φωτογραφίες: Γιώργος Αθανασίου (1,6), Μαριέλλα Παναγιώτου (2), Αργύρης Λιόσης (3), Sakis S (4,5)

Ποια είναι τα ερεθίσματα και το μουσικό σου υπόβαθρο;

Άρχισα να ασχολούμαι πιο ενεργά με τη μουσική στα 15 μου. Συμμετείχα σε διάφορες μπάντες με τις οποίες είχαμε εμφανιστεί στο Schoolwave και γενικά ζούσα μέσα σε αυτό το γυμνασιακό κλίμα, όπου περνάς φοβερά γιατί νιώθεις πως παίζεις κάτι τρομερό –αλλά όλα είναι στο κεφάλι σου. Στο πανεπιστήμιο έκανα κάποια μαθήματα φωνητικής στο ωδείο και γενικά ήμουν μέσα στην όλη φάση των lives: έχω πάει σε πάρα πολλά μαγαζιά είτε για να δω συναυλίες, είτε για να παίξω, ως μέλος μίας μπάντας. Κάποια στιγμή αποφασίσαμε να σταματήσουμε το γκρουπ και από τότε ξεκίνησα να ψάχνομαι μόνη μου μουσικά.

50jClr_2b.jpg

Πώς φτάσαμε λοιπόν στο Gradients;

Ο δίσκος γράφτηκε με την άνεση ότι δεν με ακούει κανείς, οπότε μπορώ να εξερευνώ τον ήχο και την αισθητική μου όσο θέλω, χωρίς να με πιέζει τίποτα. Παράλληλα είχα γραφτεί σε μία ιδιωτική σχολή μουσικής τεχνολογίας και άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα σύνθεσης σε υπολογιστή. Ξεκίνησα έτσι να γράφω τα πρώτα κομμάτια που σήμερα υπάρχουν στον δίσκο.

Αρχικά έγραψα το “Rhizome” στα 18 μου, σε μία περίοδο κατά την οποία είχα έντονα υπαρξιακά ερωτήματα και αμφισβητούσα τα πάντα. Άκουγα πάρα πολύ Björk, Mars Volta, Deftones, Α Perfect Cirle και ένιωθα άβολα τότε να πω ότι ακούω κάτι πιο pop, γιατί πίστευα πως θα με κρίνουν. Χωρίς να ήμουν βέβαιη πού βρίσκομαι μουσικά, άρχισα να φτιάχνω μουσική μόνη μου γιατί συνειδητοποίησα πόσο πολύτιμη είναι για μένα αυτή η αίσθηση να παρουσιάζω τη δουλειά μου σε ανθρώπους: είναι η μόνη στιγμή κατά την οποία πραγματικά σταματώ να σκέφτομαι μέσα σε αυτό το χάος από πληροφορίες που πλημμυρίζουν τη ζωή μας σήμερα.

Άρχισα λοιπόν να ψάχνω τους κατάλληλους παίχτες για τον δίσκο που είχα στο μυαλό μου και ξεκίνησα να προβάρω μαζί με τον μπασίστα της μπάντας μέχρι και σήμερα Λουκά Γιαννακίτσα –ο οποίος από την αρχή υποστήριξε το όραμά μου και με βοήθησε να το εξελίξω– και με τη Δανάη Παλάκα στα ντραμς. Μετά άλλαξαν κάπως τα δεδομένα, ήρθε ο Παντελής Καρασεβδάς ως ντράμερ και συνεχίσαμε να ψάχνουμε τον ήχο που είχα στο μυαλό μου. Το μόνο που ήξερα είναι πως η φωνή μου θα αποτελούσε το κέντρο βάρους πάνω στο οποίο θα χτίζονταν οι γραμμές, οι ρυθμολογίες και οι συνθέσεις. Τελικά το άλμπουμ ηχογραφήθηκε υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, υπό την έννοια ότι μέσα από live takes προσπαθήσαμε να συλλάβουμε τη ζωντάνια μιας συναυλίας –και χωρίς βιασύνη, μιας και δεν υπήρχε δισκογραφική από πίσω. Εν τέλει συνειδητοποίησα ότι μπορώ να φτιάξω μουσική μόνο με ανθρώπους που αφήνονται και δεν τους νοιάζει να εκτεθούν.

50jClr_3b.jpg

Οπότε, ποια είναι η φιλοδοξία που έχεις γι' αυτήν τη δουλειά;

Αρχικά η φιλοδοξία ήταν απλώς να κυκλοφορήσει ηλεκτρονικά, γιατί πέρασα πολλές δυσκολίες για να γράψω το υλικό και να το βγάλω εκεί έξω, οπότε τώρα νιώθω πολύ καλά με αυτό που συνέβη. Από εκεί και πέρα θέλω να παιχτεί live με πάρα πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Είναι ένα συγκεκριμένο αλλά και ταυτόχρονα εύπλαστο υλικό, οπότε θέλω να δοκιμάσω τα όριά του: να δω μέχρι πού μπορεί να τεντώσει. Είτε κάτι τέτοιο σημαίνει ένα εντελώς ηλεκτρονικό set, είτε ένα που θα στηρίζεται μόνο σε έγχορδα και φωνητικές λούπες.

Έχω όραμα για ό,τι έχω δημιουργήσει και θέλω να εξαντλήσω τη δυναμική του. Μου πήρε καιρό να το γράψω και οφείλω λοιπόν να το παρουσιάσω όπως του αξίζει, πριν προχωρήσω στο επόμενο κεφάλαιο. Ιδανικά θα ήθελα να βιοποριστώ από αυτό, αλλά κάτι τέτοιο, στον δεδομένο χωροχρόνο, μοιάζει ιδεατό· για την ώρα μου αρκεί που με ικανοποιεί ψυχικά αυτό που κάνω.

Τι αντιπροσωπεύει ο τίτλος Gradients; και ποιες είναι οι θεματικές ανησυχίες που εκφράζεις μέσα από το περιεχόμενο;

Έχω ένα τετράδιο γεμάτο με λέξεις τις οποίες έχω δει σε ταινίες, έχω ακούσει σε τραγούδια, έχω διαβάσει σε βιβλία και θέλω να τις θυμάμαι. Με κεφαλαία σημειώνω αυτές που έχουν περισσότερο βάρος για εμένα. Η λέξη «gradients» ήταν μία από αυτές και εκφράζει τις διαφορετικές αποχρώσεις ή χρωματικές διαβαθμίσεις που έχει στο μυαλό μου ο ήχος του δίσκου. Δεν είναι ό,τι συνδυάζω τις λέξεις με συγκεκριμένα χρώματα, αλλά με ενθουσιάζει η ιδέα ότι οι αισθήσεις μπορούν να δημιουργήσουν χρωματικές εκρήξεις στο μυαλό μας.

Όσον αφορά το concept του δίσκου, δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Οι στίχοι είναι αρκετά εγωκεντρικοί, υπό την έννοια πως αφορούν εντελώς προσωπικά μου βιώματα. Το να γράφω στίχους ισοδυναμεί για μένα με την προσπάθειά μου να μην τρελαθώ εντελώς. Βέβαια, από τη στιγμή που οι στίχοι βγήκαν πια εκεί έξω, μπορούν να πάρουν εντελώς διαφορετική ερμηνεία και νόημα για το κάθε άτομο ξεχωριστά. Κάτι που βρίσκω μαγικό.

50jClr_4b.jpg

Όταν έφτιαχνες τον δίσκο, σκεφτόσουν ότι ηχητικά και στιχουργικά μπορεί να μην έχει και τόσο μεγάλη ταύτιση με το κοινό στην Ελλάδα;

Ναι, το γνώριζα αυτό. Από τη στιγμή που ο στίχος δεν είναι ελληνικός, είναι λογικό να μην υπάρχει άμεση σύνδεση με το βάρος μερικών λέξεων. Όταν κάποιος σου λέει τη λέξη «πόνος», κατευθείαν σκάνε στο μυαλό σου αμέτρητες αναμνήσεις ή συναισθήματα, ενστικτωδώς· αλλά αν ακούσεις τη λέξη «pain» σκέφτεσαι κάτι πιο θεωρητικό, ακόμη και αν ξέρεις ακριβώς τι σημαίνει.

Από εκεί και πέρα, ως φοιτήτρια Αγγλικής Φιλολογίας, τα Αγγλικά έρχονται πολύ φυσικά και αβίαστα στο μυαλό μου: πολλές φορές σκέφτομαι στα Αγγλικά, οπότε ήταν κάπως μονόδρομος να γράψω και αγγλικούς στίχους. Όσον αφορά το ηχητικό σκέλος, δεν με ένοιαζε καθόλου αν αυτό που φτιάχνω θα είναι συμβατό με κάποια τάση των καιρών. Δεν έχει νόημα κάτι τέτοιο στη ρευστή εποχή στην οποία ζούμε. Το μόνο που με ένοιαζε είναι να ικανοποιείται η ιδέα που είχα στο μυαλό μου για τον δίσκο. Ιδανικά θα ήθελα να δίνει καινούρια πράγματα στον ακροατή, με κάθε νέα ακρόαση. Να πατάει στο τώρα, αλλά να είναι και ανθεκτικό στον χρόνο.

Θεωρείς ότι στην εγχώρια μουσική δραστηριότητα έχουμε πέσει κάπως στην παγίδα της αναβίωσης;

Μοιάζει περισσότερο με ηχητική ανακύκλωση, παρά με αναβίωση, η οποία όμως είναι και λίγο αναπόφευκτη. Υπάρχουν βέβαια άτομα εκεί έξω που βλέπουν εντελώς μπροστά. Πειραματίζονται και κοιτούν προς το μέλλον, είναι εντελώς εκτός Ελλάδας αυτό που κάνουν. Απλώς τέτοια άτομα είναι λίγα. Από εκεί και πέρα, έχει να κάνει με το πόσο κάθε ένας ξεχωριστά είναι πρόθυμος να ξεφύγει από τη ζώνη ασφαλείας του και να μην μείνει δέσμιος στους 15-20 δίσκους που αποτελούν τη βάση του, επιστρέφοντας μία ζωή σε αυτούς. Είναι βέβαια αυτοί οι δίσκοι που σου προκάλεσαν τα πιο έντονα συναισθήματα, σε τρυφερές ηλικίες. Δεν λέω να τους διαγράψουμε για πάντα από το μυαλό μας. Σίγουρα θα επιστρέφουμε σε εκείνους όταν επιδιώκουμε να βρεθούμε σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις, αλλά το θέμα είναι να μην υπάρχουν μόνο αυτοί –αλλιώς δεν θα πάμε ποτέ ένα βήμα παραπέρα. Η καλύτερη μουσική γράφεται όταν ξεπεράσει κανείς αυτούς τους δίσκους και αφεθεί κάπου που μπορεί να μην έχει ιδέα τι συμβαίνει.

50jClr_5b.jpg

Σε ενοχλεί που ζούμε σε μία εποχή όπου ακούμε τους δίσκους για μερικές μέρες και μετά τους αφήνουμε στην άκρη; Σε επηρεάζει αυτό ως ακροατή και μουσικό;

Πιστεύω ότι, αν κάτι πραγματικά αξίζει και βγάζει νόημα για μένα, θα το δεχτώ και θα το αγαπήσω σε οποιοδήποτε χρονικό πλαίσιο. Αλλά αν κάτι ρουτινιάζει, θα χαθεί στο χάος, όπως και να έχει. Καταλαβαίνω ότι ο μουσικός κόσμος έχει πέσει στην παγίδα να φτιάχνει κομμάτια ως 3,5 με 4 λεπτά, γιατί το κοινό βαριέται εύκολα και δεν θα το ακούσει ολόκληρο διαφορετικά. Αυτό, όμως, είναι κάτι που εφαρμόζεται κυρίως στη μαζική pop κουλτούρα. Στο Gradients, ας πούμε, δεν συμβαίνει: υπάρχουν 6λεπτα κομμάτια και δεν με νοιάζει καθόλου που δεν υπακούν στον γενικό κανόνα.

Θεωρείς, ωστόσο, πως η τεχνολογία έχει επηρεάσει συναισθηματικά τον τρόπο σύνδεσής μας με τη μουσική;

Ναι, συμβαίνει αυτό. Εγώ δεν είχα ποτέ βινύλια και δεν μπήκα στη διαδικασία να ακούσω μουσική από αυτό το μέσο. Η εξέλιξη ήταν λίγο κασέτα, CD και μετά ψηφιακά. Οπότε, από την άποψη της όλης τελετουργίας, δεν είχα συνειδητοποιήσει τη διαφορά –αν και καταλάβαινα ασφαλώς την αξία του να ακούς έναν δίσκο αναπόσπαστα από την αρχή μέχρι το τέλος, ανεξάρτητα από το μέσο. Σήμερα, με τόση πληροφορία, μόνο από συνειδητή επιλογή μπορεί να ζήσει κάποιος με την εμπειρία ακρόασης ενός δίσκου μέσω βινυλίου και να καρπωθεί τα συναισθηματικά οφέλη από αυτήν. Βρισκόμαστε σε μία εποχή τρελής ταχύτητας και πρέπει να βρούμε τον τρόπο να αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο στα πράγματα που αξίζουν.

50jClr_6.jpg

Η μουσική μπορεί να το κάνει αυτό;

Η καλή μουσική, σίγουρα. Όποια κι αν είναι για τον καθένα. Είτε αυτή είναι τζαζ πριν από το 1955, είτε techno, είτε βαριά λαϊκά. Είναι απίστευτο το πώς μπορούν να μας κουρδίσουν συναισθηματικά και εγκεφαλικά οι δίσκοι που αγαπάμε. Και να πάρουμε δύναμη μέσα από αυτήν τη σύνδεση. Το πιστεύω, λοιπόν· αλλιώς δεν θα έφτιαχνα και η ίδια μουσική.

Ποιο είναι το πιο προβληματικό και ποιο το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο που χαρακτηρίζει την εναλλακτική μουσική κουλτούρα της χώρας;

Με ενοχλεί πολύ όταν ο κόσμος πάει σε ένα live για τη φάση και δεν δίνει καμία σημασία στο τι συμβαίνει στη σκηνή. Και αυτό παρατηρείται σε όλες τις συναυλίες, όχι μόνο στις κακές. Αν κάποιος έχει πάει δηλαδή για να μιλήσει, να φλερτάρει και να κάνει catch-up, θα το κάνει ακόμη και αν η μπάντα δίνει το live της ζωής της. Με ενοχλεί, γιατί τους νοιάζει περισσότερο να δείξουν μέσω social media ότι πήγαν κάπου, παρά να αναμετρηθούν με τους εαυτούς τους και να καταλάβουν αν πράγματι τους προκαλεί κάτι όλο αυτό που παρακολουθούν. Φυσικά δεν είναι όλοι έτσι, αλλά μάλλον αποτελούν τις εξαιρέσεις. Είναι πάντως και στο χέρι του μουσικού, αν θα μπορέσει να κερδίσει πραγματικά την προσοχή του κοινού, όσο απαθές κι αν είναι αυτό.

Το πιο ενθαρρυντικό έχει να κάνει με την καλή χρήση των socials. Με τη δυνατότητα δηλαδή που σου δίνουν να βγάλεις εκεί έξω ελεύθερα τη δουλειά σου και να συνδεθεί άκυρος κόσμος μαζί της. Όταν ο κόσμος διψάει να νιώσει και να συνδεθεί με τη μουσική, το δείχνει· και είναι τρομερό αυτό το πράγμα, γιατί το έχω δει να συμβαίνει. Υπάρχουν πια οι χώροι, οι τρόποι και τα μέσα για μια τέτοια επικοινωνία, και αυτό για μένα είναι το πιο ενθαρρυντικό κομμάτι της σημερινής Αθήνας.

ακούστε το Gradients πατώντας εδώ

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured