Από τη θρησκευτική μπαρόκ μουσική της Γαλλίας του 17ου αιώνα στους προπολεμικούς ρεμπέτικους τεκέδες του Πειραιά σκοπεύουν να μας πάνε οι Latinistas Nostra (Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, 3/4). Βρήκαμε κι εμείς λοιπόν τον διακεκριμένο τσεμπαλίστα και τον ρωτήσαμε περισσότερα για την παράσταση «Αφού σε λίγο θα πλαγιάζω μες στο χώμα», σε μια κουβέντα που κύλισε κατόπιν και σε άλλα θέματα σχετικά με το μπαρόκ και την οπτική του στη μουσική –συμπεριλαμβάνοντας φυσικά και το περίφημο μπλουζάκι με τη «μπαρόκ ρε μουνιά» στάμπα...
Η απόσταση μεταξύ της Chapelle Royale του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και των ρεμπέτικων τεκέδων του προπολεμικού Πειραιά δείχνει –και από πολλές απόψεις είναι– τεράστια. Τι είδους «γέφυρες» θα αξιοποιήσεις λοιπόν στη θεματική συναυλία ...Αφού Σε Λίγο Θα Πλαγιάζω Μες Στο Χώμα, με την οποία ξαναγυρνάς στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών, παρέα με τους Latinistas Nostra;
Δεν ξεκινάμε αυτήν την αναζήτηση αξιοποιώντας κάποιες δεδομένες γέφυρες. Τουναντίον, θελήσαμε –αποφεύγoντας τη λογική του cross over– να αρχίσουμε χρησιμοποιώντας ως αφετηρία το ελάχιστο. Μία αναπνοή, μια χειρονομία, μία κοινή, τελικά, επιθυμία για την αναζήτηση του ήχου μας. Κατά μία έννοια, ο μόνος λόγος για τον οποίον πιστεύουμε πως η σύγκλιση μπαρόκ και ρεμπέτικου θα προκύψει, είναι διότι μας έχει ξανασυμβεί. Κανένα άλλο εχέγγυο δεν έχουμε πέραν αυτού.
Πώς θα περιέγραφες τα Αναγνώσματα του Σκότους, τα οποία κατέχουν κεντρικό ρόλο στην εν λόγω συναυλία, σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ ξανά γι' αυτά;
Ως μία σύνθεση λόγου και μουσικής όπου η τρομακτική βιαιότητα των Θρήνων του Ιερεμία εκφέρεται με την πλέον αφαιρετική και κομψή μουσική της Μπαρόκ εποχής.
Στη χώρα μας –νομίζω ωστόσο και διεθνώς– μπαρόκ μουσική μπορείς να απολαύσεις σε χώρους όπως η Στέγη ή το Μέγαρο. Χώρους δηλαδή με έναν ισχυρό και συγκεκριμένο κώδικα, όπου κάθεσαι και παρακολουθείς σιωπηρός και προσηλωμένος τα επί σκηνής δρώμενα. Αν μπορούσαμε όμως να μεταφέρουμε με μια χρονομηχανή τον François Couperin στη Στέγη τον Απρίλιο, δεν θα την έβρισκε στρεβλή και παράξενη αυτή τη συνθήκη ακρόασης;
Είναι μόνο εικασία, αλλά φαντάζομαι πώς αυτό που θα ξένιζε κυρίως έναν μπαρόκ συνθέτη όπως τον Κουπρέν, είναι ο τρόπος που ακούμε και όχι ο τρόπος με τον οποίον καθόμαστε. Για να το πω διαφορετικά, φταίνε τα αυτιά και όχι ο κώλος μας. Η κατάκτηση ενός αυθεντικού ήχου είναι εκ των πραγμάτων ουτοπική, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε· όμως η διάθεση, η περιέργεια και η ανάγκη για αυτήν την αναζήτηση είναι που κάνουν την μεγάλη διαφορά.
Εσύ πάντως ξέρω ότι τρέφεις μεγάλη αγάπη στον θείο του τελευταίου, τον Λουί Κουπρέν. Τι σε τραβάει στη μουσική του; Και ποιους δίσκους θα σύστηνες για μια πρώτη επαφή μαζί του;
Δεν γνωρίζω κάποια πραγματικά μέτρια ηχογράφηση του έργου του. Τελικά αυτός ο συνθέτης, ίσως εξαιτίας της ελευθερίας της γραφής του, έχει τον τρόπο να επιβάλλεται στους ερμηνευτές. Ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις συνθετών που τη μουσική τους δεν μπορείς να την προσποιηθείς.
Θα μοιάζει μάλλον αυτονόητο, αλλά σε διαβεβαιώ ότι για πολλούς από τους αναγνώστες μας δεν είναι: ποιες είναι οι κύριες ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τσέμπαλου και πιάνου;
Οι αναγνώστες δεν χρειάζεται να ξέρουν οργανολογία για να απολαύσουν την πρότασή μας. Ως έναν βαθμό θα έλεγα πως όσα λιγότερα τεχνικά στοιχεία κατέχει το κοινό, τόσο πιο εύκολο θα είναι να επικεντρωθεί στα ουσιαστικά. Εξάλλου δεν παίζουμε για τους αδαείς, αλλά σίγουρα ούτε και για τους επαΐοντες. Η τεχνική κατάρτιση συχνά αναγκάζει σε κριτική ως ένα ακούσιο μέσο προάσπισης της προσωπικότητας. Εμείς όμως σε τέτοιες συναυλίες διακυβεύουμε την προσωπικότητα μας, τα πιστεύω μας, τα δεδομένα μας, τα ανακλαστικά μας –και το ίδιο χρειαζόμαστε και από το κοινό. Προσπαθώ να μην δεσμεύομαι από την κριτική του κοινού, καθώς η πορεία μας προϋποθέτει περισσότερο ενδοσκόπηση, παρά ακρόαση της λαϊκής βούλησης.
Γνώρισες το τσέμπαλο κοντά στη Μαργαρίτα Δαλμάτη, στη Σχολή Βινιανέλλι Αθηνών. Ποιες είναι οι πιο έντονες μνήμες σου από αυτήν τη μαθητεία και τι κράτησες που το μεταφέρεις κι εσύ τώρα με τη σειρά σου, στους δικούς σου μαθητές;
Η Μαργαρίτα Δαλμάτη ήταν ένας άνθρωπος βαθιά γενναιόδωρος, σημάδι εκείνου που είναι ειλικρινά ικανοποιημένος στη ζωή και δεν χρειάζεται να εξοικονομεί τις πεντάρες της ύπαρξής του σε κάθε συναλλαγή. Όλοι οι άλλοι υπολοιπόμαστε.
Σε μια συνέντευξη που έδωσε σε συνάδελφο στο Avopolis ο Jordi Savall, παρατήρησε πως μετά την επιτυχία της ταινίας Όλα Τα Πρωινά Του Κόσμου –και του σχετικού soundtrack, βεβαίως– «οι σχολές γέμισαν από παιδιά γεμάτα ενθουσιασμό για μια μουσική που πριν θεωρείτο αποκλειστικά λόγια». Θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα;
Αυτή η ταινία ήρθε σε μια εποχή οικονομικής ευμάρειας και κυρίως άνθισης της μπαρόκ μουσικής, προσφέροντας στους Γάλλους –πρωτίστως– τη σύγχρονη απεικόνιση τής, σχετικά πρόσφατης, παράδοσής τους. Εμείς τώρα χρειαζόμαστε τους 300 του Λεωνίδα για να ζήσουμε τον μύθο μας.
Στον ελεύθερο χρόνο σου είσαι αλεξιπτωτιστής. Σκέφτεσαι ποτέ τη μουσική ενώ πέφτεις από τα ουράνια;
Η ελεύθερη πτώση ήταν ένα παιδικό όνειρο και θεωρώ πρωτεύουσας σημασίας σε αυτήν τη ρευστή πραγματικότητα που ζούμε να συντηρούμε και να προασπιζόμαστε τα παιδικά μας όνειρα.
Το μπλουζάκι με τη στάμπα «μπαρόκ ρε μουνιά» που φόραγες μικρότερος χτίζει ήδη έναν μικρό μουσικό μύθο, ακόμα και ανάμεσα σε ακροατήρια εντελώς άσχετα με τον κόσμο της παλαιάς μουσικής. Τελικά τα πάντα είναι θέμα του πώς τα επικοινωνείς στον κόσμο, αν δηλαδή το κάνεις με τους τρόπους που εκείνος συνήθως τα αντιλαμβάνεται;
Πρόσφατα στη συνέντευξη τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών είπα την λέξη «πουτάνα». Κατόπιν μία, αξιόλογη ομολογώ, κυρία μού έκανε παρατήρηση, λέγοντας πως χρησιμοποιώντας τέτοιες λέξεις στιγματίζονται και θίγονται οι εκδιδόμενες γυναίκες. Βέβαια εγώ τις εκδιδόμενες γυναίκες τις αποκαλώ εκδιδόμενες γυναίκες και όχι πουτάνες… Ελπίζω να απάντησα εν μέρει.
(copyright 4ης φωτογραφίας: N. Chryssos)
{youtube}kEKEBNvNopo{/youtube}