Ο θραυσματικός και θρυμματισμένος διάλογος που διεξάγεται στους κόλπους των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, παρουσιάζει μια εγγενή τάση να γίνεται «καφενειακός». Ψεύτικες ειδήσεις και μικροπρεπείς αναλύσεις διακινούνται με ρυθμό καταιγιστικό και μεταδίδονται σε κλάσματα δευτερολέπτου, δημιουργώντας μια εικόνα αποσπασματική για τον πολιτισμό, την πολιτική, την πραγματικότητα. Ο κανόνας αυτός ίσχυσε (όπως ήταν φυσικά αναμενόμενο) και γύρω από τη συνόψιση των αποτελεσμάτων των γαλλικών εκλογών. Από όλες τις πλευρές και προς όλες τις κατευθύνσεις εκτοξεύονται κουβέντες ενθουσιασμού ή σκληρής απαρέσκειας, χιλιαστικές αντιλήψεις, μισάνθρωποι χαρακτηρισμοί.
Οι όροι της συζήτησης ήταν εξ αρχής υπονομευμένοι: στη Γαλλία το πολιτικό σύστημα είναι Προεδρικό, ήτοι εκλέγεται μέσα σε δύο γύρους ένας «απόλυτος εκτελεστικός άρχων», ένας «μικρός αυτοκράτορας που λογοδοτεί μόνον στον λαό του». Αυτό το πολιτικό σύστημα και κατ' επέκταση η εκλογική διαδικασία που τον αναδεικνύει, έχει συγκεκριμένους κανόνες, συγκεκριμένα «ήθη» και συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τις πολιτικές δυνάμεις. Αλλιώς τοποθετείται ή αναζητά συμμαχίες μια πολιτική δύναμη η οποία διεκδικεί την παρουσία ή την πλειοψηφία σε ένα κοινοβουλευτικό σώμα, αλλιώς όταν πρέπει να συνοψίσει τις προτεραιότητές της σε ένα πρόσωπο.
{youtube}XtJ9ADCXJMc{/youtube}
Παρόλα αυτά οι Έλληνες κυβερνο-σχολιαστές του μοναχικού ακροατηρίου, δεν δίστασαν να κρίνουν, να επικρίνουν και να δώσουν εντολές στα κόμματα, να νουθετήσουν άλλους υποψηφίους προέδρους και φυσικά να δημιουργήσουν μικροπολιτικές εστίες αντιπαράθεσης με στόχο το ελληνικό πολιτικό τοπίο.
Απολύτως ευκρινές αυτής της στρέβλωσης στον δημόσιο λόγο αποτέλεσε η στάση που θα έπρεπε να κρατήσει, σύμφωνα με τους εκ του προχείρου «αναλυτές», ο υποψήφιος Ζαν-Λικ Μελανσόν στον δεύτερο γύρο. Προσωπικά εκφράζω τη διαφωνία μου με τον τρόπο που εξέφρασε τις επιφυλάξεις του, δεν μπορώ όμως παρά να αναγνωρίσω ότι αυτές οι επιφυλάξεις είναι ορθές.
Το δίδυμο που πέρασε στον δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών, αυτό του νεοφιλελεύθερου τραπεζικού Εμανουέλ Μακρόν και της φασίστριας και μισάνθρωπης Μαρίν Λεπέν, είναι πιθανόν το χειρότερο πολιτικό αποτέλεσμα που μπορούσε να προκύψει. Αναδείχτηκαν μέσα από ένα τετραχοτομημένο πολιτικό σκηνικό και εκπροσωπούν συντηρητικές όψεις της «μετα-πολιτικής», ανοίγοντας τις θύρες για την αμφισβήτηση και των πιο θεμελιωδών κανόνων της αστικής δημοκρατίας (φανταστείτε να μου άρεσε κιόλας η αστική δημοκρατία).
Ωστόσο η κριτική που ασκήθηκε στον Μελανσόν ήταν λαθεμένη γιατί έγινε με λαθεμένους όρους. Με άλλα λόγια, ο Μελανσόν έπρεπε να ξεκαθαρίσει ότι πρέπει απαραίτητα να μπει φραγμός στη Λεπέν, καθώς, με εκείνη πρόεδρο, οι όροι διεξαγωγής κάθε κοινωνικού αγώνα θα σκιαγραφηθούν υπό ακόμα χειρότερους όρους –υπό όρους παρανομίας ολόκληρων κοινωνικών ομάδων (μετανάστες, πρόσφυγες, μειονότητες, εξαθλιωμένο εργατικό προσωπικό). Το να εγκαλείται ο Μελανσόν επειδή «δεν στήριξε Μακρόν» είναι κοντόφθαλμο και δεν συνυπολογίζει τις γαλλικές συντεταγμένες, δεν λαμβάνει υπόψη τις «αβαρίες» που δημιουργεί το διλημματικό ερώτημα του δεύτερου γύρου, δεν εστιάζει στο προαναφερθέν σύστημα του «αυτοκράτορα».
«Ψιλά γράμματα», θα σκεφτείτε αρκετοί. Και θα έχετε δίκιο. Εδώ οι «σχολιαστές τσέπης» δεν κάνουν καν την παραμικρή αυτοκριτική για την άνοδο της ακροδεξιάς· απλά, κάθε φορά που δεν εκλέγεται κάποιος φρικιαστικός φασίστας, λένε «ουφ, φτηνά τη γλιτώσαμε και τώρα». Το ερώτημα είναι για πόσο καιρό «θα τη γλιτώνουμε φτηνά»...