Θα ήθελες, αρχικά, να μας παρουσιάσεις το τρίο; Ποιοι το αποτελούν, πώς βρεθήκατε μαζί και τι ήταν αυτό το οποίο σας ένωσε;
Το Johnie Thin Trio αποτελείται από τον Πέτρο Λαμπρίδη, ο οποίος παίζει κοντραμπάσο, την αφεντιά μου πίσω από τα μικρόφωνα, τις κιθάρες, το μπάντζο και τις φυσαρμόνικες, και τον Νίκο Παπαβρανούση που παίζει τύμπανα. Όπως λέει και το όνομά του, είναι ένα σύνολο τριών μουσικών, ο πιο πονηρός μουσικός σχηματισμός, αν θες τη γνώμη μου.
Ο Νίκος είναι ένας μουσικός που θαύμαζα και θαυμάζω πολύ, ένας πραγματικός τζέντλεμαν, ένας στοχαστής του ρυθμού και της ζωής. Από μια παλιά απόπειρα συνεργασίας μας είχα κρατήσει το ήθος και την ενέργεια, την έμπνευση και το γούστο στο παίξιμό του. Για τον Πέτρο δεν μπορώ να πω πολλά, μόνο ότι είναι σάρκα εκ της σαρκός μου, ένας από τους πιο δικούς μου ανθρώπους, φίλος παιδιόθεν και μουσικός συνοδοιπόρος για χρόνια.
Η ιδέα για ένα ακουστικό σύνολο που θα πειραματίζεται μουσικά και ηχητικά πάνω στην παράδοση των μπλουζ υπήρχε στο κεφάλι μου πολλά χρόνια. Όμως, γεγονότα που συνέβησαν το καλοκαίρι επιτάχυναν τη δημιουργία του, κάνοντάς την αναγκαία. Πρακτικά, ξεκινήσαμε να παίζουμε στα τέλη του Οκτώβρη. Ουσιαστικά, όμως, είναι σαν να έχουμε βρεθεί πολλές ώρες μαζί, αφού η αισθητική μας ματιά αλλά και η συνολική μας αντίληψη ταιριάζουν πολύ. Αυτό που συμβαίνει και για το οποίο είμαι πραγματικά πολύ περήφανος δε θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τον Πέτρο και τον Νίκο.
Πώς προσεγγίζετε την παράδοση των μπλουζ; Θέλω να πω, είναι για εσάς σημαντικότερη μια είδους αναβίωση ή η ανακατασκευή, μια νέα ερμηνεία;
Πρώτα απ’ όλα, για να αναβιώσεις κάτι, πάει να πει ότι είναι νεκρό. Τα μπλουζ ίσως να έχουν γεράσει, όμως ακόμα, παρά τα χρονάκια τους, παραμένουν κοτσονάτα και ακμαία. Υπό αυτή την έννοια, δεν τα αναβιώνουμε. Άλλωστε, τίποτα δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί έξω από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε και άκμασε. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι τα χρησιμοποιούμε ως πρώτη ύλη, περίπου όπως ένας αργυροχρυσοχόος χρησιμοποιεί τα πολύτιμα μέταλλα για να δημιουργήσει κοσμήματα. Είναι η αφορμή, ο καμβάς αν θες, πάνω στον οποίο χτίζουμε βασανιστικά την αισθητική και ηχητική μας ιδέα.
Αν δεν κάνω λάθος, στέκεστε περισσότερο στα μπλουζ του Μισισιπή, απ’ ότι στα αστικά μπλουζ. Η επιλογή άπτεται απλώς της αισθητικής ή κρύβει κάτι περισσότερο;
Για την ακρίβεια, δεν στεκόμαστε μόνο στα μπλουζ του Μισισιπή, προσεγγίζουμε ένα κομμάτι της βαθιάς λαϊκής μουσικής παράδοσης των Η.Π.Α. Στο ρεπερτόριό μας, δηλαδή, υπάρχουν και «λευκά» κομμάτια. Όντως, πρόκειται για μια επιλογή συνειδητή, καθώς θεωρούμε ότι σε αυτήν την άγουρη, πρωτόλεια και πολλές φορές σκληρή μουσική γλώσσα κρύβονται θεμελιώδη ανθρώπινα ερωτήματα, των οποίων η απάντηση επιχειρείται με τα λιγότερα δυνατά υλικά –με απλούς στίχους και λιτές φόρμες. Δεν σνομπάρουμε πάντως το αστικό μπλουζ. Όλοι μας το έχουμε υπηρετήσει πολύ στο παρελθόν. Ειδικά με τον Πέτρο έχουμε παίξει ατελείωτες ώρες ηλεκτρικού μπλουζ. Απλώς έχουμε την αίσθηση ότι ο ακουστικός ήχος μας δίνει πολύ περισσότερες εκφραστικές δυνατότητες.
Υφίσταται, κατά τη γνώμη σου, αυτό που ονομάζεται «αυθεντικό μπλουζ»; Γιατί αν τα μπλουζ είναι κάτι που «έχει» κανείς (λέμε π.χ. «I got the blues»), μια κατάσταση που μετουσιώνεται σε μουσική, τότε πώς μπορούμε να διακρίνουμε ποια είναι η «αυθεντική» και ποια όχι;
Η έννοια της αυθεντικότητας είναι πολύ παρεξηγημένη ως προς το περιεχόμενό της: θεωρούμε αυθεντικό ό,τι αναπαράγεται και αναπαρίσταται με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα. Όμως ο Ρουσσώ έλεγε ότι η πιο αυθεντική μορφή τέχνης είναι εκείνη που επικοινωνεί με τους ανθρώπους. Εμείς επιχειρούμε πρώτα-πρώτα να καταφέρουμε να επικοινωνήσουμε μουσικά μεταξύ μας κι έπειτα με όσους μας ακούνε. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, αυθεντικό μπλουζ είναι το μπλουζ που έχει ακόμα την ικανότητα να ανακινεί τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων –να μετατοπίζει, όσο μπορεί, τον τρόπο με τον οποίον βλέπουν τον κόσμο. Αν εννοείς βέβαια το κατά πόσο πρέπει να ξέρει κανείς την παράδοση αυτής της μουσικής, στυλιστικά, ιδεολογικά, αισθητικά, τότε θα πω ότι υποχρεούται να την ξέρει. Χρειάζεται βαθιά μελέτη και δόσιμο. Τέτοιου είδους, ώστε κάθε φορά να αισθάνεσαι ότι δεν ξέρεις τίποτα.
Εσένα ποια (μουσική) διαδρομή σ’ έφερε στα μπλουζ; Πώς, τελικά, μπορούν να συνομιλήσουν τα μπλουζ –με όλο το πολιτισμικό φορτίο που κουβαλάνε– με την ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου γεννημένου και μεγαλωμένου στη δικιά μας άκρη της Μεσογείου; Τι έχουν να του πουν;
Το δικό μου συναπάντημα με το είδος έγινε με εντελώς περίεργο τρόπο, στην ηλικία των 11 ετών. Η πρώτη επαφή ήταν καθοριστική, δηλαδή μια από εκείνες τις στιγμές που μετακινούν οριστικά τη συνείδηση ενός ανθρώπου. Όπως είπα παραπάνω, η πραγματικά λαϊκή μουσική (και σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνω, ας πούμε, και τον Μπετόβεν) είναι εκείνη που έχει τη δυνατότητα να συνομιλεί με τα πολύ βασικά συστατικά των ανθρώπων. Μπορεί το μπλουζ να μην είναι μουσικό ιδίωμα της Ανατολικής Μεσογείου, είναι ωστόσο μια κραυγή που προσπαθεί να αρθρώσει τον θάνατο, τον έρωτα, την ξενιτιά, τα βάσανα και τη χαρά της ζωής. Όποιος συνδέεται με αυτά, μπορεί να συνδεθεί και μαζί του, όπως επίσης και με όλες τις πραγματικά μεγάλες μορφές ανθρώπινης έκφρασης και δημιουργικότητας.
Τα μπλουζ είναι κάτι που μαθαίνει κανείς, ένα σετ μουσικών κανόνων που αν το ακολουθήσεις «παίζεις μπλουζ»; Γιατί, κατ’ αντιστοιχία, θα μπορούσε κανείς να πει (λιγάκι αφοριστικά είναι η αλήθεια) ότι σήμερα στην Ελλάδα πολλοί παίζουν ρεμπέτικα, αλλά έχουμε μάλλον ξεμείνει από ρεμπέτες…
Νομίζω ότι υπάρχει μια σύγχυση ανάμεσα στην ιδιότητα του ανθρώπου-μουσικού και του ιδιώματος που υπηρετεί. Μια χαρά παίζονται τα ρεμπέτικα στην Ελλάδα και μια χαρά ρεμπέτες υπάρχουν. Μόνο που οι τελευταίοι δεν παίζουν πια ρεμπέτικα. Θα τους βρεις στις πλατείες, στα προβάδικα, να στήνουν με το τίποτα τα γλέντια τους, τις πανκ ιστορίες τους· να δρουν δηλαδή μ’ εκείνη την ευγενή παραβατικότητα που ξεχώρισε το ρεμπέτικο από άλλες λούμπεν μορφές τέχνης.
Ως προς το αν διδάσκονται τα μπλουζ, η απάντηση είναι «ναι». Όλα τα πράγματα διδάσκονται. Όλα τα πράγματα προϋποθέτουν μελέτη, σπουδή, εμβάθυνση και μια διαρκή προσπάθεια να γνωρίσει κανείς τον πίσω εαυτό τους. Όμως, σπουδή και μελέτη δεν είναι μόνο π.χ. η μελέτη κλιμάκων, ασκήσεων και νοτών. Μελέτη και σπουδή είναι όλα όσα συνάδουν στη διαμόρφωση μιας προσωπικότητας που θα μετατρέψει αυτές τις κλίμακες και τις νότες σε κάτι έμψυχο. Η μουσική –μια δραστηριότητα που γίνεται από ανθρώπους και απευθύνεται σε ανθρώπους– προϋποθέτει κατά τη γνώμη μου γνώση του πολιτισμού, της ανθρωπότητας, των κοινωνικών συνθηκών: μια επίγνωση όσων αγωνιών μας βασανίζουν. Σε αντίθεση λοιπόν με τον οργανοπαίχτη, ο μουσικός είναι βαθιά κοινωνικό και πολιτικό ον. Έτσι, βασικό κομμάτι της μελέτης του είναι τα κοινωνικά του αντανακλαστικά.
Αλήθεια, αυτή η αντιστοιχία ρεμπέτικου και μπλουζ πώς σου φαίνεται; Ο Στάθης Δαμιανάκος τα ενέτασσε αμφότερα στη «“διεθνή” του απόκληρου και περιθωριακού τραγουδιού», ίσως μόνο υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να στηρίξουμε μια τέτοια υπόθεση…
Όπως έλεγα και πριν, οι κοινωνικές ομάδες που έχουν τεθεί στο περιθώριο ξαναγυρίζουν, πολλές φορές με ναΐφ τρόπο, στα βασικά διαχρονικά αιτήματα των ανθρώπων. Όλα τα είδη μουσικής του περιθωρίου περιστρέφονται γύρω από την ίδια θεματολογία. Στην περίπτωση όμως του μπλουζ και του ρεμπέτικου, υπάρχει μια πολύ μεγάλη διαφορά. Το μπλουζ είναι κομμάτι της λαϊκής μουσικής των Αφροαμερικανών, δηλαδή ανθρώπων που τέθηκαν στο περιθώριο μόνο και μόνο λόγω του χρώματος που είχε το δέρμα τους. Το μπλουζ είναι επομένως μουσική μιας «φυλής». Αντίθετα, το ρεμπέτικο είναι καλλιτεχνικό προϊόν ύψιστης αισθητικής και κοινωνιολογικής αξίας και προέρχεται από περιθωριακές, ως επί το πλείστον, ομάδες. Είναι κοινωνική, κατά μία έννοια ταξική, μουσική.
Αν εμβαθύνει κανείς στη μπλουζ στιχουργία, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν εξίσου πολλά κοινά και με το δημοτικό μας τραγούδι, ειδικά στα τραγούδια που αναφέρονται στον θάνατο, στον έρωτα και στην περιπλάνηση. Ωστόσο, παρατηρείται πως οι όπου γης και όποιας εποχής αποσυνάγωγοι συγκλίνουν στον βρυχηθμό τους: «Το σκυλί του όποιος πονάει, πεινασμένο δεν τ’ αφήνει. Όσο το φυλάς το φρούτο, τόσο πιο πολύ σαπίζει». Αυτός είναι ένας στίχος του Προβηγκιανού περιπλανώμενου ποιητή Françoios Villon. Γράφτηκε τον 15ο αιώνα. Θα μπορούσε άνετα να είναι ένα δίστιχο του Charley Patton.
Πέρα από τα μπλουζ, ποιες άλλες μουσικές έχουν επιδράσει πάνω σας; Και πώς αυτές ενσωματώνονται (εάν ενσωματώνονται) στις μπλουζ φόρμες που χρησιμοποιείτε;
Αρχικά, να ξεκαθαρίσω ότι προσπαθούμε να έχουμε μια χαλαρή σχέση με την «παραδοσιακή» φόρμα των μπλουζ. Η επεξεργασία του υλικού ξεκινάει από το τι λέει ο στίχος. Ο στίχος, δηλαδή η ιστορία, επιβάλλει την ατμόσφαιρα και την ενορχήστρωση.
Κατά τ’ άλλα, και οι τρεις έχουμε διαφορετικά ακούσματα. Αγαπούμε λ.χ. τη τζαζ –ο Νίκος είναι βαθύς γνώστης της– εγώ είχα βυθιστεί για χρόνια στο πανκ ροκ και το grunge, ενώ λατρεύω και την κλασική μουσική της ρομαντικής περιόδου και του 20ου αιώνα, ο δε Πέτρος είναι ένας μοντέρνος αλχημιστής, αλλά και γνώστης και υπηρέτης του μπαρόκ. Όλα αυτά, θέλοντας και μη, υπάρχουν στον ήχο. Από το ανοιχτό ρυθμικό παίξιμο του Νίκου στο ευαίσθητα πειραματικό κοντραμπάσο με δοξάρι του Πέτρου, μέχρι και στο πιο ωμό δικό μου παίξιμο. Κοντολογίς, δεν είμαστε ένα σύνολο στο οποίο συναντιούνται μουσικά ιδιώματα, αλλά αντίθετα ένα σύνολο που εκκινεί από ένα μουσικό ιδίωμα και εντάσσει σε αυτό τις αποσκευές των μελών του.
Τι σχέδια υπάρχουνε για το μέλλον;
Να αναπτύξουμε περισσότερο το δικό μας υλικό και αυτή είναι μια καθ’ οδόν διαδικασία, να παίζουμε κάθε φορά καλύτερα από την προηγούμενη, να συναντιόμαστε και με άλλους μουσικούς, να ηχογραφούμε, να είμαστε υγιείς και μεταξύ μας δημιουργικοί και αλληλέγγυοι.
{youtube}Ol6YDw02wv0{/youtube}