Πώς αποχαιρετάς έναν άνθρωπο που πεθαίνει; Δεν είναι καθόλου εύκολο, ιδίως έναν άνθρωπο για τον οποίον –κάνοντας μια μικρή αναδρομή στο μυαλό σου– βρίσκεις πως επανέρχονται διαρκώς στιγμές έντονες. Και μάλιστα όταν αντιλαμβάνεσαι ότι άφησε πάνω σου μια επίδραση καθοριστική, ακόμα κι αν δεν ήθελες παλιότερα να το παραδεχτείς. Ο Βαγγέλης Βέκιος το κατάφερνε αυτό. Και, μιλώντας προσωπικά, το κατάφερε αρκετές φορές από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε.
Οι εικόνες, οι συνομιλίες, οι συζητήσεις, οι συγκρούσεις, τα γέλια, οι θυμοί, όλα ήταν στο πρόγραμμα. Αλλά στο τέλος αυτό που άφηνε ως αίσθηση ο Βαγγέλης ήταν το άσπιλο και αμόλυντο ενδιαφέρον του για εκείνον ή εκείνη που καθόταν απέναντί του. Ήταν από τους λίγους ανθρώπους που εξέφραζε την εκτίμησή του τόσο άμεσα. Ακόμα και όταν έκανε λάθη –ποιος δεν κάνει λάθη σε αυτήν τη ζωή;– δεν μπορούσες να του κρατήσεις πολλή κακία, γιατί είχε έναν χαρακτηριστικό τρόπο να σε προσεγγίζει, να σε ακούει, να προσπαθεί να σε πείσει. Και ποτέ χρησιμοποιώντας το «διευθυντικό δικαίωμα».
{youtube}wy_csCnCMZM{/youtube}
Ο Βέκιος υπήρξε σπουδαίο κεφάλαιο για τον «105,5 Στο Κόκκινο», το ραδιόφωνο που στήθηκε στα πόδια του σε πολύ αντίξοες συνθήκες, με πενιχρά μέσα, σε μια πολύ περίεργη συγκυρία πολιτική και οικονομική. Και μπορεί να μην είναι μερικές φορές εμφανές, αλλά αυτός ο σταθμός θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε σε βάσεις τις οποίες έθεσε ο Βαγγέλης. Τι κι αν είχαμε διαφωνήσει για την κατεύθυνση μερικές φορές, τι κι αν δεν μπορούσα να βγάλω άκρη με μερικές οδηγίες του, τι κι αν γέλαγα με τις –εξωφρενικές στα μάτια μου– αναζητήσεις του, τι κι αν δεν κατανοούσα τη λατρεία του για τους System Of A Down (την κατάλαβα αργότερα όταν υπέδειξε το παραπάνω κομμάτι) και την πλήρη του συμφωνία με τον Robert Plant στην κοροϊδία του για τους Black Sabbath. Ο Βαγγέλης Βέκιος έδωσε στα ερτζιανά ένα ραδιόφωνο ξεχωριστό, επειδή υπερασπιζόταν μια ελευθερία που «έπαιζε» με τα όρια: τα όρια της κρατικοδίαιτης πολιτιστικής δημιουργίας, τα όρια της καθεστηκυίας ευπρέπειας, τα όρια της εμπορικότητας.
Υπάρχουν συνομιλίες τις οποίες θα μπορούσα να αραδιάσω σε ένα τέτοιο κείμενο, αλλά δεν έχει και ιδιαίτερο νόημα. Το βασικό είναι να κρατάμε τις αξίες που μετέδωσε ο κάθε άνθρωπος που φεύγει από τη ζωή. Στο προσωπικό κομμάτι, ο Βαγγέλης με έβαλε στο ραδιοφωνικό «κόλπο», χωρίς να κάνει μαθήματα και να δίνει οδηγίες. Αυτό άλλωστε σε έκανε τελικά να μάθεις τη δουλειά: για να κάνεις κάτι αξιοπρεπές έπρεπε να το καταλάβεις ο ίδιος. Αν δεν το καταλάβαινες, στο τέλος οι ακροατές σε απέρριπταν.
Ο Βέκιος εμπιστεύτηκε σε κομβικούς τομείς ανθρώπους νέους, συνήθως χωρίς καμία εμπειρία. «Παιδαρέλια», που δεν ξέραμε τι μας γίνεται, αναλάβαμε σημαντικά πόστα. Επίσης έχτισε ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα σχιζοφρενικό μερικές φορές, αλλά απολύτως συμβατό με μια ελευθερία που δύσκολα δίνεται και ακόμα πιο δύσκολα κατακτάται. Πώς συμβαδίζουν οι Dillinger Escape Plan με την εμπορική επιτυχία ενός ραδιοφώνου; Υπάρχει τρόπος, αλλά δεν χωράει στα στενά πλαίσιο της αγοράς. Ο Βαγγέλης ήθελε να σπάσει αυτήν την αντίληψη για αριθμούς και να προβάλλει την ποιότητα· έναν στόχο που ουδέποτε θα κατακτηθεί, αλλά αξίζει τον κόπο να επιδιωχθεί.
Ο Βαγγέλης Βέκιος ήταν άνθρωπος της μουσικής. Καλός ακροατής, καλός και ουσιαστικός ντράμερ και –το πιο βασικό– είχε αρχές επί της μουσικής. Υποστήριζε με θέρμη ότι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε στην Ελλάδα δεν μπορεί να πει «I love you» και να εννοεί το ίδιο με τη φράση «Σ' αγαπώ». Είναι αδυσώπητες οι ελληνικές λέξεις, σε φέρνουν αντιμέτωπο με τα πραγματικά συναισθήματα και οι ξένοι στίχοι είναι ουσιαστικά υπεκφυγή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εκτιμούσε την καλή μουσική, ακόμα και την αγγλόφωνη μεν, εν Ελλάδι παραγόμενη δε. Ωστόσο ξεχώριζε την ευθύτητα και την αμεσότητα από τους «μαϊμού» συναισθηματισμούς.
Τις παλιότερες δουλειές του δεν τις διαφήμιζε ποτέ. Όταν τον είχα ρωτήσει για το "Club Hima" και τη συναυλία του Nick Cave και των Bad Seeds το 1984, κατέληγε να μιλάει καγχάζοντας για τη μοκέτα που είχε το μαγαζί. Για τις Μουσικές Ταξιαρχίες του ήταν αρκετό να λέει ότι, όσο κράτησαν, πέρασαν καλά. Και για τους άλλους ραδιοφωνικούς σταθμούς που δούλεψε ξεχώριζε μόνο τα αστεία σκηνικά –όπως για τους «τοποτηρητές» του 902 και τις κόντρες στον Περισσό.
Αρκετά όμως με την αναδρομή. Ως παρακαταθήκη ας κρατήσουμε για το τέλος μόνο την «Κόκκινη Καρφίτσα», το ένθετο της Αυγής, για το οποίο είχε βάλει υψηλούς στόχους. «Να γεμίσουμε το κενό που υπάρχει» έλεγε, ελπίζοντας ότι θα συγκινήσει πολύ κόσμο. Τουλάχιστον εκείνος το πάλεψε.