Πολλά έχουν ακουστεί για το στούντιό σας, αλλά νομίζω ότι, αν δεν το δεις, δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις περί τίνος πρόκειται. Ποια είναι η ιστορία αυτού του χώρου;

Αυτό το στούντιο ξεκίνησε το 1998. Πάνε 21 χρόνια. Στην αρχή υπήρχαν σπαρμένα πράγματα, κιθάρες, βιβλία, δίσκοι. Παρόλα αυτά, ακόμα και τώρα, πάντα υπάρχει χώρος για κάτι ακόμα. Θα προτιμούσα σίγουρα έναν διπλάσιο χώρο. 

Τι μουσικές θα βρει κανείς ψαχουλεύοντας αυτά τα ράφια;

Δεν θα έλεγα ότι είμαι της Δυτικής μουσικής –αν και όλες οι μουσικές, αν είναι καλές, είναι καλές. Το βλέμμα μου βλέπει προς την Ανατολή, αλλά, προσωπικά, χρησιμοποιώ τα πάντα. Παρόλο που έχω έναν αλληθωρισμό προς την Αφρική· και λόγω της αγάπης μου για τη μαύρη κουλτούρα γενικότερα, αλλά και λόγω της ιστορίας της ηπείρου. Όλες πάντως οι κουλτούρες μού είναι αγαπητές. 

Ποιες είναι οι πηγές σας; Έχετε ταξιδέψει για να αφουγκραστείτε έναν λαό και τη μουσική του; 

Έχω κάνει ταξίδια. Δεν έχω ανέβει όμως στο Μάτσου Πίτσου –και δεν ξέρω αν θα το κάνω τώρα, στα 62 μου. Είναι μια αγαπημένη περιοχή στη Νότια Αμερική, η οποία μοιάζει πολύ με εμάς. Οι τρόποι γραφής και στα όργανα και στους ρυθμούς έχουν μεγάλη σχέση με αυτούς των αρχαίων Ελλήνων. 

Όσον αφορά στις πηγές μου, δεν μπορώ να με θυμηθώ πότε ξεκίνησα να ερευνώ και να διαβάζω για τη μουσική. Ήμουν πάρα πολύ μικρός. Για εμένα αυτός ο χώρος είναι ένα έργο ζωής. Κάποια στιγμή ελπίζω να βρεθεί κάποια μορφή συνεργασίας, ώστε αυτά τα πράγματα να γίνουν διαθέσιμα και σε άλλους. 

Εσείς τα χρησιμοποιείτε όλα αυτά;

Για την ώρα τα χρησιμοποιώ για να γράφω τη δική μου μουσική. Κάποια στιγμή θα φύγω, όμως. Ο γιος μου βέβαια είναι μουσικός, αλλά έχει κι εκείνος την αντίληψη ότι ορισμένα πράγματα πρέπει να ανήκουν και στους γύρω μας, ώστε να αποκτήσουν γνώση από εκείνα, και όχι να είναι σε κάποιου είδους βιτρίνα. Δεν έχει νόημα να τα βλέπουμε και να μην τα αγγίζουμε. Πρέπει, όποιος θέλει, να έχει τη δυνατότητα να πιάσει την κιθάρα ή το ξυλόφωνο και να παίξει. Αυτή είναι και η ουσία της μουσικής. Κι αυτός ήταν και ο λόγος δημιουργίας του συγκεκριμένου χώρου. 

Εκτός από τα ακουστικά όργανα που είδες μπαίνοντας, τα synthesizers πίσω σου είναι η ιστορία των synths και του ήχου. Αυτό εδώ, το Mellotron, είναι το πρώτο sample synthesizer –το έχουν χρησιμοποιήσει και οι αγαπημένοι μου King Crimson. Είναι ακόμη λειτουργικό, αν και θέλει ένα σέρβις αυτή τη στιγμή, γιατί έχει άπειρες ταινίες μέσα οι οποίες χρειάζονται καθάρισμα. Τη δεκαετία του 1960, όταν και κατασκευάστηκε, ήταν πρωτοποριακό όργανο· και έκανε όσο κάνει ένα διαμέρισμα στο κέντρο του Λονδίνου. 

36Ptstk_2.jpg

Στα χέρια σας πώς έφτασε;

Το έψαξα. Ήταν σε ένα στούντιο εδώ στην Ελλάδα, όπου το είχαν απαξιωμένο. Το έφερε κάποιος από το Λονδίνο και κανείς δεν ήξερε την αξία του. Όταν βέβαια ενδιαφέρθηκα να το αγοράσω, ρώτησαν και ήξεραν πολύ καλά. Είναι ιστορικό. Όπως και πολλά άλλα που υπάρχουν εδώ. Αυτή π.χ. η φαρφίσα –με μια παρόμοια έπαιζαν και οι Doors. Όλα είναι λειτουργικά. Δεν είναι εδώ απλά για να τα βλέπω, παίζουν κανονικά. Ένα από τα κομμάτια που θα κυκλοφορήσει τώρα από την Into The Light, είναι γραμμένο σε αυτό εδώ το τετρακάναλο. Ενώ έχω βγάλει και μια καινούρια version, ο Ηλίας Πίτσιος, ο οποίος είναι ο δημιουργός της εταιρείας μαζί με τον Ολλανδό Tako Reyenga, δεν την ήθελε με τίποτα. Μου λέει «δεν υπάρχει περίπτωση, στον δίσκο θα μπει το κομμάτι του 1983». Κι αυτό μπήκε. Λέγεται "Like Α Knife". 

Ο δίσκος αυτός είναι το επερχόμενο On Shores, σωστά; Πώς προέκυψε; 

Η πρώτη μου συνάντηση με τον Ηλία Πίτσιο έγινε με αφορμή ένα διπλό άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2012 με μπόλικους μουσικοσυνθέτες και λεγόταν Into The Light. Ήταν ένα ταξίδι, όπως το έλεγε, στην ελληνική ηλεκτρονική μουσική, η οποία στην τελική δεν έχει και ιδιαίτερα μεγάλο κοινό –και ούτε είχε ποτέ. Από τότε είχε μπει στο πλάνο να βγει πρώτα το Endless (2015) και δεύτερο το On Shores

Αυτοί οι τίτλοι έχουν προκύψει από ένα κομμάτι που είχα στο πρώτο μου βινύλιο στη Utopia, το "On Endless Shores". Ήταν μια αναφορά στον Erik Satie. Έτσι, είχε την ιδέα να κόψουμε τον τίτλο στα δύο και να κυκλοφορήσουν αυτοί οι δίσκοι, τους οποίους θα ακολουθήσει αργότερα ένα επετειακό box. Δέχτηκα. Και έχουν ενδιαφέρον και τα εξώφυλλα, τα οποία έχει επιμεληθεί ο Κώστας Χρήτης από τη Θεσσαλονίκη: προκύπτουν από τη φωτογραφία μιας μεγάλης παραλίας στην Πορτογαλία, την οποία κάθε φορά ο ίδιος κόβει κατά το δοκούν. Και κάποια στιγμή, όταν βγει το box, θα ενωθούν.

Το On Shores λοιπόν περιλαμβάνει πάλι κομμάτια από παλιά. Κάποτε στο Τρίτο Πρόγραμμα –και με τον Μάνο Χατζιδάκι και μετά– κάναμε κάποια εργαστήρια ηλεκτρονικής μουσικής, στα οποία μπαίναμε σε ένα στούντιο με μια ιδέα και τη γράφαμε εκεί. Δεν ήταν έτοιμη, δηλαδή. Την κάναμε είτε παίρνοντας μουσικούς μαζί μας, είτε κάνοντας συνεργασίες μεταξύ μας. Είχαμε πάει και Θεσσαλονίκη. Ήταν κάτι κινούμενο και είχε και πολύ ενδιαφέρον. Από εκείνο το εργαστήριο προέκυψαν κομμάτια πολύ σημαντικά. Μερικά από αυτά είναι στο συγκεκριμένο άλμπουμ, μαζί με ελάχιστα καινούρια. 

Στο ADD Festival 2019 το Σάββατο θα ακουστούν και νέα κομμάτια ωστόσο, ενώ στο τέλος θα υπάρξει και μια έκπληξη –δεν ξέρω βέβαια αν ο κόσμος θα μείνει ή θα φύγει νωρίς. Ειδικά πάντως για όσους ακούν rock, ας πούμε ότι θα κλείσει «οικεία». 

36Ptstk_3.jpg

Θα είστε μόνος επί σκηνής;

 Όχι, θα παίξω με τον γιο μου τον Μίνωα, ο οποίος είναι καθηγητής μουσικής και μπασίστας, αλλά παίζει και κρουστά· και με τον Κωνσταντίνο Χριστοδούλου, ο οποίος είναι ντράμερ, αλλά μαζί μου στην πορεία ξέφυγε τελείως με όλα αυτά τα όργανα που βλέπεις εδώ μέσα. Είναι η «παιδική χαρά» του! Ξέρεις, με τη νέα γενιά τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Όταν γράφουν στο στούντιο, έχουν συνηθίσει τον μετρονόμο. Αν δεν βάλουμε μετρονόμο, χαθήκαμε! Λες και ο μετρονόμος δεν είναι στην καρδιά ή στο μυαλό. 

Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε αλήθεια τη μουσική σας;

Η μουσική μου είναι μια μίξη από εθνικές φόρμες από όλο τον κόσμο –όλοι οι πολιτισμοί άλλωστε έχουν καταπληκτικά πράγματα να επιδείξουν– με μινιμαλιστικά στοιχεία. Κυρίως από τη σχολή του Steve Reich, όχι τόσο του Philip Glass, ο οποίος είναι πιο ορχηστρικός. Το «πολύ» στη μουσική ποτέ δεν μου άρεσε. 

Τα ακούσματά σας ωστόσο εκκινούν από τη μαύρη μουσική, όπως μου είπατε. Πώς ξεκίνησε αυτή η αγάπη;

Κατ' αρχάς στον Πειραιά, όπου μεγάλωσα, υπήρχε ένα μέρος όπου γίνονταν πολλά κυριακάτικα πρωινά μουσικής, με ροκ συγκροτήματα. Θυμάμαι ότι μια μέρα γινόταν συναυλία στον κινηματογράφο Τερψιθέα με τους Juniors, οι οποίοι έλεγαν: «Μαζί μας σήμερα θα είναι και ένας κιθαρίστας από την Αγγλία, πολύ καλός». Ο κιθαρίστας των Juniors είχε τότε σκοτωθεί σε ατύχημα, έναν μήνα πριν. Ο τύπος λοιπόν αυτός από την Αγγλία, ήταν ο Eric Clapton. Τότε ήταν η εποχή που έπαιζε με τους Bluesbreakers του John Mayer, ήταν πιτσιρίκος. Αν και μου αρέσουν πιο πολύ οι μαύροι κιθαρίστες –άλλο Buddy Guy κι άλλο Eric Clapton– ο Clapton έχει δουλέψει πάρα πολύ το blues· και ο τρόπος με τον οποίον έπαιζε, ήταν «μαύρος». Αμέσως λοιπόν μετά πήρα δίσκο των Bluesbreakers, τον παρήγγειλα από μια μεγαλύτερη ξαδέρφη μου, η οποία βρισκόταν στο Λονδίνο. 

 Μετά μπήκαν στη μέση οι Pink Floyd. Aπό εκείνους έμαθα ότι τους έδωσε ιδέες ο Karlheinz Stockhausen, κι από αυτόν έφτασα κατόπιν στον Ιάννη Ξενάκη. Κι έπειτα, από τον Ξενάκη βρήκα μια μεγάλη μου αγάπη, η οποία δυστυχώς έφυγε νωρίς: τον Γιάννη Χρήστου, έναν υπέροχο άνθρωπο. Έφυγε σε τροχαίο. Θα ήταν άλλη η ελληνική μουσική, αν ζούσε. Είχε πνευματικότητα και ήταν πολύ εσωτερικός. Ένα έργο του, το "Μυστήριον", έχει χρησιμοποιήσει και ο Θόδωρος Τερζόπουλος στις Βάκχες. Με αφορμή μάλιστα αυτό, έχω γράψει κι εγώ ένα δικό μου "Μυστήριον", διάρκειας 70 λεπτών· για μια πολυτοπική εγκατάσταση στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, τον χώρο όπου γίνονταν τα βασανιστήρια επί δικτατορίας. 

Από όλες αυτές τις αναφορές, λοιπόν, αναγκαστικά διάνυσα αυτή τη διαδρομή από το blues, το οποίο υπάρχει πάντα. Είναι όμως κάτι άλλο. Ειδικά όταν γνώρισα τον Ξενάκη από κοντά, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει γυρισμός. 

{youtube}tpreOjT9qxI{/youtube}

Ποια ήταν η σχέση σας με τον Ξενάκη;

Τσακωνόμασταν μερικές φορές. Καταρχάς, ο άνθρωπος ανήκει στα μεγαλύτερα μυαλά του 20ου αιώνα. Είναι από τους πνευματικούς μου πατέρες, όπως και ο Κορνήλιος Καστοριάδης και ο Κώστας Αξελός. Για αυτήν την περίφημη παρέα τότε στο Παρίσι, ήμουν έτοιμος να φύγω. Κι αν το είχα κάνει, μάλλον δεν θα είχα γυρίσει. Μέσα όμως σε ενάμιση μήνα έχασα τον πατέρα μου και έπρεπε να διαχειριστώ πολλά πράγματα εδώ. Μου έστειλε τότε ότι έρχεται εκείνος –είχε πάρει πίσω την ελληνική υπηκοότητα που του είχαν στερήσει λόγω Αριστερών πεποιθήσεων. Και τότε φτιάχτηκε και ο Σύλλογος Ελλήνων Συνθετών Ηλεκτρονικής Μουσικής, του οποίου ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη. 

Η διαφωνία μας ωστόσο ήταν η εξής: εκείνος βάσιζε τη μουσική του στα μαθηματικά και εγώ θεωρούσα –και θεωρώ– ότι τα συναισθήματα δεν μπορούν να μπουν σε παρτιτούρα. Όπως έχει πει και ο μεγάλος συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής, Ψαραντώνης: «Εγώ αυτά τα μαύρα μυγάκια πάνω στο χαρτί, εν τα κατέω». Και συμφωνώ απόλυτα. Η μουσική βρίσκεται στην καρδιά. Δεν γίνεται όμως να διαφωνήσεις για τέτοια πράγματα, όσα επιχειρήματα και να έχεις, από τη στιγμή που είναι μπροστά σου ένας άνθρωπος ο οποίος καθόρισε τα πράγματα στον 20ο αιώνα. Η σχέση μας λοιπόν ήταν πολύ δημιουργική. Αν θες, ακόμα και στις διαφωνίες μας. Εγώ ήμουν βέβαια με τον Χρήστου, ο οποίος δεν είχε καμία σχέση με τα μαθηματικά. Το καταλαβαίνεις κι από τη μουσική του. Είναι δύσληπτη, αλλά ευτυχώς βρέθηκε ο θετός γιος του Χατζιδάκι και κυκλοφόρησε ένα box με όλη τη δουλειά του, ακόμα και παρτιτούρες του.

Ο Σύλλογος, υφίσταται ακόμη; 

Υφίσταται ακόμη, αλλά στα χαρτιά. Έχει φύγει πολύς κόσμος. Ήταν ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Θεόδωρος Αντωνίου –ο οποίος πέθανε λίγο πριν τις γιορτές– και άλλοι πολλοί, οι οποίοι είναι τώρα 85 και 89 χρονών. Εγώ ήμουν στους 3,4 που ήταν πιο μικροί. Στην ουσία ο Σύλλογος δεν υπάρχει, έχει ατονήσει. Παρόλα αυτά ήταν μια στέγη. Ξέραμε ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσαμε να συζητήσουμε με ανθρώπους με τους οποίους μιλάμε κοινή γλώσσα. 

Μέχρι στιγμής μού έχετε μιλήσει για 2 δίσκους με κομμάτια από προηγούμενες δεκαετίες. Καινούρια κομμάτια, γράφετε;

Ναι, βεβαίως. Και η διαδικασία λειτουργεί όπως λειτουργούσε πάντα. Έρχεται μια ιδέα και ξεκινάς να την παίζεις. Μεγάλη υπόθεση σε αυτό αποτελούν βέβαια τα synthesizers. Εμένα δεν με ενδιέφερε ποτέ να χρησιμοποιήσω παλιούς ήχους ορχήστρας και ούτω καθεξής –ήθελα καινούριους.

Η έννοια της έμπνευσης είναι ένα περίεργο πράγμα. Ευτυχώς δεν έχω στερέψει ακόμα. Όταν λειτουργεί άλλωστε το μυαλό, λειτουργεί και το θυμικό· οπότε η έμπνευση έρχεται. Υπάρχουν πολλά ερεθίσματα εκεί έξω. Παίζεις κάτι και το κρατάς. Οι νέοι τώρα, από ό,τι βλέπω, δεν τα θυμούνται. Σημειώνουν για παράδειγμα τον ρυθμό των ντραμς. Εμένα δεν μου χρειάζεται. Τυπώνεται μέσα μου και στη συνέχεια χτίζεται ό,τι άλλο θα μπορούσε να μπει. Κι ευτυχώς έχω φτιάξει τον χώρο έτσι, ώστε ό,τι και να μου έρθει –μα ό,τι και να μου έρθει– μπορώ να το κάνω. Μόνο ένα πιάνο ουράς δεν μου χωράει! Για τα δικά μου όμως, είμαι υπερκαλυμμένος.   

{youtube}DJfQcIxC3Uc{/youtube}

Αναφέρατε προηγουμένως ότι η ελληνική ηλεκτρονική μουσική δεν είχε σημαντικό κοινό. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό; 

Καταρχάς, όταν λέμε ηλεκτρονική μουσική, δεν εννοούμε αποκλειστικά synthesizers ή ηλεκτρονικά όργανα. Ο Ξενάκης, για παράδειγμα, εκτός από ένα σύνθι πολύ πρώιμο (το synth 101), χρησιμοποιούσε κυρίως ακουστικά όργανα· αλλά το έκανε με πρωτόγνωρο τρόπο. Όταν λέω πως για την ηλεκτρονική μουσική δεν υπήρξε κατανόηση, εννοώ πως το κοινό της ήταν μπερδεμένο. Θεωρούσε ηλεκτρονική μουσική μόνο τον Jean-Michel Jarre ή τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Όχι ότι έχουν καμία σχέση, ωστόσο. 

Δεν ήταν αυτό, πάντως. Όταν κάναμε το μουσικό εργαστήρι του Τρίτου, χωρούσε τα πάντα –μέχρι δυο βότσαλα που χτυπούσες με τεχνικές της musique concrète. Σε αυτό το πράγμα, λοιπόν, ο κόσμος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Επομένως, εκείνο που του έμενε, ήταν κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι έπαιζαν μεν synthesizers, αλλά με έναν πιο εύληπτο τρόπο. Εκεί στηρίχθηκε προκειμένου να πουλήσει κάποια πράγματα και ο Brian Eno, τον οποίο θεωρώ μεγάλο παραγωγό. 

Τι είναι τελικά ηλεκτρονική μουσική;

Για μένα, είναι μια προσπάθεια του ανθρώπου που πατάει στη γη να επικοινωνήσει με την κοσμική σκόνη. Ό,τι κι αν χρησιμοποιήσει για να το κάνει αυτό. Είναι η προσπάθειά του να βρει το άγνωστο. Αυτό είναι για μένα, και όχι πώς θα τελειοποιήσω το synthesizer μου ώστε να ακούγεται σαν συμφωνική ορχήστρα. Μπορώ να το κάνω. Aλλά δεν με αφορά. 

Θα λέγατε δηλαδή ότι το κοινό τα «έμπλεξε» και έτσι έχασε την ουσία της εκείνη την εποχή;

Η ουσία δεν χάθηκε, γιατί όσοι ήθελαν να κάνουν κάτι, το έκαναν. Η Λένα Πλάτωνος πάτησε πάνω στη Laurie Anderson και έβγαλε τα δικά της. Η Σαβίνα Γιαννάτου, επίσης· έχει φτιάξει φοβερά πράγματα. Και μάλιστα τη θεωρώ την καλύτερη φωνητική παρουσία στην Ελλάδα, μαζί με τη Φλέρυ Νταντωνάκη. 

Δεν χάθηκε τίποτα, λοιπόν. Απλά όσοι κάναμε τότε αυτή τη μουσική, μπήκαμε υπό τη σκέπη του Τρίτου, υπεύθυνος του οποίου ήταν ο Μιχάλης Γρηγορίου, ηλεκτρονικός συνθέτης κι εκείνος. Και έπαιξε μεγάλο ρόλο στο να ακουστεί μουσική την οποία, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα την ήξερε κανείς. Συμμετείχαν ο Κυριάκος Σφέτσας, ο Θεόδωρος Αντωνίου, ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος, ο Βαγγέλης Κατσούλης, ο Θύμιος Παπαδόπουλος. Υπήρχε ένα εργαστήρι τη βδομάδα και βγήκαν απίθανα πράγματα, και μάλιστα ζωντανά. Ερχόταν ο κόσμος και έβλεπε τι κάναμε. Αυτοσχεδιάζαμε, γράφαμε στα μπομπινόφωνα και το κοινό έβλεπε κατευθείαν τη διαδικασία της μίξης. Βέβαια μετέπειτα στις μπομπίνες του Τρίτου γράφτηκαν από πάνω κάτι λαϊκά και πολλά από αυτά χαθήκανε. Εγώ ευτυχώς έχω αρχειοθετική μανία, οπότε έχω όλες τις κασέτες.

Κάπως έτσι το είδε και ο Ηλίας Πίτσιος. Ότι δεν γίνεται να μην υπάρχουν αυτά τα πράγματα. Κι έτσι προσέγγισε τον Κατσούλη, εμένα, τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον Σταύρο Λογαρίδη, και βγήκε τότε αυτός ο δίσκος, ο διπλός. 

36Ptstk_4.jpg

Πιστεύετε ότι η ετεροχρονισμένη κυκλοφορία εκείνου του υλικού επηρεάζει την πρόσληψή του;

Ναι, πολύ. Και δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι την παρουσίαση του Endless στο Ρομάντσο –ο κόσμος από κάτω ήταν κυρίως νέοι. Δεν το περίμενα. Περίμενα να έρθουν οι δικοί μου. Για πλάκα είχα πει «συνάθροιση συνταξιούχων»! Και μετά τη συναυλία, περνώντας ανάμεσα από το κοινό, άκουγα πράγματα που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Το κυριότερο ήταν ότι είχαν κατανοήσει τη μουσική. Ήταν ό,τι καλύτερο. 

Η σχέση σας με τον γιο σας πώς ακριβώς είναι; Καταρχάς, ακούτε τη γενιά του, μέσα από τις συζητήσεις σας;

Ο γιος μου, μού έχει ανοίξει φοβερούς ορίζοντες. Εγώ ήμουν κολλημένος με το progressive στους Genesis και ειδικά στους King Crimson. Μου λέει λοιπόν μια μέρα, «θες να ακούσεις Opeth;». Μου έφτιαξε έτσι μια playlist, στην οποία έβαλε όλα τα medieval τους. Και είχε δίκιο. Αν και δεν μου αρέσουν τα death metal φωνητικά, κάποια τραγούδια ήταν καταπληκτικά. Και μετά ήρθαν κι άλλα. Σίγουρα ένα από τα νέα σχήματα που μου αρέσει είναι οι Porcupine Tree, και φυσικά ο Trent Reznor των Nine Inch Nails. Μου άνοιξε τα μάτια ο γιος μου, κανονικά –και του το οφείλω αυτό. Κι όταν παίζουμε μαζί, έχει φοβερές ιδέες. 

Εσείς τον μυήσατε σε αυτή τη μουσική;

Κοίταξε, αναγκαστικά τον επηρέασα, μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο μουσική. Αλλά ποτέ δεν του είπα τι πρέπει να κάνει. Διάλεξε μόνος του το μπάσο με τα χρόνια και πλέον είναι πολύ ευχαριστημένος. Το μόνο που θα ήθελε είναι η τζαζ να είχε μεγαλύτερη απήχηση και ο κόσμος να ήταν λιγότερο μίζερος απέναντι στις ελληνικές παραγωγές –να σταματήσει αυτή η νοοτροπία του «ε, εντάξει, για Ελλάδα, τι περιμένεις;». Πάντως είναι αλήθεια ότι, εάν βγάλεις φωτογραφίες το κοινό της τζαζ και τις συγκρίνεις μεταξύ τους, είναι το ίδιο. 

36Ptstk_5.JPG

Σας απασχολεί εσάς το θέμα της επιτυχίας, με ό,τι αυτή συνεπάγεται; 

Δεν με απασχόλησε ποτέ. Ξέρω ότι χρήματα από αυτό δεν πρόκειται να βγουν. Εάν είχα φύγει έξω, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Αποφάσισα όμως να μείνω εδώ και να αντιμετωπίσω την απώλεια του πατέρα μου. Είμαι ευχαριστημένος και ευτυχισμένος με όσα γίνονται. Βλέπω τη συνέχεια στη δουλειά, στο πρόσωπο και στο παίξιμο του γιου μου, βλέπω τους ανθρώπους που πραγματικά με εκτιμούν. Από ό,τι φαίνεται, δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.

Όλο αυτό το αρχείο χρόνων έχετε σκεφτεί με κάποιον τρόπο να το δημοσιοποιήσετε; Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πολύ λίγο υλικό για εκείνη την εποχή... 

Το ξέρω. Κι αυτό μου έκανε εντύπωση στον Ηλία Πίτσιο και στα παιδιά, ότι είχαν τρέλα να το ψάξουν. Δεν τους ενδιέφερε να κάνουν μια αρπαχτή. Δεν είπαν ότι «ανακάλυψαν» κάτι. Είπαν ότι γνώρισαν ανθρώπους και άρχισαν να σκάβουν στα αρχεία τους. Κι αυτό μου άρεσε. Και οι ίδιοι μου είπαν «ξέρεις πόσος κόσμος ψάχνει αυτά τα πράγματα;». Και πράγματι, ο κόσμος φαίνεται να το αγαπάει. Είναι σημαντικό να καταγραφούν και να δημοσιευθούν όλα αυτά κάποια στιγμή. 

Και για τα αντικείμενα, θα ήθελα να υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Δεν υπάρχει τέτοιο αρχείο σε όργανα. Ακόμα και στην Πλάκα, στο Μουσείο Μουσικών Οργάνων, υπάρχουν 20 όργανα όλα κι όλα –παρατημένα, χωρίς ζωή. Το έχω σκεφτεί πολύ να κάνω κάτι με όλα αυτά τα πράγματα εδώ μέσα, αλλά δεν θέλω με τίποτα να πέσουν στα χέρια του Δημοσίου και να μάθω, γέροντας ων, ότι «εξαφανίζονται» όργανα. Εάν υπάρξει ένα ίδρυμα, του οποίου διαχειριστής θα γίνει στη συνέχεια ο γιος μου, ναι, θα το κάνω με μεγάλη μου χαρά. Γιατί ξέρω ότι θα σεβαστεί το έργο του πατέρα του. 

{youtube}QUarIORF_6w{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured