρία των Lea Porcelain».

Το ηχόχρωμά τους, βασίζεται σε ένα κοκτέιλ, indie, post-rock και dream pop επιρροών, κι επιλέγουν οι ίδιοι κάθε φορά πολύ μελετημένα που θα δώσουν την έμφαση. Μεταξύ τoυ release του Hymns To The Night και του πιο πρόσφατου άλμπουμ τους Choirs To
Heaven τους βρίσκουμε αρκετές εναλλαγές και πειραματισμούς, ωστόσο οι ίδιοι θεωρούν ότι η κύρια αλλαγή έγινε στο μουσικό τους ύφος, αλλά και στην εμβάθυνση στο ίδιο το είδος που έχουν επιλέξει: «Markus: Στο Choirs To Heaven (τελευταία τους κυκλοφορία, το 2021) στραφήκαμε πολύ περισσότερο στη μουσική πλευρά των πραγμάτων. Ξαναγράψαμε, ηχογραφήσαμε ξανά, χωριστήκαμε και βρεθήκαμε ξανά μαζί. Σαν να προσπαθείς να φτιάξεις μόνος σου ένα σπίτι όπως θα ήθελες να είναι. Γι'  αυτό ολόκληρο το άλμπουμ
μοιάζει σαν ένα σπίτι με πολλά ξεχωριστά δωμάτια, απ’ τα οποία το καθένα έχει διαφορετική αίσθηση. Το "HYMNS" ήταν το σημείο εκκίνησης, αλλά εδώ αλλάξαμε μόνο τις μίξεις και δύσκολα θα ηχογραφούσαμε ξανά. Εκεί ήταν αυτή η στιγμή για εμάς, να ξεκινήσουμε να αποτυπώσουμε το μεγαλύτερο μέρος της μαγείας του με τον τρόπο που νιώθαμε ότι πρέπει να διατηρηθεί. Τις περισσότερες φορές οι ηχογραφήσεις για το πρώτο άλμπουμ έμοιαζαν περισσότερο με πάρτι. Θα έλεγα ότι θέλαμε να μεγαλώσουμε μουσικά και να νιώσουμε μουσικοί στο τελευταίο άλμπουμ. Στο πρώτο όλα αφορούσαν το attitude και να προσπαθήσουμε να προσποιηθούμε όσο το δυνατόν λιγότερο».  Τους ρωτώ, σε έναν νέο ακροατή λοιπόν ποιο κομμάτι θα έλεγαν ότι τους αντιπροσωπεύει; «J: Θα του έβαζα το "Pool Song". Έχει αυτό το μελαγχολικό συναίσθημα, αλλά είναι επίσης φρέσκο ​​και αναζωογονητικό με έναν περίεργο τρόπο. Δείχνει τη δύναμη των διαχρονικών συνθετικών γραμμών και τη μοναδική φωνή του Markus πάνω του. Είναι ένα τραγούδι για πολλά διαφορετικά γούστα νομίζω, κάτι που το κάνει το πιο αντιπροσωπευτικό κομμάτι της μπάντας».

Σκέφτομαι, πως καθώς βιώσαμε όλοι μας μια μεγάλη περίοδο ανασφάλειας κι αβεβαιότητας για το τι έπεται, ο καλλιτεχνικός χώρος, ήταν εκείνος που ζημιώθηκε περισσότερο. Σε προσωπικό επίπεδο έμπνευσης και δημιουργίας, μου δίνεται η ευκαιρία να ρωτήσω πως επηρεάστηκαν οι Lea Porcelain με αυτή τη στασιμότητα: «Μ: Σίγουρα μπορείς να πεις ότι η πανδημία έχει επηρεάσει τη διαδικασία της σύνθεσης τραγουδιών καθώς και τη γενική διάθεση και το κίνητρο για το πώς και γιατί να δημιουργηθεί ένα τραγούδι. Όλα είχαν μηδενιστεί και τα συναισθήματα που φροντίζαμε πριν από την πανδημία φάνηκαν ξαφνικά τόσο περιττά για να τα βρει κανείς. Για ένα μικρό δευτερόλεπτο στον χώρο και τον χρόνο όλα έγιναν σχετικά και ήμασταν όλοι στην ίδια κατάσταση για μια φορά. Περιέργως, αυτή η κατάσταση του κενού έχει επηρεάσει τη στιχουργική μου με πολύ θετικούς τρόπους. Για να πούμε, για παράδειγμα, ότι ξαφνικά άρχισα να φτιάχνω ανεβαστική μουσική, πολύ groovy που θα μπορούσες σχεδόν να πεις feelgood μουσική. Δεν θα το περιέγραφα ως "χαρούμενο”, αλλά σίγουρα θα έλεγα ότι για μια στιγμή, δεν υπήρχε πια χώρος για λύπη. Όλα ήταν τόσο μουδιασμένα, το μόνο που έκανα ήταν να
βγάζουν θετικούς ήχους κάποια στιγμή, ενώ οι Lea Porcelain είναι γνωστοί για τη μελαγχολική τους δύναμη. Ήταν όμως καιρός για αλλαγή και έτσι άλλαξε η δυναμική σύνθεσης των τραγουδιών».

Κι από οικονομικής άποψης ωστόσο, ο χώρος της τέχνης επηρεάστηκε πολύ αρνητικά. Στη χώρα μας μόνο, είδαμε να παίρνουν απανωτές αναβολές η μία συναυλία μετά την άλλη, χωρίς ωστόσο καμία ανακοίνωση αναφορικά με οποιοδήποτε μέτρο στήριξης της
καλλιτεχνικής κοινότητας. Μήπως στη Γερμανία, συνέβη κάτι διαφορετικά; Η απάντησή τους αρνητική. «Μ: Η Γερμανία είχε με πολλούς τρόπους ξεχάσει τους καλλιτέχνες της, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, χωρίς παρεξήγηση. Φαινόταν ότι είχε πιο “σημαντικά” πράγματα να κάνει και πιο σοβαρά προβλήματα για να λυθούν από αυτά των καλλιτεχνών που τώρα τους λείπει η σκηνή. Ψυχικά και οικονομικά οι καλλιτέχνες λιμοκτονούσαν, και το κοινό λιμοκτονούσε πολιτισμικά. Ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή και έπρεπε να βρούμε πολλούς τρόπους για να συντηρηθούμε, όπως για παράδειγμα να γίνουμε Techno Promoters και να κάνουμε παράνομα πάρτι με το όνομα «Porzellan Bar» στο Βερολίνο. Αλλά η γερμανική κυβέρνηση από την άλλη αντέδρασε αρκετά γρήγορα με προγράμματα όπως το
“Neustart Kultur” ή τη γενική χρηματοδότηση καλλιτεχνών του “Initiative Musik” από τα οποία έχουμε επωφεληθεί και εμείς και για την παραγωγή του Choirs To Heaven. Οπότε βασικά αυτό είναι παράπονο σε πολύ υψηλό επίπεδο, αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν ζηλεύω λίγο για χώρες όπως η Ιρλανδία ή η Φινλανδία που είχαν πολύ καλύτερη υποστήριξη καλλιτεχνών από τη Γερμανία. Στη Γερμανία ήταν κυριολεκτικά απλώς “Sex, Drugs and on the Dole” για μένα. Άλλες χώρες όπως η Ιρλανδία εισήγαγαν ένα ειδικό ταμείο
καλλιτεχνών με μηνιαία πληρωμή. Τώρα αυτό είναι μια πολύ διαφορετική αίσθηση από μια βόλτα στο Jobcenter, στο Neukölln κάθε μήνα. Ευτυχώς οι μέρες αυτές τελείωσαν». Έχoυν, λοιπόν,  ποτέ σκεφτεί ότι θα μπορούσατε να φύγουν μόνιμα από τη Γερμανία; «J: Νομίζω ότι θα ήθελα πολύ να περάσω περισσότερο χρόνο στην Ισπανία, όπου έφτιαξα το κύριο στούντιο τώρα. Είναι ένα μέρος όπου έχεις πλήρη συγκέντρωση στη μουσική και το σώμα σου, κάνοντας πολλά αθλήματα και διαλογισμό, για να προετοιμάσεις το σώμα σου για την καλύτερη ψυχική του κατάσταση για να μπορείς να είσαι δημιουργικός. Αγαπώ επίσης το LA, αλλά όχι μόνιμα».

Και περνώντας ξανά από την εποχή της ανασφάλειας, στην εποχή που όλα συμβαίνουν ψηφιακά, και που ίσως η εικονική πραγματικότητα και τα social φαντάζουν κάποιες φορές πιο δελεαστικά από την πραγματική ζωή, άραγε αυτό πως κάνει έναν καλλιτέχνη να
αισθάνεται; Η μουσική έχει μετατραπεί σε ένα απλό θέαμα για τα social media. Σκεφτείτε μόνο τη διάσταση που αυτό έχει πάρει, σε μέσα σαν το TikTok. Σαν να έχει χάσει την πραγματική της ουσία, και να συμβαίνουν όλα για το εφέ. Θέλω να ακούσω αν ο
Markus κι ο Julien είναι οκ μ’ αυτό. Απαντά o Markus: «Η σκέψη των millennials για τη μουσική γύρω απ’ τα social media έχει σίγουρα επηρεάσει όλους τους καλλιτέχνες και τις μπάντες. Υπήρξε μάλιστα μια εποχή που οι αμοιβές και ο χρόνος επί σκηνής ήταν σχεδόν ίδια με τον αριθμό των followers. Σήμερα αισθάνομαι ότι εξακολουθεί να υπάρχει παρόμοια σημασία, αλλά διαδίδεται σε διάφορα channels και οι millennials φαίνεται να κατανοούν περισσότερο ότι αν οι καλλιτέχνες λαμβάνουν λιγότερο υπόψιν  τους τα social media ή
ακόμα και να απέχουν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως ο Nils Frahm για παράδειγμα, αυτές οι ενέργειες γίνονται ξανά σεβαστές. Από την άλλη, τόση μεγάλη μουσική έχει μείνει απαρατήρητη κατά τη διάρκεια της ζωής των καλλιτεχνών όπως ο Erik Satie, οι Joy Division. Πού να βασίζονταν άραγε εκείνοι; Ή μήπως θα είχαν περισσότερες πιθανότητες αυτές τις μέρες; Επίσης, το οπτικό κομμάτι στη μουσική σίγουρα μεγάλωσε, αλλά εξακολουθεί να αφορά τη μουσική, επίσης στα Social. Το πιο σημαντικό είναι πώς θα εξελιχθεί; Γιατί οι millennials είναι παλιοί. Τι γίνεται με τη γενιά μετά απ’ αυτούς κι έπειτα με την επόμενη;»

Καθώς οι ερωτήσεις μου φτάνουν στο τέλος τους ρωτάω  τι θα ήθελαν εκείνοι να μοιραστούν αναφορικά με την πρώτη τους εμφάνιση μπροστά στο ελληνικό κοινό, την Κυριακή 12 Ιουνίου στη σκηνή του  Plissken Festival: «Είναι η πρώτη φορά που παίζουμε ζωντανά στην Ελλάδα, οπότε είναι πάντα ξεχωριστό, αν παίζεις για πρώτη φορά σε μια χώρα. Επίσης, δεν έχω πάει ποτέ στην Αθήνα, οπότε ανυπομονώ πραγματικά γι’ αυτήν την ιστορική πόλη. Επίσης το line-up του φεστιβάλ είναι πραγματικά τέλειο για εμάς, οπότε πιστεύουμε ότι θα είναι μια τέλεια πρώτη εμφάνιση για το συγκρότημα και ανυπομονούμε πολύ γι’ αυτό και ελπίζουμε να ξεκινήσουμε μια ιστορία για το συγκρότημα στην Ελλάδα!»

 

https://www.plisskenfestival.gr/12-june/

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured