Ο Brett σου μιλάει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, από το δωμάτιό του στο κέντρο του Λονδίνου, κι εσύ νιώθεις ότι σε λίγο το δικό σου δωμάτιο θα βρίσκεται στο Πικαντίλι. Εκεί είναι ακόμα μεσημέρι, εδώ απόγευμα, κι ο φλεγματικός Άγγλος με την υποψία αυθάδειας στη φωνή που κάποτε τραγουδούσε στους Suede πιστεύει ότι δεν είναι τόσο ταλαντούχος όσο οι Talk Talk και προσπαθεί να ανακαλύψει ξανά την κρυμμένη γοητεία των σύνθετων ήχων. Το Avopolis μίλησε μαζί του για την «Αργή Επίθεση» (Slow Attack) που εξαπέλυσε φέτος...

Κάποια στιγμή είχες πει ότι το να δουλεύεις ως σόλο καλλιτέχνης μοιάζει λίγο με την οδήγηση. Σε ποιο λοιπόν σημείο του δρόμου αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι τώρα; Στον αυτοκινητόδρομο ή σε έναν μικρό στενό;

Πού βρίσκομαι... Είναι ενδιαφέρουσα μεταφορά πάντως. Δεν έχω καταλήξει ακόμα για το πού βρίσκομαι. Νιώθω ότι ακόμα ψάχνω τον δρόμο στον οποίο θέλω να κινηθώ και δοκιμάζω συνεχώς διαφορετικές κατευθύνσεις μέχρι να δω πού θα αισθάνομαι καλύτερα. Σε καμία περίπτωση δεν είμαι σε αυτοκινητόδρομο, μάλλον είμαι σε έναν κανονικό δρόμο και προσπαθώ να ανεβάσω ταχύτητα. Τώρα, ας πούμε, νιώθω ότι πηγαίνω με 40 μίλια την ώρα και ελπίζω κάποια στιγμή να φθάσω και τα 70. Ουσιαστικά ακόμα μαθαίνω πώς να λειτουργώ μόνος, χωρίς δηλαδή μια μπάντα. Σέβομαι τα χρόνια που πέρασα στους Suede και τη μουσική την οποία παίζαμε – ροκάραμε αρκετά κι όλα αυτά είναι όμορφα, αλλά έχω πλέον περάσει σε μια τελείως διαφορετική φάση. Τώρα με ενδιαφέρει να μπορώ να γίνομαι καλύτερος σε κάθε καινούργια δουλειά. Προς το παρόν νιώθω λίγο σαν outsider ως σόλο μουσικός, αλλά μαθαίνω να βελτιώνομαι.

Παλιότερα είχες πει ότι ήθελες να φτιάξεις ένα πιο ατμοσφαιρικό άλμπουμ από το Wilderness. Αισθάνεσαι ότι εκπλήρωσες αυτή την επιθυμία με το Slow Attack;

Σχεδόν. Κι αυτό διότι κάθε δίσκος που φτιάχνεις ποτέ δεν ταυτίζεται απόλυτα με ό,τι είχες στο μυαλό σου όταν ξεκινούσες. Στην πορεία αλλάζουν πολλά πράγματα, πειραματίζεσαι και δοκιμάζεις διάφορους τρόπους για να εκφραστείς καλύτερα. Είναι σίγουρα μαγικός ο τρόπος με τον οποίο παρακολουθείς τις αρχικές σου ιδέες να εξελίσσονται μέσα στην πορεία της δημιουργίας ενός δίσκου και πραγματικά μπορείς να φθάσεις σε σημεία που δύσκολα θα μπορούσες να φανταστείς, όσο ήσουν στην αρχή. Έτσι λοιπόν το καινούργιο άλμπουμ μπορεί να μη βγήκε ακριβώς όπως το είχα φανταστεί, αλλά μου αρέσει πολύ σαν αποτέλεσμα, ακριβώς επειδή το αναπάντεχο μπορεί να αποβεί και γοητευτικό. Όσο για τον «ιδανικό» δίσκο τον οποίον ακόμα φαντάζομαι, βρίσκεται κάπου εκεί έξω. Και αυτή είναι τελικά η ομορφιά στη δουλειά που κάνω: να κυνηγάς πάντα τις ιδέες σου και να προσπαθείς να τις κάνεις πραγματικότητα, άσχετα εάν δεν το πετυχαίνεις πάντα. Πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη το κυνήγι όσων προκλήσεων μας ξεπερνούν. Αυτό μου αρέσει περισσότερο στη μουσική, η πρόκληση του άπιαστου και το ταξίδι μέσα σε όλο αυτό. Το να προσπαθείς να δημιουργήσεις κάτι και να ξεφεύγεις από το αρχικό σχέδιο το βρίσκω γοητευτικό και συχνά αναγκαίο.

Ο προηγούμενος δίσκος σου λειτουργούσε σε ένα αρκετά απλό πλαίσιο σε ό,τι αφορά στον ήχο, ενώ κι εσύ φαινόσουν αρκετά πιο εκτεθειμένος πίσω από μια ακουστική κιθάρα ή ένα πιάνο. Στο Slow Attack σε βρίσκουμε σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, λιγότερο αφαιρετικό και πιο πολύπλοκο, με περισσότερα όργανα και ελαφρώς πιο ηλεκτρικό ήχο. Πού οφείλεται αυτή η αλλαγή κατεύθυνσης;

Ήθελα λιγότερη εσωστρέφεια στο Slow Attack, έτσι προτίμησα να βρίσκεται στο επίκεντρο η μελωδία. Με ενδιέφερε πολύ η διάθεση και η ατμόσφαιρα που αποπνέουν οι μελωδίες. Στο Wilderness αντιθέτως ήθελα να αναδείξω περισσότερο την ουσία, το άρωμα αν θέλεις των τραγουδιών, μέσα σε ένα ιδιαίτερα απογυμνωμένο σκηνικό. Λιγότερα όργανα, λιγότερα ακόρντα, πολύ συγκεκριμένοι στίχοι – και αυτό ήταν. Το Slow Attack αφορά περισσότερο στη γενικότερη διάθεση, αλλά και στην οργανική συναρμογή των μερών στο εσωτερικό κάθε τραγουδιού (στοιχεία που δεν υπήρχαν στο Wilderness). Για την οποία νιώθω αρκετά περήφανος – ειδικά στο τραγούδι “Ashes Of Us”. Με την ευρεία έννοια ο δίσκος λειτουργεί λοιπόν και λίγο ως soundtrack – κι αυτό νομίζω ότι είναι όμορφο.

Το Slow Attack μοιάζει να προκαλεί τον ακροατή να διαβάσει ανάμεσα από τους στίχους για να κατανοήσει τις ιστορίες του. Οι στίχοι εδώ περισσότερο υπονοούν παρά δείχνουν. Ήταν μια συνειδητή απόφαση από την αρχή να κινηθείς έτσι ή τελικά συνέβη στην πορεία;

Ναι, συνειδητά αποφάσισα να μην κινηθώ στιχουργικά στα ίδια πλαίσια με την προηγούμενη δουλειά μου. Εδώ ήθελα να χρησιμοποιήσω τις λέξεις με λίγο διαφορετικό τρόπο, ίσως πιο αφηρημένα – όπως άλλωστε γίνονται και οι στίχοι μου στο πέρασμα των χρόνων – για να ζωγραφίσω ιμπρεσσιονιστικά τοπία. Τώρα τα τραγούδια δεν μιλούν για πολύ συγκεκριμένα πράγματα, αλλά λειτουργούν περισσότερο σαν παλέτα συναισθημάτων με έναν πιο ακαθόριστο τρόπο. Πιστεύω ότι οι στίχοι δεν χρειάζεται να αποπνέουν πάντα την αίσθηση ότι πρόκειται για αποσπάσματα από το προσωπικό μας ημερολόγιο. Το γράψιμο αφορά στην έκφραση του συναισθήματος. Και ο τρόπος καταγραφής οφείλει επομένως να μην εγκλωβίζεται σε φόρμες, πρέπει να διαφοροποιείται κάθε φορά.

Στην καινούργια σου δουλειά αναφέρεις ότι έχεις επηρεαστεί αρκετά από τη μουσική των Talk Talk αλλά και από τον Mark Hollis. Πώς αποφάσισες να κάνεις αυτό το μουσικό ταξίδι στο παρελθόν για να βρεις έμπνευση;

Στο Slow Attack συνεργάστηκα με τον Leo Abrahams στον οποίο – όπως και σ’ εμένα – αρέσει πολύ η μουσική των Talk Talk. Έτσι ξεκινήσαμε να δουλεύουμε τον δίσκο εμπνεόμενοι από τη δουλειά τους και κυρίως από τις ατμόσφαιρες της μουσικής τους. Λειτούργησαν λίγο σαν το εναρκτήριο λάκτισμα για να μπει σε τροχιά το άλμπουμ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καθίσαμε κάτω και κατακλέψαμε τις μελωδίες και τα τραγούδια των Talk Talk που μας άρεσαν περισσότερο. Απλώς η μουσική τους μας έδωσε μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες, όπως για παράδειγμα την επιλογή να βάλουμε ξύλινα πνευστά ώστε να εμπλουτίσουμε περισσότερο τον ήχο. Άλλωστε δεν θα μπορούσα ποτέ να γράψω τραγούδια σαν αυτά των Talk Talk – ή αντίστοιχων ονομάτων – διότι δεν πιστεύω ότι είμαι τόσο ταλαντούχος συνθέτης και στιχουργός όπως εκείνοι.

Το προηγούμενο άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε πολλά σημεία ζωντανά αλλά και αρκετά γρήγορα, σχεδόν μέσα σε μια εβδομάδα. Πώς δούλεψες με το Slow Attack;

Εδώ συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Το Slow Attack δεν ηχογραφήθηκε γρήγορα και πολύ περισσότερο δεν ηχογραφήθηκε live. Δουλέψαμε κάθε μέρος με ιδιαίτερη σχολαστικότητα, τοποθετώντας το κάτω από το μικροσκόπιο, σε ένα σκηνικό που θυμίζει λίγο ιδρυματική κατάσταση: εγώ, ο Leo και το στούντιο. Δούλευε ο καθένας το δικό του μέρος και μετά μαζί, ή και ξανά από την αρχή, όταν χρειαζόταν.

Κάποτε δήλωσες ότι δεν σε ενδιαφέρει πόσοι άνθρωποι θα αγοράσουν τους δίσκους σου ή σε πόσους θα αρέσει η μουσική σου. Εσύ τι θεωρείς ότι είναι σημαντικό ανάμεσα σε σένα και το κοινό που σε ακούει;

Πιθανότατα το ακροατήριό μου έχει δίκιο... Αυτό νομίζω ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Αλλιώς δεν νομίζω ότι θα αποτελούσαν το δικό μου κοινό, αλλά κάποιου άλλου μουσικού. Αφού όμως κάποιοι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τη μουσική την οποία παίζω, νομίζω ότι το γεγονός λειτουργεί σαν τον κυριότερο και πιο ισχυρό μεταξύ μας σύνδεσμο. Μιλάω με τους ανθρώπους που τους αρέσει η μουσική μου, κυρίως μέσω ίντερνετ – η τεχνολογία ευτυχώς εδώ βοηθάει αρκετά – και ξέρω ότι, εάν κάτι από όλα όσα κάνω, πάψει κάποια στιγμή ν’ αρέσει σε αυτούς τους ανθρώπους, τότε αυτομάτως θα πάψουν να συγκαταλέγονται στο δικό μου κοινό. Αυτό που σίγουρα προσπαθώ να κάνω, εφόσον θέλω να σέβομαι τον εαυτό μου ως μουσικό, είναι να μπορώ να γίνομαι κάθε μέρα καλύτερος. Γιατί τελικά το θέμα στο τέλος της ημέρας δεν είναι τι είδος μουσικής παίζεις, αλλά η ποιότητα με την οποία την επενδύεις. Ίσως υπάρχουν μερικοί στους οποίους δεν αρέσει ό,τι κάνω, ακριβώς επειδή δεν ανήκω πια στην κατηγορία του indie rock. Είναι αποδεκτό, αφού αληθεύει ότι δεν με ενδιαφέρει να κάνω αυτό το είδος μουσικής πλέον.

Εδώ και καιρό έχεις δημιουργήσει και το δικό σου label. Πώς και το ξεκίνησες;

Ναι, έφτιαξα το δικό μου label και καλό είναι να μην φανταστεί κάποιος ότι κυνηγάω μπάντες για να βγάλω χρήματα ή οτιδήποτε τέτοιο. Το βλέπω απλώς σαν ένα όχημα για να μπορώ να κυκλοφορώ πιο εύκολα τους δίσκους μου. Μου παρέχει ελευθερία η ύπαρξη του label, ώστε να μπορώ να βγάλω ό,τι δίσκο θέλω χωρίς προβλήματα και χωρίς μεσολαβήσεις τρίτων. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια αρκετοί καλλιτέχνες κινούνται προς μια τέτοια κατεύθυνση αυτονομίας, λόγω το ότι οι δισκογραφικές αποδεικνύονται όλο και λιγότερο αξιόπιστες.

Δεν έχεις επομένως θετική γνώμη για το μέλλον της μουσικής βιομηχανίας...

Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο θέμα, χρειάζεται πολλές ώρες συζήτηση. Έχει αρκετό ενδιαφέρον πάντως ο τρόπος με τον οποίο έχουν εξελιχθεί τα πράγματα τα τελευταία 2-3 χρόνια στη βιομηχανία. Οι καλλιτέχνες έχουν πια βρει διαφορετικούς τρόπους για να κερδίζουν τα χρήματά τους, διότι δεν μπορούν πλέον να πουλήσουν τόσο εύκολα τους δίσκους τους, όπως έκαναν παλαιότερα, και φυσικά θα πρέπει τελικά κάπως να μπορούν να πληρώνονται για τη δουλειά που κάνουν. Πρόκειται για κάτι που μερικοί άνθρωποι, όσοι ιδίως ακούνε μουσική συχνά, δεν συνειδητοποιούν: ένας δίσκος έχει κόστος για να βγει, δεν είναι δωρεάν. Πολλές φορές κοστίζει αρκετά χρήματα, τα οποία βαραίνουν τον μουσικό: στούντιο, μηχανήματα, άλλους μουσικούς οι οποίοι θα παίξουν στον δίσκο, την κατασκευή του εξωφύλλου – και ο κατάλογος μοιάζει ατελείωτος. Λογικά ο καλλιτέχνης για να μπορεί να κυκλοφορεί δίσκους θα πρέπει να βγάζει τουλάχιστον τα έξοδά του, αλλά και ένα κέρδος από όλο αυτό, ώστε να καταφέρει να συνεχίσει. Πολλοί είναι όσοι θέλουν μεν μουσική, χωρίς όμως να δίνουν τίποτα για να την αποκτήσουν. Αυτό μου μοιάζει σαν να πηγαίνει κάποιος στο σούπερ μάρκετ, να κατεβάζει ό,τι θέλει από το ράφι και να φεύγει κατόπιν χωρίς να πληρώσει γι’ αυτό που πήρε. Οι συναυλίες αποτελούν σίγουρα έναν τρόπο για να κερδίσει κάποιος χρήματα, το πρόβλημα όμως έγκειται στ’ ότι η σκηνή λειτουργεί κυρίως σαν ηθική ανταμοιβή για τον καλλιτέχνη – όχι ως χώρος όπου θα μπορούσε να δημιουργήσει καινούργιες μουσικές.

Έχεις πει ότι ακούς σχεδόν τα πάντα, από κλασική μέχρι pop και alternative. Υπάρχει κάποια αγαπημένη μουσική ή καλλιτέχνης που ξεχωρίζεις αυτόν τον καιρό;

Μου άρεσε πολύ ο τελευταίος δίσκος των Horrors, το Primary Colours. Αλλά και οι Animal Collective, η Bat For Lashes... Νομίζω ότι κυκλοφορούν αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα αυτό το διάστημα.

Κάθε δίσκος διδάσκει τον καλλιτέχνη, τον βοηθάει να μάθει κάποια πράγματα. Τι έμαθες από τη δημιουργία του Slow Attack;

Τι μου δίδαξε... Νομίζω ότι μου θύμισε ξανά πόσο όμορφη είναι η σύνθετη μουσική. Στο Wilderness, αλλά και στον πρώτο προσωπικό μου δίσκο τα πράγματα ήταν σαφώς πιο απλά και ξεκάθαρα. Όταν μπορείς και ανακαλύπτεις ξανά τη γοητεία που κρύβεται και σε πιο πολύπλοκες μουσικές τότε σίγουρα μαθαίνεις αρκετά πράγματα. Και ναι, κάθε δίσκος έχει κάτι να σου δώσει.

Θα σε δούμε ξανά στην Ελλάδα;

Είχα περάσει πολύ καλά στη συναυλία της Αθήνας και θα ήθελα πολύ να ξαναγυρίσω. Είναι τόσο απλό, όσο ένα τηλεφώνημα στον ατζέντη μου...

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured