Δεν ήταν ένας μουσικός με όραμα, που έτυχε να χάσει για λίγο τη μπάλα. Έφτιαξε το brand του εαυτού του ερήμην του, με τσαλαπατημένες και γλυκές μελωδίες, που προέκυπταν από μια πηγαία διαδικασία...
Ο Daniel Johnston μου δημιουργούσε πάντα αντικρουόμενα, ακόμη και άβολα συναισθήματα. Πρώτα και κύρια μια αυθόρμητη, ειλικρινή συμπάθεια με την παιδικότητα που απέπνεε, τόσο ο ίδιος, όσο και οι απλές (ενίοτε και απλοϊκές) μελωδίες του. Αλλά και μία αίσθηση «επιβαλλόμενης μεταχείρισής» του από τους γύρω, σε έναν χώρο ο οποίος θέλει γερό στομάχι ακόμη κι αν δεν σε ακολουθούν ψυχολογικές διαταραχές, όπως στην περίπτωσή του –κάτι που γίνεται πιο αισθητό στο ντοκιμαντέρ του Jeff Feuerzeig The Devil and Daniel Johnston (2005). Τελικά, όμως, και μια φοβερή εκτίμηση. Γιατί έγινε underground σύμβολο (μικρό ή μεγάλο, σημασία δεν έχει στην προκειμένη), που κέρδισε έδαφος σε ένα κοινό και μια σκηνή με, κατά τ' άλλα, εντελώς διαφορετικούς όρους lifestyle· ή και αισθητικής, αν θέλετε.
Οι δαίμονες του Daniel Johnston έμοιαζαν να είναι και απέναντι και εντός του. Ζει στη "Devil Town", όπως λέει στο κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο 1990 (της ίδιας χρονιάς, στη Shimmy Disc). Στην οποία πόλη οι φίλοι του είναι βαμπίρ, αλλά ανακαλύπτει και ότι «turns out I was a vampire myself». Ενίοτε, οι στίχοι του μοιάζουν σχεδόν με θολά οράματα. Ενώ στο προαναφερθέν τραγούδι υπάρχει λογική συστοιχία, όταν επιστρέφει στις σκοτεινές δυνάμεις και το κάπως παιδικό blues (sic) του "Don't Play Cards With Satan", μοιάζει σαν μόλις να ξύπνησε από κακό όνειρο με σουρεαλιστική συνοχή: «Did I ever stop and tell you I am a desperate man? / I thought I saw a bluebird sitting on a post / Shiver down my spine / I thought it was the Holy Ghost».
Τα τραγούδια του μοιάζουν σαν πρόχειρες ασκήσεις, που ηχογραφήθηκαν δοκιμαστικά τη στιγμή κατά την οποία φτιάχνονταν· και μάλλον (κάπως) έτσι πρέπει να έγιναν τα πράγματα: το 1990, ενώ ξεκίνησε με τα φόντα ενός «κανονικού» στούντιο δίσκου, στάθηκε αδύνατον να ολοκληρωθεί, αποτελούμενος τελικά από σπιτικές και live ηχογραφήσεις. Και ειδικά στις ζωντανές εκτελέσεις, νιώθεις πως αυτό που συμβαίνει είναι μια one-off σύμβαση· ότι δηλαδή τα κομμάτια εμφανίζονται και αυτοκαταστρέφονται μέσα στην ακαταστασία τους, την ίδια στιγμή, ενώ μια ακατέργαστη ορμή παραμονεύει στη γωνία. Όπως π.χ. σε εκείνα τα επαναλαμβανόμενα ακόρντα στο "Spirit World Rising", με μια σχεδόν ψυχεδελική εσάνς. Ή στο κρεσέντο με τα απανωτά, φωναχτά «Satan» στο "Don't Play Cards With Satan" (ζωντανά από το CBGB's).
Οι αναλύσεις γύρω από την περίπτωση Daniel Johnston φέρνουν πάντα στο τραπέζι εύκολες συγκρίσεις με την ταραγμένη ιδιοφυΐα του Syd Barrett –ή και τα χρόνια που ο John Frusciante χόρευε αγκαλιά με την ηρωίνη, θα προσθέσω. Σε αντίθεση όμως με αυτές τις περιπτώσεις, ο Αμερικανός τραγουδοποιός έμοιαζε σαν να βρισκόταν σε μια μόνιμη in limbo κατάσταση, από την οποία ήταν καταδικασμένος να μην ξεφύγει. Δεν ήταν ένας μουσικός με όραμα που έτυχε να χάσει για λίγο τη μπάλα ή χρησιμοποίησε τις ιδιαιτερότητές του υπέρ του. Ο Johnston έγραφε μουσική μέσω μιας πηγαίας, αυτοματοποιημένης διαδικασίας· και με τις τσαλαπατημένες και γλυκές μελωδίες του, αλλά και με όλη του την υπόσταση, έφτιαξε το brand του εαυτού του ερήμην του.
Πάντως έψαχνε συνεχώς έναν αόρατο φίλο, τον οποίον δεν έβρισκε. «True love will find you in the end / You'll find out just who was your friend» τραγουδά σε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα αλλά και όμορφα κομμάτια του 1990, το "True Love Will Find You In The End"· και είναι λες και απευθύνεται στον εαυτό του. Αυτό πάντως που εδώ αρθρώνεται πιο ολοκληρωμένα και με αυτοπεποίθηση, είναι το "Some Things Last A Long Time". Απλά με ένα πιάνο και τη φωνή του, μοιάζει λες και για σχεδόν 5 λεπτά μεταμορφώνεται σε κάποιον που ζει και υπάρχει για να φέρει εις πέρας το συγκεκριμένο τραγούδι, απαλλαγμένος από όποια σύγχυση.
Θα μπορούσε να επιλεχθεί σχεδόν οποιαδήποτε δουλειά του Daniel Johnston για την παρούσα στήλη και να ειπωθούν ουσιαστικά τα ίδια πράγματα. Όμως το 1990 αφενός λειτουργεί σαν άτυπο compilation λόγω της αποσπασματικότητας των πηγών των κομματιών· και, αφετέρου, η αποσπασματικότητα αυτή, μαζί με τις μέτριες πολλές φορές ηχογραφήσεις, υπογραμμίζουν λίγο παραπάνω τι ήταν αυτό που μπορούσε να γοητεύσει σε αυτήν την ιδιαίτερη περίπτωση μουσικού: η αφύπνιση της ευαισθησίας και η φευγαλέα εντύπωση/υπενθύμιση μιας χαμένης παιδικότητας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πάντως τι έκανε τον Johnston μια πραγματικά σημαντική παρουσία, κάτι που δεν έχει καθόλου να κάνει με προσωπικό γούστο ή με καλλιτεχνικές αποτιμήσεις: το ότι ξεκίνησε δίνοντας δειλά κασέτες με τη μουσική του στα McDonald's (όπου δούλευε), κέρδισε βήμα κι έγινε σημείο αναφοράς, βάζοντας το δικό του, ιδιαίτερο λιθαράκι στο μουσικό σύμπαν. Δείχνοντας έτσι σε ανθρώπους σαν κι αυτόν ότι, πολλές φορές, τα προβλήματα μετουσιώνονται σε δυνατότητες.
Ναι, οι περισσότεροι τον ακούσαμε για πρώτη φορά/νωρίτερα από ό,τι προοριζόταν/γενικά, λόγω του περίφημου t-shirt του Kurt Cobain που αναρωτιόταν «Hi, how are you?». Αυτή είναι όμως η ποπ κουλτούρα. Καμιά φορά χρειάζεται ένας Cobain για να μάθουν μερικοί ακροατές παραπάνω τους Meat Puppets, τους Vaselines, τον Daniel Johnston. Και είναι ένα ωραίο ταξίδι: από τα κεντρικά «αξιοθέατα» της ποπ, προς τα μικρότερα σοκάκια, όσα κρύβουν τη γοητεία τους.
Όσο για τον Daniel Johnston, αναρωτιέμαι αν τελικά κράτησε την υπόσχεσή του και δεν έπαιξε αυτήν την παρτίδα χαρτιά με τον διάβολο...
{youtube}Ma7lyfYzIw8{/youtube}