Με μια λέξη που δεν απαντάται στο βιβλίο διαλέγει να τιτλοφορήσει το μυθιστόρημα που του χάρισε το Βραβείο Dashiell Hammett 2007 ο Λεονάρδο Ογιόλα: Τη λέξη «chamamé» που θα μπορούσε να αναφέρεται τόσο σε μια απ’ τις τοποθεσίες στις οποίες εκτυλίσσεται η δράση, όσο και στον ρόλο που διαδραματίζει η μουσική σε όλο το έργο: Το chamamé είναι ένα είδος μουσικής και χορού της Αργεντίνικης ακτογραμμής, παρότι τα τραγούδια που «ακούγονται» στο μυθιστόρημα ελάχιστη σχέση έχουν με το συγκεκριμένο είδος.

Γρήγορα αυτοκίνητα, μουσική στη διαπασών, καταδιώξεις και μια φιλία που έγινε μίσος συνθέτουν το μυθιστόρημα του Λεονάρδο Ογιόλα.

Ο Νοέ ή αλλιώς Πάστορας, μιλάει με τον Θεό. Είναι ληστής, δολοφόνος, αλλά στη φυλακή έγινε ιερέας στην πτέρυγα των Ευαγγελιστών και ο Θεός του μιλάει. Τι του λέει; Στίχους ροκ τραγουδιών. Επειδή ανεξιχνίαστοι είναι οι δρόμοι της λογοτεχνίας. Ο Μανουέλ ή Σκύλος, ο άλλος πρωταγωνιστής, πιο αισθηματίας αλλά και πιο παράφορος θα θελήσει να ξεπλύνει με αίμα την προδοσία του Πάστορα. Συμμορίες, συμπλοκές, ροκ και βία διανθίζουν το μυθιστόρημα που τρέχει με τα χίλια σηκώνοντας σκόνη στους επαρχιακούς δρόμους της Αργεντινής, με τον Σκύλο στο τιμόνι της Σέβι, γραφή κινηματογραφική και πρόζα ανατρεπτικά παραβατική.

Ένα αναπάντεχα τολμηρό κλείσιμο του ματιού στο αμερικάνικο γουέστερν, όπου οι καταστάσεις που περιγράφονται αποτυπώνουν ένα τοπίο που προσιδιάζει περισσότερο σ’ έναν μετα-αποκαλυπτικό κόσμο, στο στιλ του Mad Max, και σκηνές που φέρνουν στον νου ταινίες δρόμου ανάλογες με το Θέλμα και Λουίζ, ενώ οι ήρωές του είναι πλάσματα σμπαραλιασμένα, τυφλωμένα απ’ το φως του ήλιου που χτυπά στο παρμπρίζ, δίχως να μπορούν να διακρίνουν τον δρόμο απ’ τους αντικατοπτρισμούς που σχηματίζει η καυτή άσφαλτος.

Με σκηνικό τα μπαρ, τα μπουρδέλα και τα βενζινάδικα των μικρών επαρχιακών πόλεων που φυτοζωούν δίπλα στην Εθνική και με κεφάλαια που είτε τρέχουν στο δρόμο με την ιλιγγιώδη ταχύτητα της Σεβρολέτ του πρωταγωνιστή, είτε ανακαλούν αδύνατους έρωτες και επεισόδια μιας παιδικής ηλικίας με πρόωρη ανάπτυξη, το Chamamé αναδεικνύει την άσφαλτο σε πεδίο αναζήτησης νοήματος για τις κενές και άσκοπες ζωές των πρωταγωνιστών του, καθώς δεν υπάρχουν καλοί και κακοί σ’ αυτό το μυθιστόρημα, παρά μόνο κακοί με κάποιες -λιγοστές- καλές πλευρές, αδίστακτοι και τραχείς αντιήρωες, παραβατικότητα.

Ο Λεονάρδο Ογιόλα (Μπουένος Άιρες, 1973), εκτός από συγγραφέας είναι κριτικός κινηματογράφου και συνεργάτης των περιοδικών Rolling Stone και Orsai, στην αργεντίνικη έκδοσή τους. Με επιρροές από τους κλασσικούς Βορειοαμερικάνους του είδους και δασκάλους τον Γκιγιέρμο Όρσι και τον Ερνέστο Μάγιο, ο Ογιόλα εμπλουτίζει το νουάρ με στοιχεία τόσο της ποπ κουλτούρας όσο και με πυκνές αναφορές στους ιθαγενείς πολιτισμούς της πατρίδας του.

Κύριε Ογιόλα, θα ήθελα να ξεκινήσουμε με την πηγή έμπνευσης πίσω από το στόρι του “Chamamé”. Πώς προέκυψε επίσης ο τίτλος του βιβλίου;

Πάντα ήθελα να βάλω ως τίτλο σε κάποιο κείμενό μου το όνομα ενός μουσικού είδους. «Rock & Roll» ή «Heavy Metal» είναι πολύ χρησιμοποιημένα. Το ίδιο και το «Μπαλάντα». Για να μην μιλήσουμε για το «Τάνγκο» στην πατρίδα μου. Το chamamé (τσαμαμέ) είναι ένας φολκλορικός παραδοσιακός ρυθμός της περιοχής στην οποία εξελίσσεται το μυθιστόρημα. Μια περιοχή της κουλτούρας Γουαρανί. Η μαμά μου, που είναι Παραγουανή, μου τον έμαθε. Επιπλέον, αφότου άρχισα να γράφω και να δημοσιεύω, θεωρώ τα βιβλία μου παιδιά μου: Κάνω τατουάζ τους τίτλους τους. Ήθελα ο τίτλος να αποτελείται από μια μόνο λέξη. Σαν να ήταν ένα βαφτιστικό. Βγαίνει πιο φτηνά έτσι. Και πονάει λιγότερο. Επειδή τα τατουάζ πονάνε. Πολύ.

Πρόκειται για σκληρό νουάρ, με πολύ κοφτό και γρήγορο ρυθμό στην αφήγηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι επί τούτω κινηματογραφική; Με δεδομένο μάλιστα ότι είστε συγχρόνως κριτικός κινηματογράφου. Από ποιους σκηνοθέτες έχετε επηρεαστεί;

Στους Χουάνες (Τζον) Φορντ, (Τζον) Κάρπεντερ, (Τζον) Γου. Επίσης, βέβαια, στον Σαμ Πέκινπα και τον Λεονάρδο Φάμπιο∙ χρωστάω ιδιαιτέρως πολλά σ’ αυτούς τους δύο τελευταίους. Είχα, μάλιστα, έναν γάτο που τον έλεγαν Σαμ Πέκινπα και με συντρόφεψε μέχρι την προηγούμενη χρονιά. 14 χρόνια ήμασταν μαζί. Ακόμα μου λείπει. Αν υιοθετήσω άλλον, λέω να τον πω Τζον Ντόνσον.

Να δούμε λίγο τους χαρακτήρες: ο Σκύλος, ο Πάστορας, η Κιτ Κατ, ο Πομπέρο Βέγκα…Μοιάζουν κάπως εξωπραγματικοί, «μυθικοί» στο πλαίσιο του underground, και το επισημαίνω αυτό ως ένα από τα πολύ δυνατά στοιχεία του μυθιστορήματος… Συγχρόνως, τους περισσότερους ήρωες διακρίνει ο φαταλισμός. Σαν να είναι η κάθε μέρα η τελευταία τους, σαν τους desperados στα κλασικά (ή και στα σπαγκέτι) γουέστερν. Σας αρέσει το γουέστερν ως κινηματογραφικό είδος; Ποια είναι τα αγαπημένα σας.

Το γουέστερν είναι το αγαπημένο μου κινηματογραφικό είδος. Το γουέστερν και οι ταινίες του Σταλόνε. Τα κλασικά, “Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές”, του Φρεντ Ζίμερμαν (1952), “Η αιχμάλωτος της ερήμου”, του Τζον Φορντ (1956), “Ρίο Μπράβο”, του Χάουαρντ Χοκς. Από τα σπαγγέτι, η τριλογία του Λεόνε, το “Τζάνγκο” με τον Φράνκο Νέρο και τον Τέρενς Χιλ, στο “Το όνομά μου είναι κανένας” (Τονίνο Βαλέρι, 1973), ο Κλιντ Ίστγουντ του “Χλωμός Καβαλάρης” και των “Ασυγχώρητων”, περνώντας από το “Σιλβεράντο” (Λόρενς Κάσνταν, 1985), το “Young guns II”, του Τζεφ Μέρφι (1990) και τη “Σύγκρουση στον Πράσινο Βάλτο”, του Τζορτζ Π. Κοσμάτος (1993), μέχρι να φτάσουμε στον “Άγραφο Νόμο της Δύσης” (Κέβιν Κόστνερ, 2003) και στο “Τσεκούρι από κόκκαλο” (Σ. Κρεγκ Ζάχλερ, 2015). Από την πατρίδα μου, ξεχωρίζω ένα locro[i] γουέστερν που αγαπώ πολύ, το “Aballay” (Φερνάντο Σπίνερ, 2010), βασισμένο σε ένα κείμενο του Αντόνιο ντι Μπενεντέτο (σημ: πολυβραβευμένος Αργεντινός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1922 στη Μεντόσα, μια παραμεθόρια πόλη κοντά στις Άνδεις, και πέθανε το 1986 στο Μπουένος Άιρες).

Ως συγγραφέας, ποιες επιρροές αναγνωρίζετε; Θα θέλατε να μας μιλήσετε για τον Guillermo Orsi καθώς και για τους πρωτοπόρους του hard-boiled, τον Raymond Chandler και τον Dashiell Hammett;

Ο Γκιγιέρμο Όρσι είναι ο προσωπικός μου ήρωας. Μου έκανε μεγάλο καλό που ανακάλυψα τα βιβλία του. Ειδικά το “Sueño de perros”. Διαδραματίζεται στην ενδοχώρα της πατρίδας μας και δείχνει εκπληκτική μαεστρία στην περιγραφή με εξαιρετική φυσιολογικότητα της κοινωνίας μας. Κι εκτός από τον Τσάντλερ και τον Χάμετ, τους οποίους θαυμάζω και έχω μελετήσει, πολύ περισσότερο μου αρέσει ο Έλμορ Λέοναρντ και ο Τζιμ Τόμσον, νιώθω να ταυτίζομαι πιο πολύ με τον κόσμο τους.

Η μουσική έχει πρωταγωνιστικό, οργανικό ρόλο στην αφήγηση. Μεγάλος μέρος του βιβλίου συνιστά έναν διάλογο με τους στίχους των GunsN Roses, αναφέρονται οι Metallica, οι Led Zeppelin, οι Creedence και ο Jerry Lee Lewis, ενώ χρησιμοποιείτε πολύ επιτυχημένα και το “Brilliant Disguise” του Springsteen. Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με τη ροκ μουσική, ποιες μπάντες σας έχουν επηρεάσει, ποια είναι ενδεχομένως τα αγαπημένα σας album;

Είναι τόσες πολλές! Θα σας απαριθμήσω μόνο όσες έχω σε κασέτα, CD και βινίλιο, επειδή προφανώς θεωρώ αξεπέραστες: Virus - Locura, Abuelos de la Nada - Vasos y besos, Los Piojos - Tercer arco, Fun People - The art(e) of romance, Guasones - Toro rojo, Creedence - Pendulum, Rolling Stones - Some girls, Kiss - Dinasty, Queen - The Works, Michael Jackson - Thriller, Bruce Springsteen - Born in the USA, Mick Jagger - She’s the boss, Europe - The final countdown, A-ha - Scoundrel days, Fleetwood Mac - Tango in the night, Guns ‘N Roses -Appetite for destruction. Συν τα σάουντρακ των ταινιών Young guns II και Πύρινοι δρόμοι, φυσικά.

Γνωρίζω επίσης ότι αρθρογραφείτε στην αργεντίνικη έκδοση του Rolling Stone. Κάνετε κριτική νέων album; Αν ναι, τι ξεχωρίζετε τελευταία;

Πάνε εφτά χρόνια που δεν συνεργάζομαι πια με το Rolling Stone. Έγραφα κυρίως για κινηματογράφο. Αφότου όμως είδα τον τρόπο με τον οποίο γύρισαν μια ταινία βασισμένη σ’ ένα δικό μου μυθιστόρημα (“Kryptonita”), ένιωσα μεγάλο θαυμασμό στη δουλειά που απαιτείται, ώστε να εκφέρω γνώμη για το τελικό αποτέλεσμα, χωρίς να γνωρίζω όλα όσα συνέβησαν μέχρι να φτάσει να προβληθεί η ταινία. Από τη χώρα μου, είμαι φανατικός ενός σχετικά καινούργιου συγκροτήματος που ονομάζεται Bestia Bebé. Ειλικρινά, ο δίσκος των Duran Duran Halloween με εξέπληξε, αλλά η φωνή που μου κρατάει συντροφιά αυτό τον καιρό όταν γράφω είναι ο Orville Peck.

Αναφέρεστε επίσης σε αρκετά σημεία σε μια ταινία που μου αρέσει και εμένα πολύ: το Streets on Fire. Επειδή ίσως είναι κάπως ξεχασμένη σήμερα, θα θέλατε να μας πείτε περισσότερα; Γράφετε ότι, από τους πρωταγωνιστές, προτιμάτε τον κακό Willem Dafoe από τον ήρωα Michael Paré, ενώ φυσικά υπογραμμίζετε πόσο ακαταμάχητη ήταν σ’ αυτό το φιλμ η Diane Lane.

Η εντύπωση που μου προκάλεσε η ταινία, όντας μόλις έφηβος, ήταν πάνω κάτω αυτό που αφηγείται ο Σκύλος. Την είδα μια Δευτέρα βράδυ στην τηλεόραση, σ’ ένα πρόγραμμα που ονομαζόταν Ο κόσμος του θεάματος, στο Κανάλι 13. Μεταγλωττισμένη. Με διαλείμματα για διαφημίσεις. Και μου εντυπώθηκε. Το κλειδί είναι στην αρχή, όταν ανακοινώνουν ότι θα δούμε μια θρυλική μορφή του ροκ ν’ ρολ, αυτό με τρίπαρε. Κατάλαβα πως επρόκειτο για παιχνίδι. Δεν ήταν ούτε παρελθόν, ούτε παρόν, ούτε μέλλον. Ένα μέρος χαμένο κάπου στον χρόνο. Με αισθητική των ’50, με τη διαμεσολάβηση του νέον των ’80, συν μια εξολοκλήρου νέα ερμηνεία του σύμπαντος του γουέστερν. Τη λάτρεψα αυτομάτως. Τη βλέπω μια φορά τον χρόνο. Την ξέρω απέξω, παρ’ όλα αυτά κάθε φορά ανακαλύπτω κάτι καινούργιο. Την απολαμβάνω σαν συναυλία. Επειδή αυτή είναι η δυναμική της ταινίας, και γι’ αυτό ποτέ δεν φτάνει στο επίπεδο της αρχής, σε αυτό που καταθέτουν στη σκηνή η Ellen Aim & The Attackers τραγουδώντας το Nowhere fast. Ο Walter Hill είναι από τους πιο αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Η δική του Αγία Τριάδα για μένα είναι οι “Πύρινοι δρόμοι”, οι “Μαχητές”, και οι “48 ώρες”.

Έχετε ξεκινήσει να γράφετε κάποιο νέο βιβλίο; Θα μας πείτε μερικά πράγματα γι’ αυτό;

Πρέπει να επιμεληθώ ένα κείμενο που φτιάξαμε ζωντανά μαζί με έναν επιφανή ροκ μουσικό της χώρας μου, τον Coki Debernardi, και το οποίο ονομάζεται: « En Gitana». Ένα αφηγηματικό ποίημα.

Εν συνεχεία, πρέπει να τελειώσω ένα βιβλίο για έναν εκδοτικό εξειδικευμένο στη μουσική, με τον τίτλο Spaghetti western. Αναφέρεται στους Ιταλούς που ακούστηκαν στο Ισίδρο Κασανόβα (το μέρος όπου μεγάλωσα) και στο οποίο αναλύω έντεκα τραγούδια, ξεκινώντας από τη Ραφαέλα Καρά και τον Έρος Ραμαζότι, περνώντας από το Ένιο Μορικόνε και τον Τζόρτζιο Μορόντερ και καταλήγοντας στον ύμνο του Μουντιάλ του 1990 στην Ιταλία. Πολύ ιταλικός δίσκος, όπως βλέπετε.

Σας θέλγει το πολιτικό νουάρ, αυτό που ασκεί κοινωνική κριτική; Θα κατατάσσατε τον εαυτό σας σε αυτό το είδος; Αν ναι, πού εδράζετε η κοινωνική κριτική σας;

Δεν νομίζω ότι θα με κατέτασσα στο αυστηρώς πολιτικό. Θα έλεγα ότι πιο πολύ αυτό που κάνω, αυτό που γράφω, όπως επίσης εκεί όπου με πάνε τα βιβλία μου είναι πολύ ενεργή η κοινωνική ματιά.

Θα θέλατε να μας μιλήσετε για την καθημερινή ζωή στη σημερινή Αργεντινή και τα κυριότερά προβλήματά της;

Βρισκόμαστε σε μια άκρως ζοφερή, σκληρή, άσχημη στιγμή για την πατρίδα μας. Πάνω ακριβώς που συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, εκλέγεται μια δεξιά κυβέρνηση, της οποίας ο πρόεδρος, προτού εκλεγεί, προέβη σε άθλιες δηλώσεις που δικαιολογούν τη στρατιωτική χούντα και τα χειρότερα και πλέον επώδυνα χρόνια της σύγχρονης ιστορίας μας. Θα είναι τέσσερα πολύ δύσκολα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων θα πρέπει να αναλογιστούμε γιατί φτάσαμε ως εδώ και να δουλέψουμε προκειμένου να επιστρέψουμε στην ανθρωπιά και στον λαό.

Σας ευχαριστώ πολύ.  

  

[i] Πρόκειται για πιάτο που σερβίρεται σε διάφορες χώρες της Νότιας Αμερικής, ο συγγραφέας το χρησιμοποιεί εδώ κατ’ αναλογία του σπαγγέτι.

 

Leonardo Oyola, Chamamé

Εκδόσεις Carnivora, 2023

Μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη

232 σελ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured