Χάρης Συμβουλίδης

Το νέο σας άλμπουμ έχει πίσω του 3 διαφορετικά labels, ενώνοντας την Αθήνα (mafia) με την Κρήτη (BodyBlows) και το Λονδίνο (Hominid Sounds). Είναι σημάδι της δυσκολίας των δισκογραφικών καιρών για το underground που αγαπά ακόμα το φυσικό format; Ή υπάρχει κάποια άλλη ιστορία;

Σίγουρα το να είσαι μικρή δισκογραφική που «τρέχει» από κάποιο δωμάτιο, είναι ένα δύσκολο σπορ, τόσο από άποψη χρόνου, όσο και χρήματος· ειδικά όταν κυκλοφορείς ένα επίσης μικρό συγκρότημα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, όμως, ότι τα μέλη της μπάντας βρίσκονται στις ίδιες τοποθεσίες με τις 3 αυτές δισκογραφικές. Παρακολουθούμε τις δουλειές τους μέσα στα χρόνια και έχουμε προσωπική σχέση και με τις τρεις. Μας φάνηκε λοιπόν πολύ καλή ιδέα να έρθουν σε επαφή με αφορμή την κυκλοφορία, ώστε και να είναι πιο οικονομικά βιώσιμη η προσπάθεια, αλλά και για την επικοινωνία ανάμεσα στους τόπους όπου ζούμε.

Έχουν επίσης αρκετά –άγνωστα και άρα άχρηστα για small talk– διαμαντάκια και οι 3 δισκογραφικές. Χαρακτηριστικά θα αναφέρουμε κάποια highlights:

Hominid Sounds

Cattle: Το τελευταίο split από μία από τις αγαπημένες και groovy noise μπάντες της Αγγλίας (προερχόμενης από το Leeds), είναι άχαστο.

Casual Nun/Bruxa Maria split: οξύ noise punk με πιο μεταλλικές διαθέσεις στους Bruxa και πιο ψυχεδελικές στους Casual (μπάντα της οικογένειας, αφού τύμπανα παίζει ο ντράμερ μας).

Wart Biter: Τρίο με μέλη από Gum Τakes Τooth, Luminous Bodies, Alien Sex Fiend και το σαξόφωνο του Colin Webster (Sex Swing, Sly And The Family Drone).

Lushworker: Πολύ καλό κιθαριστικό drone από τον παραγωγικότατο Mike Vest (Bong, 11 Paranoias, Blown Out, Haikai No Ku, Melting Hand).

We Wild Blood - Blood/Money: power trio (synths, μπάσο & ντραμς) με ιδιαίτερο χαρακτήρα.

BodyBlows

Various Artists - Bakuretsu: Καταπληκτική συλλογή και καταπληκτικό «εξώφυλλο», με συμμετοχές των Bazooka, Acid Baby Jesus, Caveman Joe να ξεχωρίζουν. Πρώτη κυκλοφορία για τους Acid Baby Jesus και Bazooka.

Caveman Joe & The Afrodykes - Back From The Cave: καταπληκτική surf σκατίλα με υγιείς δόσεις κόμπλας και μισανθρωπισμού απλωμένες παντού. Must have.

Circassian -  Hantse Guashe: υπέροχα γλυκός δίσκος, χωρίς να λιγώνει.

Chronoboros - No Dirt Or Silver Will Have Us Sated: δεν κοροϊδεύουν καθόλου. Οι Chronoboros καταφέρνουν να παίξουν ένα κορεσμένο ιδίωμα με χαρακτηριστική φρεσκάδα.

mafia

Phil Minton / Dylan Nyoukis ‎– Live In Athens (συγκυκλοφορία με την Phase!). Πατήστε εδώ, είναι καλύτερα από σχολιασμό...

Μιχάλης Αδάμης ‎– A Selection Of Electroacoustic Works 1964/1977. Μια φοβερή ρετροσπεκτίβα, που καλύπτει την πρώιμη ηλεκτρονική περίοδο του συνθέτη. Μια δυσεύρετη πλέον κυκλοφορία, η οποία ολοκληρώθηκε με την συνδρομή του Αδάμη λίγο πριν πεθάνει. Η mafia μας τον έμαθε.

Στη δημιουργική σας διαδικασία, δείχνετε να ισορροπείτε τα αντίθετα –και, παρότι το «Exotic Noise Rock» που αναγράφετε στη σελίδα σας στο Facebook είναι προφανώς ευφυολόγημα, συχνά πετυχαίνετε διάνα και στις 3 αυτές ποιότητες. Τι αλλάξατε, σε σύγκριση με το παρελθόν, και τι κρατήσατε ίδιο, ηχογραφώντας το Kharrüb;

Είμαστε στο ίδιο μήκος κύματος εδώ, για το εξωτικό του rock μας.

Η βάση μας είναι το βαρύ ροκ: από εκεί ερχόμαστε και μέσω αυτού κατανοήσαμε τη μουσική σαν μια διονυσιακή κατάσταση. Συγχρόνως, προσπαθούμε να εξερευνήσουμε τρόπους έκφρασης για να βγάλουμε όσο γίνεται πιο πολύ τα προσωπικά μας μεράκια προς τα έξω. Νομίζω αυτό είναι πολύ συχνά κάτι που προσπαθεί να πετύχει οποιαδήποτε μπάντα.

Μία διαφορά είναι μάλλον πως μας έχει γίνει πιο σαφές ότι, για να το πετύχουμε, χρειάζεται να έχουμε αυτοπεποίθηση στον πειραματισμό μας και να αποφύγουμε αγκυλώσεις που έχουν να κάνουν με αναφορές σε μουσικά είδη και βασικές επιρροές. Έχουμε αποκτήσει καλύτερο κριτήριο: λιγότερο βάσει φαντασίωσης του «θέλω να παίζω σαν αυτό» και περισσότερο συναισθηματικό.

Σαν αποτύπωμα, μάλλον προσπαθούμε να φτιάξουμε μια πιο μυσταγωγική ατμόσφαιρα με την επιλογή των κομματιών του Kharrüb, που όμως να δίνει μια αισιόδοξη νότα στη μαυρίλα που μας αντικρίζει.

43KbTr_2.jpg

Πόσο ρόλο παίζει ο αυτοσχεδιασμός σε ό,τι ακούμε στο Kharrüb; Δουλεύετε με σταθεροποιημένες συνθετικές δομές ή τις θέλετε συνειδητά λίγο «φλου», για να επιτυγχάνεται αυτό το αποτέλεσμα συνεχούς ροής που ακούμε, με τα κομμάτια σαν να λιώνουν το ένα μέσα στο άλλο;

Ο αυτοσχεδιασμός είναι βασικό κομμάτι της διαδικασίας μας. Όσον αφορά το αποτέλεσμα στο Kharrüb, πάντως, είναι πολλά στοιχεία που συνεισφέρουν σε αυτή τη «φλου» αίσθηση.

Πώς συνθέσαμε: Τα κομμάτια, επειδή είμαστε και 6μελής μπάντα, φτιάχνονται με ποικίλους τρόπους… Γενικά κρατάμε μια δομή στα περισσότερα του δίσκου, αλλά προσπαθούμε να αφήνουμε κάποια σημεία ανοιχτά για να παραμένει το αίσθημα της επιτακτικότητας που νιώσαμε όταν τα πρωτοπαίξαμε.

Πώς ηχογραφήσαμε: Τα περισσότερα κομμάτια στο Kharrüb είναι γραμμένα ζωντανά με τα 6 μέλη να παίζουν συγχρόνως, χωρίς επιπλέον επεξεργασία (με εξαίρεση το "Shambles"), ενώ κάποια από τα περάσματα μεταξύ κομματιών είναι ακριβώς όπως παίχτηκαν στο συγκεκριμένο take που κρατήσαμε.

Μετά την ηχογράφηση: υπήρξε μια διαδικασία επιλογής των κομματιών για τον δίσκο από τις ευρύτερες ηχογραφήσεις (γράψαμε αρκετό υλικό στα ίδια sessions, που θα βρει τον δρόμο του σιγά-σιγά). Στις μίξεις θέλαμε (χωρίς να μένουμε πιστοί 100% στο τι ηχογραφήσαμε) να δημιουργήσουμε την αίσθηση που έχουμε στα live. Αυτό ήταν κάτι που γενικά δεν είχαμε καταφέρει στις προηγούμενες απόπειρές μας.

Τέλος είχαμε τη συνεισφορά του Echo Canyon, ο οποίος δούλεψε πάνω στο sound design του δίσκου, ένωσε τα κομμάτια μεταξύ τους και εξομάλυνε την τελική ροή.

Παρότι δεν λείπουν τα φωνητικά, επιμένετε να χρησιμοποιείτε την ανθρώπινη φωνή (όταν τη χρησιμοποιείτε) στη μη-λεκτική της υπόσταση. Σε τι στοχεύετε με αυτήν την προσέγγιση;

Αντιμετωπίζουμε τις φωνές σαν ένα επιπλέον όργανο και όχι τόσο σαν την κλασική μορφή τραγουδιστή ροκ συγκροτήματος. Οι στίχοι στα κομμάτια έρχονται συνήθως στο τέλος, λίγο πριν τις ηχογραφήσεις. Αν έχει να πει κάτι η ομάδα γράφει στίχους, ενώ η μη λεκτική προσέγγιση στοχεύει στη διασκέδαση και στην ελευθερία έκφρασης. 

43KbTr_3.jpg

Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε αλήθεια τον τίτλο Kharrüb; Και τι βλέπουμε στο εξώφυλλο;

Το χαρούπι είναι γλυκό, αρχαίο και συνυφασμένο με την Ανατολική Μεσόγειο.

Είναι ανθεκτικό στη φωτιά, φοβερό στην ηχοαπορρόφηση και φτιάχνει την πιο νόστιμη vegan εναλλακτική μελιού, αν το vegan και το μέλι είναι πράγματα που ενδιαφέρουν. Νίκησε 3 υπέρ 2 (και 1 αποχή) το πεύκο που καίγεται εύκολα, αλλά είναι πολύ ανθεκτικό στον μύκητα Cronartium ribicola.

Στο εξώφυλλο βλέπουμε μια εικονογράφηση των bend design & Jola 818, ενός τοπίου με την αίσθηση της αρχαϊκής γης, που, μαζί με τον τίτλο, αποπνέει ένα timelessness (πριν τον πολιτισμό ή μετά την καταστροφή και έχει νόημα να ρωτάμε;), γεωφυσικό, βιολογικό, γλωσσολογικό.

Πώς σχεδιάζετε να υποστηρίξετε το νέο άλμπουμ, πέρα από τις άμεσες συναυλίες σε Βόλο, Θεσσαλονίκη και Αθήνα (Temple, Κυριακή 21 Απριλίου); Να περιμένουμε επίσης κάτι ενδεχομένως εορταστικό, μιας και φέτος κλείνετε 10 χρόνια ως γκρουπ;

Δεν το είχαμε σκεφτεί ότι κλείνουμε 10 χρόνια, προς το παρόν ανυπομονούμε να παίξουμε ζωντανά σε αυτές τις πόλεις που ανέφερες! Είμαστε στο ψάξιμο για τις επόμενες συναυλίες το καλοκαίρι/φθινόπωρο, όσον αφορά την υποστήριξη του δίσκου… Όποιος το διαβάζει αυτό, ψαχνόμαστε!

43KbTr_4.jpg

Η μουσική σας εγγράφεται στο rock, αλλά με έναν δικό της, θελκτικά «λοξό» τρόπο, που αποδεικνύεται πολύ αποτελεσματικός: γνώριμα υλικά, δίνουν νέες, αναζωογονητικές διαδρομές. Οι Oneida είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που έρχεται κατά νου ως αναφορά, αλλά τι ακούσματα σας έχουν θρέψει διαχρονικά; Και τι ακούσματα φέρατε στα sessions που έδωσαν το Kharrüb;

Και σκεφτόμουνα κι εγώ αυτό με τους Oneida, γιατί τους είδα ζωντανά πρόσφατα και είχαν πολύ παρόμοια ενέργεια, με έναν περίεργο τρόπο.

Η μόνη μπάντα που δεν ντρεπόμαστε να μας θυμίσει κάτι που παίζουμε, είναι οι Melvins. Κατά τα άλλα, τα ακούσματα είναι πολλά και βρίσκουν τον δρόμο τους όταν δουλεύουμε πάνω σε μια σύνθεση. Μερικά που συγκυριακά παίξανε μικρό ή μεγάλο ρόλο στα κομμάτια του Kharrüb:

Τhe Jesus Lizard
Boredoms
Anna Holmer
Luciano Perrone
Terminal Cheesecake
Soundgarden
Stanton Moore
Metz
The Velvet Underground
Otim Alpha
Masturbation Goes Cloud
The Birthday Party

Σας έχουμε συχνά δει να ανοίγετε συναυλίες διεθνών επισκεπτών στη χώρα μας. Ξεχωρίζετε κάποια από αυτές, είτε ως ακροατές, είτε λόγω κάποιας ιδιαίτερης ιστορίας;

Νομίζω ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι έχουμε κρατήσει στο μυαλό μας 3 τέτοια gig, για διαφορετικούς λόγους το καθένα.

Πρώτο, το support στους Goat, σε ένα κατάμεστο, sold-out Gagarin. Δώσανε μια πραγματικά φοβερή παράσταση, με όλο το κοινό να είναι συγχρονισμένο μαζί τους σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Είχαμε την τύχη να δούμε τις φατσούλες της μπάντας, αλλά η αμεσότητα αυτή δεν βοήθησε στην απέλπιδα προσπάθειά μας να εξηγήσουμε στους Goat πώς είναι να ακούς τη μουσική τους κάνοντας snowboard. Δύσκολη επιλογή θέματος για small-talk (#1), σε μια παρέα που έμοιαζε με βετεράνους του σκανδιναβικού αντιεξουσιαστικού χώρου.

Δεύτερο, Circle στο Fraternity Οf Sound Festival, στο Fuzz. Κανείς από εμάς δεν τους είχε ξαναδεί live. Η απενοχοποίηση της ροκ σκηνικής παρουσίας. Σόου τόσο υπερβολικό και συγχρόνως, με έναν περίεργο τρόπο, εντελώς πηγαίο. Μας έκανε νομίζω να ξανασκεφτούμε ορισμένα πράγματα για τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τα live. Δεν τους άρεσε όταν τους πετάξαμε ατακούλα αν θα ντυθούν επί σκηνής, αλλά ομολογουμένως δυσκολευόμαστε με το small-talk (#2).

Τρίτο, Acid Mother Temple & Τhe Melting Paraiso U.F.O. στο Temple. Μεγαλειώδης ροή από το γκρουπ (αν και όχι τόσο σοκαριστικοί, όσο τις προηγούμενες φορές που τους είδε ο Johnny), απέριττο coolness επί σκηνής (όπως πάντα). Και η απόδειξη του πώς όλα επιτρέπονται, από τη στιγμή που μια μπάντα καταφέρει να υποβάλει τον ακροατή στον δικό της κόσμο: από τα ασταμάτητα κιθαριστικά σόλο και τις άναρθρες κραυγές, μέχρι το «αληθινό» τραγούδι, που φαντάζει πιο πειραματικό απ’ τα πειραματικά στοιχεία, σε τόσο πειραματικό πλαίσιο. Στα συν ο ντράμερ Nani Satoshima, ο οποίος στο τουρ έπαιζε με τα «τυχαία» πιάτα του κάθε μαγαζιού, αλλά είχε τέτοιον έλεγχο στον ήχο, ώστε ο Echo Canyon φώναξε από πίσω τι να τα κάνεις τα side-chain… Όπως επίσης ότι Nani σημαίνει «τι;» στα γιαπωνέζικα, οπότε, όταν κάποιος των ρωτά το όνομά του στη μητρική του γλώσσα, μπλέκει σε προκάτ, χαοτική στιχομυθία. Αποφασίσαμε να μην πολυ-κάνουμε small-talk (#3).

Τέλος, επιμένει εκείνη η «no future» αίσθηση για την οποία κάνετε λόγο στο Bandcamp σας, στην Αθήνα του 2019;

Χωρίς αμφιβολία.

{youtube}LruQbUUE7so{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured